Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Γ. Κατρούγκαλου, Η ποινική δίωξη των εμπλεκομένων στη λίστα Λαγκάρντ


Γιατί δεν υπάρχει παραγραφή
Εφημερίδα Συντακτών, 31/12/2012 
Στην χώρα μας το αποτελεσματικότερο μέσο πλουτισμού υπήρξε ανέκαθεν η νομή των δημοσίων πόρων, μέσω της διαπλοκής οικονομικών ελίτ και πολιτικής εξουσίας. Αναμενόμενο είναι, λοιπόν, τα κρούσματα πολιτικής διαφθοράς να είναι πολλά. Παρόλα αυτά ο κανόνας παραμένει η ατιμωρησία τους, πράγμα που επιδεινώνει δραματικά τη γενικευμένη έλλειψη αξιοπιστίας του πολιτικού προσωπικού, αλλά και την εν γένει κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Στη διαιώνιση της νοσηρής αυτής κατάστασης συντελεί ιδιαίτερα και το αμαρτωλό άρθρο 86 του Συντάγματος, το οποίο δυσχεραίνει ιδιαίτερα την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των υπουργών, παρά την αναθεώρηση του το 2001.
Αντιθέτως, στα πολιτεύματα με έντονο το δημοκρατικό στοιχείο, η ποινική δίωξη σε βάρος των υπουργών δεν διαφέρει ουσιωδώς από την κοινή ποινική διαδικασία, αν  και η εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων ανατίθεται συνήθως σε ειδικό όργανο και όχι στα τακτικά ποινικά δικαστήρια. Ανάλογες ήταν οι ρυθμίσεις ήδη των γαλλικών επαναστατικών συνταγμάτων του 1791  και 1795, αλλά και των συνταγμάτων της ελληνικής επανάστασης. Άλλωστε, ο εντονότερος ιστορικά «ποινικός» έλεγχος της πολιτικής ζωής ήταν αυτός της κλασσικής Αθηναϊκής Δημοκρατίας: η «αμελίου δίκη», η «απογραφής γραφή», η «δεκασμού γραφή», η «δωροξενίας γραφή», η «γραφή καταλύσεως δήμου», η «γραφή παρανόμων» αφορούσαν ύλες πολιτικά αδικήματα ή εγκλήματα πολιτικών αξιωματούχων. Και στη σύγχρονη εποχή, αρκετές έννομες τάξεις επιφυλάσσουν την κίνηση της ποινικής δίωξης στις κοινές διωκτικές αρχές. (Έτσι τα Συντάγματα της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας).
Αντιθέτως, το  ελληνικό Σύνταγμα όχι μόνον προβλέπει μία ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία (την οποία επιβάρυναν ακόμη περισσότερο οι σχετικοί νόμοι περί ευθύνης των υπουργών 3126/2003 και 3961/2011), αλλά και καθιερώνει χρονικά ασφυκτικό πλαίσιο (‘αποσβεστική προθεσμία’) για την άσκηση της ποινικής δίωξης. Συγκεκριμένα, μετά την αναθεώρηση του 2001, ρητά ορίζεται στο Σύνταγμα ότι η Βουλή μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη «μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος.»
Στην προκειμένη περίπτωση (όπως είχα ήδη υποστηρίξει σε ανύποπτο χρόνο, σε σχετικό σχόλιο στην εφημερίδα  Real News της 13-5-2012), η διάλυση της Βουλής που προήλθε από τις εκλογές του Μαΐου δεν συνεπάγεται την εξάλειψη του αξιόποινου όσων αδικημάτων είχαν τελεσθεί κατά την προηγούμενη βουλευτική περίοδο (2009-2012). Και τούτο διότι, απλούστατα, η εν λόγω Βουλή δεν είχε δύο  βουλευτικές συνόδους, αλλά μόνο μία, λίγων μάλιστα ημερών.
Εφόσον λοιπόν δεν υπήρξε «δεύτερη τακτική σύνοδος», όπως ρητά επιτάσσει το Σύνταγμα, η σχετική αρμοδιότητα για την άσκηση ποινικής δίωξης μπορεί να ασκηθεί από την τρέχουσα Βουλή. Στην ερμηνευτική αυτή εκδοχή δεν οδηγεί μόνο η γραμματική διατύπωση του άρθρου 86 αλλά και τα εξής πρόσθετα επιχειρήματα: Πρώτον, είναι πρόδηλο ότι η πρόβλεψη του αναθεωρητικού νομοθέτη να μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη και από την δεύτερη σύνοδο της επόμενης Βουλής (σε αντίθεση με την προηγούμενη ρύθμιση, κατά την οποία αυτό έπρεπε να γίνει κατά την πρώτη και μόνο σύνοδο) αποσκοπεί στο να υπάρξει αρκετός χρόνος για την ψύχραιμη και αντικειμενική διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών των απελθόντων υπουργών.
Δεύτερο, και σημαντικότερο, θα πρέπει να ερμηνευθεί η συγκεκριμένη διάταξη υπό το φως των θεμελιωδών συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου και της ισότητας. Καμιά από τις δύο αυτές αρχές δεν ανέχεται η ειδική ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των υπουργών να άγει στην ατιμωρησία τους, με την πρόβλεψη εξωφρενικά σύντομων παραγραφών ή αποσβεστικών προθεσμιών.
Επί της ουσίας της υπόθεσης πρέπει να πω το αυτονόητο, ότι δηλαδή η διερεύνηση των ποινικών ευθυνών δεν πρέπει να σταματήσει στον προφανή αποδιοπομπαίο τράγο, αλλά να φτάσει σε βάθος, διερευνώντας το ρόλο όλων των εμπλεκόμενων πολιτικών.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση στο ιστολόγιο