Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Γ. Κατρούγκαλου, Οι ανθρακωρύχοι και το Μετρό


Οι ανθρακωρύχοι και το Μετρό

Σήμερα οι περισσότεροι θυμούνται τη μεγάλη απεργία των Βρετανών ανθρακωρύχων από την ταινία Μπίλλυ Έλιοτ. Και όμως, ήταν ένας από τους σημαντικότερους κοινωνικούς αγώνες του περασμένου αιώνα. Κράτησε το μεγαλύτερο μέρος του 1984 έως το Μάρτη του 1985, και απετέλεσε το βασικό πεδίο μάχης της βαρόνης Θάτσερ εναντίον του ισχυρού, ακόμη τότε, συνδικαλιστικού κινήματος.
 Έφιπποι αστυνομικοί και πληρωμένοι κονδυλοφόροι επιστρατεύτηκαν εναντίον του. Εννιά άνθρωποι πέθαναν κατά την διάρκεια της απεργίας, εκατοντάδες τραυματίστηκαν, 11.291 συνελήφθησαν και 8.392 παραπέμφθηκαν στα δικαστήρια με διάφορες κατηγορίες. Δεν ήταν όμως μόνο, ούτε κυρίως, η αστυνομική βία που έκαμψε τους απεργούς. Ολόκληρο το νομικό οπλοστάσιο και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους κινητοποιήθηκαν εναντίον τους. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Θάτσερ τροποποίησε το άρθρο 6 του Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας, ώστε τα παιδιά και οι γυναίκες των ανθρακωρύχων να μην δικαιούνται πλέον, όπως στο παρελθόν, προνοιακά επιδόματα κατά την διάρκεια της απεργίας. Οι οικογένειες πείνασαν και ζούσαν από την αλληλεγγύη άλλων εργαζομένων και την ελεημοσύνη των συγγενών.
Η επικεφαλής του MI5 Στέλλα Ρίμινγκτον,  (που απετέλεσε την πηγή έμπνευσης για την τζεϊμσμποντική «Μ») παραδέχθηκε στην αυτοβιογραφία της το 2001 ότι η μυστική αυτή υπηρεσία παρακολουθούσε με «κοριούς» τα τηλέφωνα των απεργών στο πλαίσιο «υπόγειας επιχείρησης» εναντίον τους. Μαζί με τις μυστικές υπηρεσίες σε διατεταγμένη αποστολή ήταν και μεγάλη μερίδα του Τύπου και όχι μόνο του «κίτρινου». Αίφνης ο ηγέτης των ανθρακωρύχων Άρθουρ Σκάργκιλ κατηγορήθηκε ότι ταξίδεψε στη Λιβύη, για να χρηματοδοτήσει την απεργία. Ο εκδότης της Mirror, Ρόυ Γκρηνσλέιντ παραδέχθηκε πολύ αργότερα ότι οι κατηγορίες αυτές ήταν εντελώς κατασκευασμένες.
Αυτός ο βρώμικος πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα οι απεργοί να χάσουν τη συμπαράσταση της κοινής γνώμης, όπως έσπευσε να δείξει σωρεία στρατηγικά επιλεγμένων και τεχνηέντως δημοσιευμένων δημοσκοπήσεων.   Ακόμη και η βρετανική ΓΣΕΕ δεν υποστήριξε τους απεργούς. Και όμως αυτοί, μόνοι, πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι άντεξαν όρθιοι σχεδόν έναν χρόνο, με ποσοστά συμμετοχής στην απεργία που μέχρι το τέλος έμειναν πολύ ψηλά.
Η μάχη όμως ήταν άνιση. Τα επόμενα χρόνια μετά τον τερματισμό της απεργίας τα ορυχεία ιδιωτικοποιήθηκαν και στη συνέχεια τα περισσότερα έκλεισαν. Οι γύρω πόλεις έγιναν φαντάσματα και η ανεργία άγγιξε το 50%. Και άλλες βιομηχανίες που βασίζονταν στο κάρβουνο έκλεισαν. (Θυμάστε το Full Monty;) Ακόμη και σήμερα οι περιοχές των ορυχείων είναι οι φτωχότερες στη Μεγάλη Βρετανία και από τις πλέον φτωχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όμως το βασικότερο θύμα του ταξικού αυτού πολέμου ήταν το εργατικό δίκαιο και τα κοινωνικά δικαιώματα. Κατακτήσεις δεκαετιών σαρώθηκαν από τη θατσερική αντεπανάσταση. Και αυτό όχι μόνο στο επίπεδο των κοινωνικών παροχών, των μισθών και των όρων εργασίας, αλλά και στο επίπεδο των ατομικών δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, κηρύχθηκε παράνομη οποιαδήποτε πικετοφορία άνω των τεσσάρων ατόμων έξω από τους τόπους δουλειάς, τάχα ως άσκηση ψυχολογικής βίας εκ μέρους του συνδικαλιστικού κινήματος.
Ζούμε σήμερα, ως βαλκανικό κακέκτυπο, μίαν επανάληψη του ίδιου σκηνικού. Η κυβέρνηση συνεχίζοντας τη ψευδεπίγραφη ρητορεία της «μηδενικής ανοχής» στην παρανομία, παραβιάζει ευθέως το Σύνταγμα για να σταματήσει με επίταξη την απεργία. Και όμως αυτή, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος, μπορεί να επιβληθεί μόνο σε περιπτώσεις «επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία», προϋποθέσεις που ολοφάνερα δεν υφίστανται επί του προκειμένου. Οι απεργοί συκοφαντούνται ως «συντεχνία» και οι δημοσκοπήσεις «αποδεικνύουν» την απομόνωση τους στην κοινή γνώμη. Επιχειρείται να παγιωθούν μηχανισμοί αυτοματισμού που φτάνουν στο επίπεδο του κοινωνικού κανιβαλισμού.
Η βασικότερη επιδίωξη όμως είναι προφανής και όμοια με αυτή της ιστορίας των ανθρακωρύχων: να γίνει η ήττα των εργαζομένων στο Μετρό η ταφόπλακα του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος και των κατακτήσεων του εργατικού δικαίου. Δεν είναι αθώοι, λοιπόν, όσοι τώρα ανακαλύπτουν τα (προφανώς υπαρκτά) πελατειακά αίσχη του δικομματισμού στις προσλήψεις στο Μετρό ή όσοι ξαφνικά διαπιστώνουν ότι οι συνδικαλιστές είναι τυχοδιώκτες και ανερμάτιστοι. Δεν παραγγέλθηκαν εκτός σχεδίου οι κυριακάτικές δημοσκοπήσεις. Ούτε υπερασπίζονται την κοινωνία αυτοί που εκμεταλλεύονται το αίσθημα κόπωσης και ταλαιπωρίας όσων υποφέρουν από τη μνημονιακή λαίλαπα, για να τους στρέψουν εναντίον εκείνων που ακόμη αντιστέκονται.
Κανείς δεν μπορεί να δηλώνει ανυποψίαστος. Ουδέτεροι και αμέτοχοι στον πόλεμο αυτό δεν υπάρχουν. Ο καθένας πρέπει να διαλέξει το στρατόπεδο του.

Δημοσιεύθηκε στην Eλευθεροτυπία, 29/1/2013

G. Katrougalos The Greek Austerity Measures: Violations of Socio-Economic Rights


The Greek Austerity Measures: Violations of Socio-Economic Rights

Published to the Blog of the International Journal of Constitutional Law and ConstitutionMaking.org, 29-2-2013

Recently, the European Committee of Social Rights (the supervisory body of the European Social Charter) delivered two decisions on collective complaints, condemning Greece for violation of articles 10 and 12 of the Charter because of its austerity legislation enacted in 2010. (The Committee has also declared admissible many other complaints attacking other parts of the austerity program of the country: Complaints Nos.76/2012, 77/2012), 78/2012, 79/2012 and 80/2012.)
Moreover, in this year’s November session, the ILO Committee on Freedom of Association  (the supervisory body of the International Labor Organization) examined similar complaints submitted by trade unions and called on Greece to bring its labor relations system back to fundamental rights, as protected by the ILO Conventions (see paragraphs 950-1002 of the 365th Report of the Committee on Freedom of Association).

In the cases of Greece, Portugal, Ireland and, most recently Cyprus, the austerity programs took the form of an informal agreement (not an international treaty) between them and the IMF and the EU, in the form of a “Memoranda of Economic and Financial Policies.” The latter provide for conditionality policy guidelines that these countries must follow in order to receive additional loans from the IMF and the EU.  Their implementation is supervised by an informal body of representatives of the European Commission, the IMF and the European Central Bank (the so-called ‘Troika’). Each time the Troika reports that the assisted Member has achieved a “milestone” of the Memoranda and met the preset objectives, it gets the pre-decided tranche of the loan.
In Greece, the receipt of the Memoranda didn’t address either the national or the more general causes of the crisis. Besides some self-evident technical reforms against tax evasion, they have just repeated the same general dictates of the neoliberal orthodoxy. In essence, the recipe called for horizontal reduction of all public expenses, primarily of social expenditures. It also called for a thorough deregulation of labour law legislation, and a massive transfer of wealth from the public to the private sector through privatizations of public enterprises. These privatizations are to take place regardless of the strategic nature of public enterprises or their financial utility for the budget.
Within this framework, the ‘Memoranda’ could be seen as just one more episode of the prevailing ‘Sado-Monetarism’[i] of the EU economic orthodoxy,[ii] or as a part of the more general neoliberal Washington consensus imposed by the IMF so far in many countries of the Third World. However, the agenda cannot be legally implemented within the existing constitutional boundaries of a developed democracy. The Memoranda imply that the ‘troika’ has decision power for defining and implementing economic, financial and social policies, which are innately contrary to the fundamental principle of a social state. Hence, this transfer of sovereignty does not merely put the Greek government and parliament under a direct political control of their debtors, but gravely violates the constitutional order.
The “Memoranda” are programmatic guidelines of a political rather than legal character. In order to be implemented, they require at the international level a treaty between Greece and its lenders (IMF and the States of the Eurozone) and at the domestic level executive legislation. Two such international loan treaties have been signed, one in 2010 and one in 2012. Both are problematic on procedural and substantive grounds. None has been ratified by the parliament, contrary to the explicit provision of article 36, paragraph 2 of the Greek Constitution. Both treaties contained such exorbitant clauses regarding national sovereignty that it would be impossible for an important number of MPs to vote for them.
The treaties also include an explicit and irrevocable waiver of immunity of the Greek State, which, according to the Legal Opinion attached therein, expands also to issues of “national sovereignty.” This goes much further than the generally accepted waivers of immunity from execution known in international law.
More importantly, the austerity measures violate several structural constitutional principles (such as the principles of equality of public burdens and of a social state of law – article 4, paragraph 5 and article 25, paragraph 1 of the Greek Constitution) and fundamental social rights (articles 21, 22 and 23 of the Constitution). They also violate essential guarantees of the EU Charter of Fundamental Rights and International Labour Law. For instance, a number of bills have imposed important reductions of salaries not only of civil servants or of staff employed in public sector under private law but also of private employees, encroaching on the collective agreements in force. This is a clear violation of collective autonomy, which is guaranteed by Article 22, paragraph 2 of the Greek Constitution[iii] and a number of international treaties, for example Article 8 of International Labor Convention no 151 of 1978 and Article 6 of the European Social Charter.[iv]
As Nobel laureate Amartya Sen recently remarked in the New York Times: “Such indiscriminate cutting slashes demand — a counterproductive strategy, given huge unemployment and idle productive enterprises that have been decimated by the lack of market demand.”
However, Greece does not have a constitutional court, and the ordinary courts have to date generally upheld the respective laws as constitutional, accepting that the measures are justified by the state of necessity faced by the Greek economy. However, recently the Supreme Court of Audit (Cour des Comptes) has unanimously declared unconstitutional the last wave of pension reductions and the Court of Cassation did the same with respect to cuts in judges salaries.
This deferential stance of the Greek courts so far starkly contrasts with the decisions by constitutional courts in other countries issued after judicial scrutiny of austerity measures imposed by the International Monetary Fund (IMF). In the previous decade, when the IMF was active in South America, there were several decisions invalidating legislation restricting social security rights. For instance, in Colombia the Constitutional Court annulled a statutory provision that increased the age of retirement from 60 to 62.[v] In Argentina, the Constitutional Court has invalidated a pension cutback of 13 percent.[vi] More recently, the Constitutional Courts of Latvia[vii] and Romania[viii] issued similar, well-founded decision invalidating pension cuts. The Constitutional Court of Latvia has explicitly reaffirmed, as in some of its previous judgments[ix], that “the State itself is responsible for the system of social and economic protection (types and amounts of allowances) and its maintenance. This system is dependent on the economic situation in the State and the available resources.” However, “even if the State reduces the pension disbursement amounts for a period of time in a situation of rapid economic recession, there is still a definite body of fundamental rights that the State is not entitled to derogate from.[x] Romania’s Constitutional Court ruled along similar lines, based on its interpretation of article 47 par. 2 of the Constitution, protecting the right to social security. The Court found that “the state has a positive obligation to take all measures necessary to achieve that objective and to refrain from any conduct likely to encroach the right to social security”.
It is noteworthy that the European Commission tacitly recognized in its last Review of the Program the unconstitutionality of the last austerity measures, stating that“important budgetary measures are likely to be challenged in courts, which could lead to the need to fill a fiscal gap emerging as a consequence.”[xi] Oddly, the Commission is not preoccupied by the illegality of the measures, but instead mentions it just as a compelling factor for introducing a new wave of them.
Up until this point, the most disruptive impact of the Memoranda has been at the level of labour law. After all, the deregulation of the latter is one of the structural reforms that the IMF intends to impose on all countries it ‘assists’. The reform (a genuine counter-revolution) comprised a complete annulation or premature termination of all collective labour agreements. Even the national collective agreement has been unilaterally modified, so as to reduce the minimum legal salary. Moreover, the abrogation of the law permitting trade unions to ask for an arbitration award if the employers refused to negotiate wages, in association with the statutory imposed termination of the collective agreements, means practically the end of all collective agreements in the immediate future.
Even with regard to the reform of the public sector, the Memoranda failed to be the ‘handmaiden of change’, as hoped by its proponents. It has imposed a sharp reduction of personnel, which has simply deteriorated the structural problems within the Greek administration. The public agencies that have been terminated by the new legislation were those most needed, such as the Organization of Social Housing and the Public Institute of Geology and Mineral Exploration (IGME), but of which are vital for future investments and the exploitation of physical resources. The gaps in a skewed public administration were accentuated rather than diminished.


[i] M. Perelman,  ‘Sado-Monetarism: The Role of the Federal Reserve System in Keeping Wages Low’. Monthly Review,  63, 2012, at 11.
[ii] “Eurodaemmerung” for P. Krugman. (End this depression now,  Norton, New York, 2012, p. 166 fwd.)
[iii] Article 8 of International Labour Convention no 151 of 1978 states that “[t]he settlement of disputes arising in connection with the determination of terms and conditions of employment shall be sought […] through negotiation between the parties or through independent and impartial machinery”. According to article 5 of the International Labour Convention no 154 of 1981, “[m]easures adapted to national conditions shall be taken to promote collective bargaining”. For its part, the Council of Europe’s European Social Charter of 1961 (revised in 1996) refers to the right to bargain collectively (article 6) and to the right to social security (article 12). The drastic reduction of salaries and pensions (in some cases by more than 35%) are also contrary to the protection of property by article 1 of Protocol of the ECHR. In fact, the concept of property may, in accordance with the relevant ECHR jurisprudence, encompass salaries and social security benefits. Cf. Hellenic Council of State (ΣτΕ), Decision 632/1978.
[iv] See ECHR, Stec and Others v. United Kingdom (decision as to the admissibility)[GC], nos. 65731/01 and 65900/01, παρ.51, ECHR 2005-X. In general, the Court in Strasbourg has found that an agreement with the IMF can not deny protection under the ECHR. See Capital Bank AD v.Bulgaria, no.49429/99, παρ.110-111, ECHR 2005-XII, 24.11.2005.
[v] Decision C-754/04. See S. Clavijo Social Security Reforms in Colombia: Striking Demographic and Fiscal Balances, International Monetary Fund Paper,WP/09/58 2009.
[vi] Decision of 22 August 2003, see IMF, Lessons from the Crisis in Argentina, Prepared by the Policy Development and Review Department In consultation with the other Departments, approved by Timothy Geithner October 8, 2003.
[vii] Decision of 21 December 2009 in the case No. 2009-43-01.
[viii] Decisions no. 872-873 of June 25, 2010, Official Gazette no.433 of June 25, 2010.
[ix] See Paragraph 1 of the Concluding Part of the Constitutional Court Judgment in the Case No. 2001-11-0106 passed on 25 February 2002 and Paragraph 9 of the Judgment in the Case No. 2005-19-01 passed on 22 December 2005
[x] The Court is making reference to the ECtHR Judgment in Case Kjartan Ásmundsson v. Iceland, Application no. 60669/00, passed on 30 March 2005, para. 39.
[xi] EUROPEAN COMMISSION DIRECTORATE GENERAL ECONOMIC AND FINANCIAL AFFAIRS ,  The Second Economic Adjustment Programme for Greece – First Review  November 2012

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Γιώργου Κατρούγκαλου,, Η διαδικασία παραπομπής υπουργών κατά το Σύνταγμα



Γιώργου Κατρούγκαλου, Η «κάλπ(η)ικη λίρα» του παλαιοκομματισμού

Εφημερίδα Συντακτών 18-1-2013

Το πολιτικό προσωπικό της χώρας, τουλάχιστον αυτό που συμμετέχει στην κυβερνητική πλειοψηφία, φαίνεται να έχει χάσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Προχωρά σε σπασμωδικές ενέργειες, τεράστιου πολιτικού κόστους, που δεν αντέχουν στον έλεγχο της κοινής λογικής. Μετά την προκλητική αφαίρεση της πρόβλεψης για φόρο πολυτελείας επί των μεγάλων σκαφών, σε ένα άδικο νομοσχέδιο όπου η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής σημείωσε πολλές αντισυνταγματικότητες,  ακολούθησε η κωμωδία των χειρισμών της λίστας Λαγκάρντ.
Τίποτα δεν προμήνυε τα κωμικοτραγικά του τριημέρου. Το άρθρο 86 του Συντάγματος, που ορίζει τα σχετικά με την ευθύνη των υπουργών, είναι μία άθλια διάταξη από πολλές απόψεις, αλλά στο συγκεκριμένο ζήτημα απαιτεί σαφώς και ολοκάθαρα δύο μόνο πράγματα: μυστικότητα της ψηφοφορίας και αναζήτηση συγκεκριμένης, εξατομικευμένης ποινικής ευθύνης των εμπλεκομένων.  Είχε εφαρμοστεί επανειλημμένα, εντελώς πρόσφατα στην υπόθεση του Βατοπεδίου, με την απλή και προφανή λύση να στηθούν τόσες κάλπες όσα και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Από τη στιγμή που η πλειοψηφία –με την εντελώς ολοφάνερη πρόθεση να προλάβει τυχόν διαρροές- αποφάσισε να αποκλίνει από την πάγια αυτή πρακτική, άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου.
Η αρχική πρόταση της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην Διάσκεψη των Προέδρων, περί τριών καλπών, όπου η ψηφοφορία θα γινόταν ανά κομματική πρόταση, συλλήβδην για όλα τα πρόσωπα, ήταν ολοφάνερα αντισυνταγματική, γιατί δεν εξασφάλιζε την εξατομίκευση της ποινικής ευθύνης: Για παράδειγμα, στην τρίτη κάλπη, όπου, κατά την πρόταση αυτή θα γινόταν η ψηφοφορία επί της πρότασης των Ανεξάρτητων Ελλήνων, όποιος βουλευτής θεωρούσε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο κ. Γ. Παπανδρέου θα έπρεπε αναγκαστικά να παραπέμψει και τον κ. Λ. Παπαδήμο! Χρειάζεται να πούμε ότι μόνον η πολιτική ευθύνη μπορεί να είναι (και) συλλογική, ενώ η ποινική είναι πάντα ατομική;
Ενώπιον του πρόδηλου τερατουργήματος, η πρόταση άλλαξε και τα τρία κόμματα πρότειναν να διεξαχθούν τρεις ψηφοφορίες, όσες και οι προτάσεις των κομμάτων, με ξεχωριστές κάλπες ανά πρόσωπο, θέση που οδηγούσε σε ψηφοφορία σε επτά διαφορετικές κάλπες. Η πρόταση αυτή κάλυπτε την ανάγκη εξατομίκευσης της ευθύνης, αλλά αφενός επιβάρυνε αδικαιολόγητα την διαδικασία, αφετέρου την κομματικοποιούσε αδικαιολόγητα:  αυτό που ενδιαφέρει είναι εάν πρέπει να διερευνηθούν οι ευθύνες του Α υπουργού για το Β αδίκημα, γιατί πρέπει να ξέρουμε ποιος το προτείνει; (Υπενθυμίζω ότι σε αυτή τη φάση δεν πρόκειται για άσκηση ποινικής δίωξης, που απαιτεί συγκεκριμένο κατηγορητήριο, άρα και αυτοτελές σκεπτικό, αλλά απλώς δίδεται η δυνατότητα για την διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών).
Αλλού όμως κρυβόταν η αντισυνταγματικότητα της πρότασης: από τις σκόπιμες διαρροές που ακολούθησαν φαίνεται ότι υπέκρυπτε την εξής σκηνοθεσία: οι βουλευτές της συγκυβέρνησης θα ψήφιζαν στην πρώτη κάλπη, αυτή της κοινής πρότασης τους για την παραπομπή του κ. Παπακωνσταντίνου, και μετά θα αποχωρούσαν! «Δεν μπορεί να υπάρξει υποχρεωτικότητα της ψήφου. Ο κάθε συνάδελφος έχει προσωπική ευθύνη» δήλωνε σχετικά ο κ. Γ. Μεϊμαράκης. Κάτι τέτοιο, όμως, συνιστά κατάφωρη παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας, εφόσον οι βουλευτές που θα αποχωρούσαν, μετά την πρώτη ψηφοφορία, θα ήταν το ίδιο σαν να ψήφιζαν –φανερά!- αρνητικά για όλες τις υπόλοιπες, οι οποίες στην πραγματικότητα είναι επιμέρους στάδια μιας ενιαίας διαδικασίας. Και ναι μεν είναι δικαίωμα κάθε βουλευτή να απέχει από μία ψηφοφορία, αλλά όχι να απέχει επιλεκτικά από αυτή.
Τελικά, μετά την κατακραυγή και τον περίγελο, τα τρία κόμματα κατέληξαν σε αυτό που γινόταν πάντα, σε μία ψηφοφορία με τέσσερις κάλπες, μία ανά πρόσωπο και με τέσσερα ψηφοδέλτια, που θα αναφέρουν τα πρόσωπα και τα αδικήματα για τα οποία προτείνεται η παραπομπή τους. Μένει να δούμε εάν συνετίστηκαν και ως προς το ενδεχόμενο καταστρατήγησης της μυστικότητας της ψηφοφορίας, με το τέχνασμα της διακεκομμένης ψηφοφορίας.
Το πρόβλημα είναι ότι οι συμπεριφορές αυτές δεν πλήττουν μόνο τη σοβαρότητα των δραστών τους. Υπονομεύουν την αξιοπιστία γενικότερα του πολιτικού κόσμου.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Γ. Κατρούγκαλου, Η ανομία, η παρανομία και η υποκρισία


Η ανομία, η παρανομία και η υποκρισία
Ελευθεροτυπία, 15-1-2013

«Και οι πολίται, βεβαίως, δικαιούνται εις παθητικήν αντίστασιν έναντι των αντισυνταγματικών και παρανόμων πράξεων των κρατικών οργάνων, ως είναι αι αυτοβούλως εκδιδόμεναι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου του Υπουργικού Συμβουλίου».

Αρ. Μάνεσης, Πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου Νομοθετικού Περιεχομένου, 1955.

Η κυβέρνηση ακολουθεί το τελευταίο διάστημα μια ψευδεπίγραφη στρατηγική «νόμου και τάξης» με συμβολικές κινήσεις κατά της «ανομίας», όπως η επέμβαση στη «Βίλλα Αμαλία». Οι κινήσεις αυτές δεν αποτελούν απλώς προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινωνίας από τα υπαρξιακά, πλέον, προβλήματα που θέτει ενώπιον της η δραματική επιδείνωση της κρίσης. Ούτε συνιστούν μόνο αντιπερισπασμό, ώστε να συσκοτιστεί η αδυναμία του παλαιοκομματισμού να αυτοκαθαρθεί, μέσω της διερεύνησης ποινικών και πολιτικών ευθυνών του σκανδάλου της λίστας Λαγκάρντ.
Προφανώς, ισχύουν και τα δύο παραπάνω. Η ένταση του αυταρχισμού, όμως αποτελεί πάνω από όλα στρατηγική επιλογή της Νέα Δημοκρατίας. Μέσω αυτής  επιχειρεί αφενός να περιχαρακώσει το χώρο της έναντι της ανερχόμενης επιρροής της Χρυσής Αυγής και αφετέρου να προετοιμάσει το έδαφος για την δυναμική αντιμετώπιση τυχόν αναζωπύρωσης των κοινωνικών αγώνων ανατροπής των μνημονιακών πολιτικών.
Πού το μεμπτό, θα έλεγε κανείς; Όλα τα συντηρητικά κόμματα θα αναγνώριζαν τον εαυτό τους σε παρόμοιες επιλογές. Το βασικό πρόβλημα των πολιτικών αυτών, όμως, είναι ότι στηρίζονται στην υποκρισία. Το χέρι του νόμου έφτασε στη Βίλλα Αμαλία, όχι όμως λίγο παρακάτω, στους παράνομους οίκους ανοχής της οδού Φυλής, ούτε στα δίκτυα πώλησης ναρκωτικών των παράπλευρων δρόμων. Σε άλλο επίπεδο, κατεστραμμένοι έμποροι που δεν απέδωσαν ΦΠΑ, οδηγούνται στις φυλακές, μαζί με λίγες συμβολικές «διασημότητες» των τηλεπαραραθύρων. Κανείς όμως δεν έχει αγγίξει μέχρι σήμερα τον πυρήνα των ισχυρών οικονομικών ελίτ, οι οποίες μαζί με τα συστημικά ΜΜΕ και τον παλαιοκομματισμό συνεχίζουν να κυβερνούν, όπως πριν,  τη χώρα.
Η «μηδενική ανοχή» δεν αφορά τους φοροφυγάδες της λίστας Λαγκάρντ και των άλλων λιστών που λιμνάζουν στα χέρια των διωκτικών αρχών. Η διαπλοκή συνεχίζει να τους προστατεύει. Για αυτό το λόγο πρέπει να κατασκευαστούν φαντάσματα και ανεμόμυλοι για τις επιθέσεις του οργουελικού Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Η κατάληψη της «Βίλλας Αμαλίας» εμφανίζεται ως το αποκορύφωμα της ανομίας, ενώ δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από παρόμοια κοινωνικά πειράματα που άνθησαν (αν και συχνά έσβησαν) σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Από το 1971 μέχρι σήμερα, για παράδειγμα, στην Χριστιάνια της Κοπεγχάγης μια ολόκληρη γειτονιά, πρώην στρατιωτική βάση, αποτελεί μια τεράστια «Βίλλα Αμαλία», με το δικό της νόμισμα και τις δικές της αυτοδιαχειριζόμενες «υπηρεσίες». Η δανέζικη αστυνομία την αφήνει στην ησυχία της όχι γιατί δεν μπορεί να την διαλύσει, αλλά γιατί δεν υπάρχει λόγος για αυτό. Το πολιτικοκοινωνικό σύστημα δεν κινδυνεύει από παρόμοιες νησίδες αντικουλτούρας και ο νομικός μας πολιτισμός ανέχεται την διαφορετικότητα.
Η χειρότερη υποκρισία όμως έγκειται στο γεγονός ότι οι υποτιθέμενοι πολέμιοι της ανομίας είναι πλήρως υπεύθυνοι για τη μεγαλύτερη παρανομία σε μια συντεταγμένη πολιτεία, τη συστηματική καταστρατήγηση του Συντάγματος. Τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα έχουν καταρρακωθεί. Η Βουλή νομοθετεί καθ’υπαγόρευση της Τρόικας, ακόμη και για λεπτομέρειες, όπως, π.χ., εάν οι δόσεις αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών θα είναι εξήντα ή σαρανταοκτώ. Και αυτό συμβαίνει τις σπάνιες φορές που νομοθετεί, γιατί οι βασικές ρυθμίσεις θεσπίζονται πλέον ερήμην της, με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, που έχουν καταστεί ο βασικός τρόπος νομοθέτησης, για να μην υπάρχει ούτε ο στοιχειώδης δημόσιος διάλογος.
Με τη «λαθραία» αυτή διαδικασία των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου (για να δανειστώ την έκφραση του Αρ. Μάνεση) εγκρίθηκε ως σχέδιο και η τρίτη κατά σειρά δανειακή σύμβαση, η οποία ενσωματώνει και αυτή την διαβόητη ρήτρα παραίτησης από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας για όλη τη δημόσια περιουσία. Καμιά από τις τρεις αυτές δανειακές συμβάσεις (του πρώτου, δεύτερου και τρίτου μνημονίου) δεν κυρώθηκε σύμφωνα με το Σύνταγμα. Η πρώτη κατατέθηκε προς κύρωση, αλλά μετά αποσύρθηκε, η δεύτερη και η τρίτη ψηφίστηκαν ως σχέδιο, δεν ήρθαν όμως ποτέ υπογραμμένες για κύρωση στη Βουλή, όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος.
Ο Αρ. Μάνεσης μας θυμίζει την υποχρέωση κάθε πολίτη απέναντι στην παρανομία των κρατικών οργάνων: Αντίσταση! 

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Συνέντευξη Γιώργου Κατρούγκαλου στην Εφημερίδα "Εποχή"



Η λίστα Λαγκάρντ και οι ποινικές ευθύνες ή όχι του Γ. Παπακωνσταντίνου είναι το θέμα της περασμένης εβδομάδας. Πόσο ουσιώδες είναι;
Το ουσιώδες ζήτημα δεν είναι κυρίως η έκβαση της ποινικής αντιδικίας γύρω από τη λίστα Λαγκάρντ, αλλά η πλήρης διαλεύκανση της διαπλοκής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, τόσο στην ποινική όσο και την πολιτική της διάσταση. Μάλιστα, ο σχετικός θόρυβος υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά από τα ουσιώδη προβλήματα της περιόδου, την όξυνση της κρίσης και την ανεργία. Άλλωστε, τα υπό κρίση αδικήματα είναι πλημμεληματικής μορφής ενώ την τελευταία τριετία έχουν γίνει σημεία και τέρατα στην Ελλάδα και σε σχέση με την παραβίαση του Συντάγματος και σε σχέση με την ποινική ευθύνη που απορρέει από άλλες, σοβαρότερες παράνομες πράξεις. Αυτό δεν σημαίνει, ότι πρέπει να συγκαλυφθούν οι πραγματικές ευθύνες που υπάρχουν, αλλά ότι δεν πρέπει να επιτραπεί υτή η υπόθεση να συσκοτίσει όλα τα υπόλοιπα.
Το αδίκημα έχει παραγραφεί;
Κατά τη γνώμη μου δεν έχει παραγραφεί, δεν έχει εκπνεύσει η σχετική αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση της ποινικής δίωξης. Το Σύνταγμα προβλέπει ότι θα πρέπει να ασκηθεί αυτή το αργότερο στη δεύτερη σύνοδο της επόμενης βουλευτικής περιόδου, δηλαδή τον δεύτερο χρόνο της επόμενης Βουλής από αυτή κατά την οποία φέρεται ότι έχουν τελεσθεί τα αδικήματα. Θέλει, επομένως, το Σύνταγμα να υπάρχουν τουλάχιστον δύο χρόνια ζωής της βουλής για να μπορέσει να ασκηθεί η ποινική δίωξη. Η Βουλή που προέκυψε το Μάιο είχε μόνο μια σύνοδο και αυτή κολοβή, δύο ημερών. Εφόσον δεν υπήρξαν δύο σύνοδοι σε αυτή τη βουλευτική περίοδο, η άποψή μου είναι ότι δεν έχει συντελεστεί η εκπνοή της αποσβεστικής προθεσμίας, άρα δεν έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο.
Έχει ανοίξει μεγάλη συζήτηση για το αν ο Γ. Παπακωνσταντίνου πρέπει να είναι ο μόνος εναντίον του οποίου θα ασκηθεί η δίωξη. Ποια η γνώμη σας;
Πιστεύω ότι στο κάδρο δεν θα πρέπει να μπει μόνο ο υπουργός που διαχειρίστηκε αρχικά τη λίστα αλλά και οι μεταγενέστεροι υπουργοί οικονομικών, γιατί ουσιαστικά αυτή η λίστα ήταν άφαντη για διάστημα δύο χρόνων. Ενδεχομένως, ο μόνος ο οποίος δεν έχει ευθύνη για το χειρισμό της είναι ο Γ. Στουρνάρας, στον οποίο δεν μπορεί να καταλογιστεί αδράνεια. Όλοι οι προηγούμενοι έχουν οπωσδήποτε σαφέστατη πολιτική ευθύνη. Η  αδράνεια, όμως, παρακολούθησης της πορείας της λίστας δημιουργεί και ζητήματα ενδεχόμενης ποινικής ευθύνης που πρέπει να διερευνηθούν. Σε αυτή τη φάση, άλλωστε, που είμαστε τώρα η Βουλή δεν θα ασκήσει ποινική δίωξη. Συστήνει μια επιτροπή, ώστε στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης να διαλευκανθεί το τι συμβαίνει. Και αυτό είναι απαραίτητο διότι το σύνταγμα προβλέπει ότι ούτε καν προκαταρκτική εξέταση δεν μπορεί να διεξαχθεί σε βάρος υπουργού χωρίς την άδεια της βουλής. Άρα, αν θέλουμε να γνωρίζουμε εάν υπήρξαν και σχετικές ποινικές ευθύνες (όπως, για παράδειγμα, σκόπιμη συγκάλυψη που συνιστά παράβαση καθήκοντος) θα πρέπει να γίνει προανακριτική εξέταση με ευρεία εντολή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει ζήτημα δίωξης –εκτός του πρώην υπουργού Οικονομικών Ευ. Βενιζέλου- και του Γ. Παπανδρέου, ως πρωθυπουργού και άρα συνυπεύθυνου…
Από όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα δεν υφίσταται άμεση εμπλοκή του πρώην πρωθυπουργού στο χειρισμό της λίστας. Η πολιτική ευθύνη είναι δεδομένη, όμως δεν φαίνεται στη φάση αυτή να προκύπτουν στοιχεία ποινικής υφής. Εάν προκύψουν παρόμοια στοιχεία, μπορεί η ποινική δίωξη να ασκηθεί αργότερα.
Αν τελικά η απόφαση είναι ότι έχει παραγραφεί το αδίκημα. Τότε τι μπορεί να γίνει στο πλαίσιο της ποινικής δικαιοσύνης;
Υπάρχει μια άποψη ότι αν παραγραφεί το αδίκημα της νόθευσης εγγράφου, αυτό θα μπορούσε να εξεταστεί από την κοινή ποινική δικαιοσύνη, διότι μόνο τα αδικήματα που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση του υπουργικού αξιώματος έχουν την ειδική μεταχείριση του άρθρου 86 του συντάγματος. Αν για παράδειγμα ο υπουργός Οικονομικών, στο πλαίσιο της ομιλίας του στη Βουλή για το προϋπολογισμό, συκοφαντήσει έναν βουλευτή αυτή η πράξη, παρότι συνδέεται χρονικά με την άσκηση των καθηκόντων, δεν συνδέεται οργανικά. Αυτή, λοιπόν, η πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης θα δικαστεί από τα κοινά ποινικά δικαστήρια, χωρίς να απαιτείται η άδεια της Βουλής.
Απ’ ότι αντιλαμβάνομαι η κατηγορία της παράβασης καθήκοντος απαιτεί την έγκριση της βουλής, ενώ άλλες κατηγορίες όπως η πλαστογραφία όχι.
Tο κρίσιμο νομικά θέμα είναι εάν το αδίκημα συνδέεται στενά με την άσκηση των καθηκόντων του υπουργού. Κατά τη γνώμη μου, η νόθευση εγγράφου, έτσι όπως φέρεται ότι έγινε, συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων του εμπλεκόμενου υπουργού, από την άποψη ότι η λίστα Λαγκάρντ ήταν ένα δημόσιο έγγραφο, το οποίο στο πλαίσιο των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του επί του ΣΔΟΕ, ήταν αρμόδιος να παρακολουθεί. Επομένως, πιστεύω ότι δεν πρόκειται να φτάσει στην ποινική τακτική δικαιοσύνη ούτε η υπόθεση της νόθευσης εγγράφου γιατί εμπίπτει στην ειδική δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86.
Πάντως, ότι και να συμβεί το σίγουρο είναι ότι η συζήτηση για τη λίστα Λαγκάρντ άλλαξε την ημερήσια διάταξη, όπως είπατε και στην αρχή…
Όλη αυτή η συζήτηση συνεχίζει την υπονόμευση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Όμως, μπορεί να αποτελέσει έναν θετικό παράγοντα γιατί δείχνει τα όρια και τη σήψη του παλιού και την ανάγκη να υπάρχει κάτι ριζοσπαστικά καινούριο. 
Η επίκληση της δικαιοσύνης από κυβερνητικά στελέχη είναι αντιφατική σε σχέση με τη στάση της κυβέρνησης απέναντι σε αποφάσεις δικαστηρίου, σε ζητήματα όπως το χαράτσι ή η διαθεσιμότητα.
Έχουμε μια γενική περιφρόνηση της τυπικής νομιμότητας. Έχουμε ξανασυζητήσει, για παράδειγμα, το γεγονός ότι και οι τρεις δανειακές συμβάσεις δεν ήρθαν ποτέ στη Βουλή. Αυτό αποτελεί μια ακόμη πλευρά του κενού πολιτικής νομιμοποίησης του συστήματος, που υπονομεύει περαιτέρω τα όρια αντοχής του πολιτικού συστήματος.
Έχει περιθώρια αντοχής;
Η άποψή μου είναι πως όχι. Από την άλλη μεριά, δεν  μπορώ να αποκλείσω αυτό να μην ανατραπεί, αλλά απλώς να καταρρεύσει από σήψη. Αυτό δεν είναι αισιόδοξη προοπτική γιατί το κενό πολιτικής που προκύπτει σε παρόμοιες περιπτώσεις συνήθως το καλύπτουν υποκατάστατα ακροδεξιάς προέλευσης. Η βασική ελπίδα είναι η συνειδητοποίηση και η άνοδος του μαζικού κοινωνικού κινήματος να οδηγήσει σε μια ρεαλιστική, βιώσιμη και ριζοσπαστική εναλλακτική λύση.
Έχετε δηλώσει ότι καλό θα ήταν η επόμενη Βουλή να είναι συντακτική και όχι αναθεωρητική. Ειδικά αυτή την περίοδο που αλλάζουν οι νόμοι εις βάρος του λαού, θα ήταν συμφέρουσα μια συντακτική βουλή από την οποία ενδεχομένως θα προέκυπτε ένα Σύνταγμα ακόμα πιο συντηρητικό και αντιλαϊκό;
Αυτό είναι πολύ πιθανό, ιδίως εάν ξεκινήσει η διαδικασία της αναθεώρησης από την παρούσα πλειοψηφία της Βουλής, η οποία δεν μπορεί να δώσει τίποτα θετικό. Γι’ αυτό κάνω λόγο για συντακτική βουλή, ώστε τον πρώτο λόγο να τον έχει ο λαός.


ΕΝΘΕΤΟ

Η αλλαγή του εκλογικού νόμου είναι και πάλι στην επικαιρότητα, με τη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ να προτείνουν την εφαρμογή απλής αναλογικής, ένα πάγιο αίτημα της αριστεράς. Ποια η γνώμη σας;
Από θέση αρχής είμαι υπέρ της απλής, άδολης, ανόθευτης απλής αναλογικής. Ενδεχομένως αυτοί που την προτείνουν σήμερα να έχουν ως δεύτερη σκέψη να ανακόψουν την εκλογική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ, αποκόπτοντάς τον ταυτόχρονα από ενδεχόμενες συμμαχίες. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η πάγια θέση της αριστεράς για απλή αναλογική πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Στο τραπέζι έχουν πέσει και άλλες ιδέες όπως η μετατροπή όλων των εδρών σε μονοεδρικές ή το μπόνους των εδρών να πηγαίνει και στα ενδεχόμενα συμμαχικά κυβερνητικά σχήματα.
Για να τοποθετηθεί κανείς σε αυτά θα πρέπει να δει το σχέδιο νόμου. Κατ’ αρχάς οι μονοεδρικές περιφέρειες με βρίσκουν προσωπικά αντίθετο γιατί ιστορικά έχουν δείξει, στις αγγλοσαξονικές ιδίως χώρες που κυρίως εφαρμόζονται, μια τάση περιθωριοποίησης των μικρότερων πολιτικών σχηματισμών. Δεν είμαι, ωστόσο, βέβαιος ότι το πολιτικό σύστημα θέλει να δοκιμάσει την τύχη του με ένα τέτοιο εκλογικό σύστημα, γιατί θα ευνοηθεί ένας διπολισμός που στη μια του μεριά έχει μια εκδοχή, δυνάμει τουλάχιστον, ριζοσπαστικής αριστεράς. Σε σχέση με το άλλο σενάριο, το να δίνεται το μπόνους σ’ ένα συνασπισμό κομμάτων, που έχει ανακοινωθεί προεκλογικά, δεν έχει πρόβλημα συνταγματικής τάξης. Το να δίνεται, όμως, με βάση την εκ των υστέρων απόφαση ορισμένων κομμάτων να συνεργαστούν, είναι σαφέστατα αντισυνταγματικό γιατί αποσυνδέει την κατανομή των εδρών από την ψήφο που έχει δοθεί στις εκλογές. Πρόκειται για καθαρή αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος.


Εποχή, 5-6/1/2013

Δήλωση Γιώργου Κατρούγκαλου ενόψει των δικών κατά των μελών του Κινήματος "Δεν Πληρώνω"


Δήλωση του καθηγητή Γιώργου Κατρούγκαλου εν όψει των δικών κατά των μελών της κίνησης «Δεν Πληρώνω»


Όπως έχει κριθεί (ενδεικτικά ΑΠ 944/1998, ΝοΒ 1998.551), το έγκλημα της διεγέρσεως σε απείθεια κατά των νόμων ή των   διαταγμάτων ή εναντίον άλλων νομίμων διαταγών της αρχής, το οποίο   προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 183 κ.ε. ΠΚ, περιλαμβάνεται στο έκτο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, που φέρει τον τίτλο "επιβουλή της δημόσιας τάξης" και προσβάλλει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Συνεπώς, το προστατευόμενο από τις διατάξεις αυτές έννομο αγαθό είναι η δημόσια τάξη. Οι ποινικές αυτές ρυθμίσεις θα πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ιδίως ενόψει των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος του συνέρχεσθαι.
Συνεπώς, στην περίπτωση όσων συμμετέχουν σε μη βίαιες, συλλογικές κινήσεις έμπρακτης αμφισβήτησης της συνταγματικότητας κρατικών αποφάσεων,  όπως τα μέλη του  «Κινήματος δεν πληρώνω», δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, εφόσον δεν υφίσταται εκ μέρους τους δόλος για την επιβουλή της δημόσιας τάξης. Άλλωστε, και το άρθρο 120 παρ.2  του Συντάγματος επιβάλλει  ως θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων το «σεβασμό στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό», όχι των αντισυνταγματικών νόμων ή αποφάσεων. Η δε συνταγματικότητα της επιβολής υψηλού αντίτιμου διοδίων, ελέγχεται όχι μόνο με βάση την θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας, αλλά και υπό το φως της πρωταρχικής ελευθερίας κίνησης, ιδίως προκειμένου για έργα στάσιμα ή ημιτελή.
Διαφορετική αντιμετώπιση παρόμοιων συλλογικών κινήσεων αμφισβήτησης, δημιουργεί τον κίνδυνο διολίσθησης στο ποινικό δίκαιο της προ-προληπτικής καταστολής και της τιμωρίας της ριζοσπαστικοποίησης, εξέλιξη που θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη του Κράτους Δικαίου στη χώρα μας.

Αθήνα, 7-1-2013
Γιώργος Κατρούγκαλος
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου ΔΠΘ

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Γ. Κατρούγκαλου, Η ποινική δίωξη των εμπλεκομένων στη λίστα Λαγκάρντ


Γιατί δεν υπάρχει παραγραφή
Εφημερίδα Συντακτών, 31/12/2012 
Στην χώρα μας το αποτελεσματικότερο μέσο πλουτισμού υπήρξε ανέκαθεν η νομή των δημοσίων πόρων, μέσω της διαπλοκής οικονομικών ελίτ και πολιτικής εξουσίας. Αναμενόμενο είναι, λοιπόν, τα κρούσματα πολιτικής διαφθοράς να είναι πολλά. Παρόλα αυτά ο κανόνας παραμένει η ατιμωρησία τους, πράγμα που επιδεινώνει δραματικά τη γενικευμένη έλλειψη αξιοπιστίας του πολιτικού προσωπικού, αλλά και την εν γένει κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Στη διαιώνιση της νοσηρής αυτής κατάστασης συντελεί ιδιαίτερα και το αμαρτωλό άρθρο 86 του Συντάγματος, το οποίο δυσχεραίνει ιδιαίτερα την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των υπουργών, παρά την αναθεώρηση του το 2001.
Αντιθέτως, στα πολιτεύματα με έντονο το δημοκρατικό στοιχείο, η ποινική δίωξη σε βάρος των υπουργών δεν διαφέρει ουσιωδώς από την κοινή ποινική διαδικασία, αν  και η εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων ανατίθεται συνήθως σε ειδικό όργανο και όχι στα τακτικά ποινικά δικαστήρια. Ανάλογες ήταν οι ρυθμίσεις ήδη των γαλλικών επαναστατικών συνταγμάτων του 1791  και 1795, αλλά και των συνταγμάτων της ελληνικής επανάστασης. Άλλωστε, ο εντονότερος ιστορικά «ποινικός» έλεγχος της πολιτικής ζωής ήταν αυτός της κλασσικής Αθηναϊκής Δημοκρατίας: η «αμελίου δίκη», η «απογραφής γραφή», η «δεκασμού γραφή», η «δωροξενίας γραφή», η «γραφή καταλύσεως δήμου», η «γραφή παρανόμων» αφορούσαν ύλες πολιτικά αδικήματα ή εγκλήματα πολιτικών αξιωματούχων. Και στη σύγχρονη εποχή, αρκετές έννομες τάξεις επιφυλάσσουν την κίνηση της ποινικής δίωξης στις κοινές διωκτικές αρχές. (Έτσι τα Συντάγματα της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας).
Αντιθέτως, το  ελληνικό Σύνταγμα όχι μόνον προβλέπει μία ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία (την οποία επιβάρυναν ακόμη περισσότερο οι σχετικοί νόμοι περί ευθύνης των υπουργών 3126/2003 και 3961/2011), αλλά και καθιερώνει χρονικά ασφυκτικό πλαίσιο (‘αποσβεστική προθεσμία’) για την άσκηση της ποινικής δίωξης. Συγκεκριμένα, μετά την αναθεώρηση του 2001, ρητά ορίζεται στο Σύνταγμα ότι η Βουλή μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη «μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος.»
Στην προκειμένη περίπτωση (όπως είχα ήδη υποστηρίξει σε ανύποπτο χρόνο, σε σχετικό σχόλιο στην εφημερίδα  Real News της 13-5-2012), η διάλυση της Βουλής που προήλθε από τις εκλογές του Μαΐου δεν συνεπάγεται την εξάλειψη του αξιόποινου όσων αδικημάτων είχαν τελεσθεί κατά την προηγούμενη βουλευτική περίοδο (2009-2012). Και τούτο διότι, απλούστατα, η εν λόγω Βουλή δεν είχε δύο  βουλευτικές συνόδους, αλλά μόνο μία, λίγων μάλιστα ημερών.
Εφόσον λοιπόν δεν υπήρξε «δεύτερη τακτική σύνοδος», όπως ρητά επιτάσσει το Σύνταγμα, η σχετική αρμοδιότητα για την άσκηση ποινικής δίωξης μπορεί να ασκηθεί από την τρέχουσα Βουλή. Στην ερμηνευτική αυτή εκδοχή δεν οδηγεί μόνο η γραμματική διατύπωση του άρθρου 86 αλλά και τα εξής πρόσθετα επιχειρήματα: Πρώτον, είναι πρόδηλο ότι η πρόβλεψη του αναθεωρητικού νομοθέτη να μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη και από την δεύτερη σύνοδο της επόμενης Βουλής (σε αντίθεση με την προηγούμενη ρύθμιση, κατά την οποία αυτό έπρεπε να γίνει κατά την πρώτη και μόνο σύνοδο) αποσκοπεί στο να υπάρξει αρκετός χρόνος για την ψύχραιμη και αντικειμενική διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών των απελθόντων υπουργών.
Δεύτερο, και σημαντικότερο, θα πρέπει να ερμηνευθεί η συγκεκριμένη διάταξη υπό το φως των θεμελιωδών συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου και της ισότητας. Καμιά από τις δύο αυτές αρχές δεν ανέχεται η ειδική ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των υπουργών να άγει στην ατιμωρησία τους, με την πρόβλεψη εξωφρενικά σύντομων παραγραφών ή αποσβεστικών προθεσμιών.
Επί της ουσίας της υπόθεσης πρέπει να πω το αυτονόητο, ότι δηλαδή η διερεύνηση των ποινικών ευθυνών δεν πρέπει να σταματήσει στον προφανή αποδιοπομπαίο τράγο, αλλά να φτάσει σε βάθος, διερευνώντας το ρόλο όλων των εμπλεκόμενων πολιτικών.





Γ. Κατρούγκαλου, Συνέντευξη για τις νομικές και πολιτικές πλευρές της "λίστας Λαγκάρντ"


Εφημερίδα "Εποχή/', 5-6/1/2013

Η λίστα Λαγκάρντ και οι ποινικές ευθύνες ή όχι του Γ. Παπακωνσταντίνου είναι το θέμα της περασμένης εβδομάδας. Πόσο ουσιώδες είναι;
Το ουσιώδες ζήτημα δεν είναι κυρίως η έκβαση της ποινικής αντιδικίας γύρω από τη λίστα Λαγκάρντ, αλλά η πλήρης διαλεύκανση της διαπλοκής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, τόσο στην ποινική όσο και την πολιτική της διάσταση. Μάλιστα, ο σχετικός θόρυβος υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά από τα ουσιώδη προβλήματα της περιόδου, την όξυνση της κρίσης και την ανεργία. Άλλωστε, τα υπό κρίση αδικήματα είναι πλημμεληματικής μορφής ενώ την τελευταία τριετία έχουν γίνει σημεία και τέρατα στην Ελλάδα και σε σχέση με την παραβίαση του Συντάγματος και σε σχέση με την ποινική ευθύνη που απορρέει από άλλες, σοβαρότερες παράνομες πράξεις. Αυτό δεν σημαίνει, ότι πρέπει να συγκαλυφθούν οι πραγματικές ευθύνες που υπάρχουν, αλλά ότι δεν πρέπει να επιτραπεί αυτή η υπόθεση να συσκοτίσει όλα τα υπόλοιπα.
Το αδίκημα έχει παραγραφεί;
Κατά τη γνώμη μου δεν έχει παραγραφεί, δεν έχει εκπνεύσει η σχετική αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση της ποινικής δίωξης. Το Σύνταγμα προβλέπει ότι θα πρέπει να ασκηθεί αυτή το αργότερο στη δεύτερη σύνοδο της επόμενης βουλευτικής περιόδου, δηλαδή τον δεύτερο χρόνο της επόμενης Βουλής από αυτή κατά την οποία φέρεται ότι έχουν τελεσθεί τα αδικήματα. Θέλει, επομένως, το Σύνταγμα να υπάρχουν τουλάχιστον δύο χρόνια ζωής της βουλής για να μπορέσει να ασκηθεί η ποινική δίωξη. Η Βουλή που προέκυψε το Μάιο είχε μόνο μια σύνοδο και αυτή κολοβή, δύο ημερών. Εφόσον δεν υπήρξαν δύο σύνοδοι σε αυτή τη βουλευτική περίοδο, η άποψή μου είναι ότι δεν έχει συντελεστεί η εκπνοή της αποσβεστικής προθεσμίας, άρα δεν έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο.
Έχει ανοίξει μεγάλη συζήτηση για το αν ο Γ. Παπακωνσταντίνου πρέπει να είναι ο μόνος εναντίον του οποίου θα ασκηθεί η δίωξη. Ποια η γνώμη σας;
Πιστεύω ότι στο κάδρο δεν θα πρέπει να μπει μόνο ο υπουργός που διαχειρίστηκε αρχικά τη λίστα αλλά και οι μεταγενέστεροι υπουργοί οικονομικών, γιατί ουσιαστικά αυτή η λίστα ήταν άφαντη για διάστημα δύο χρόνων. Ενδεχομένως, ο μόνος ο οποίος δεν έχει ευθύνη για το χειρισμό της είναι ο Γ. Στουρνάρας, στον οποίο δεν μπορεί να καταλογιστεί αδράνεια. Όλοι οι προηγούμενοι έχουν οπωσδήποτε σαφέστατη πολιτική ευθύνη. Η  αδράνεια, όμως, παρακολούθησης της πορείας της λίστας δημιουργεί και ζητήματα ενδεχόμενης ποινικής ευθύνης που πρέπει να διερευνηθούν. Σε αυτή τη φάση, άλλωστε, που είμαστε τώρα η Βουλή δεν θα ασκήσει ποινική δίωξη. Συστήνει μια επιτροπή, ώστε στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης να διαλευκανθεί το τι συμβαίνει. Και αυτό είναι απαραίτητο διότι το σύνταγμα προβλέπει ότι ούτε καν προκαταρκτική εξέταση δεν μπορεί να διεξαχθεί σε βάρος υπουργού χωρίς την άδεια της βουλής. Άρα, αν θέλουμε να γνωρίζουμε εάν υπήρξαν και σχετικές ποινικές ευθύνες (όπως, για παράδειγμα, σκόπιμη συγκάλυψη που συνιστά παράβαση καθήκοντος) θα πρέπει να γίνει προανακριτική εξέταση με ευρεία εντολή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει ζήτημα δίωξης –εκτός του πρώην υπουργού Οικονομικών Ευ. Βενιζέλου- και του Γ. Παπανδρέου, ως πρωθυπουργού και άρα συνυπεύθυνου…
Από όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα δεν υφίσταται άμεση εμπλοκή του πρώην πρωθυπουργού στο χειρισμό της λίστας. Η πολιτική ευθύνη είναι δεδομένη, όμως δεν φαίνεται στη φάση αυτή να προκύπτουν στοιχεία ποινικής υφής. Εάν προκύψουν παρόμοια στοιχεία, μπορεί η ποινική δίωξη να ασκηθεί αργότερα.
Αν τελικά η απόφαση είναι ότι έχει παραγραφεί το αδίκημα. Τότε τι μπορεί να γίνει στο πλαίσιο της ποινικής δικαιοσύνης;
Υπάρχει μια άποψη ότι αν παραγραφεί το αδίκημα της νόθευσης εγγράφου, αυτό θα μπορούσε να εξεταστεί από την κοινή ποινική δικαιοσύνη, διότι μόνο τα αδικήματα που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση του υπουργικού αξιώματος έχουν την ειδική μεταχείριση του άρθρου 86 του συντάγματος. Αν για παράδειγμα ο υπουργός Οικονομικών, στο πλαίσιο της ομιλίας του στη Βουλή για το προϋπολογισμό, συκοφαντήσει έναν βουλευτή αυτή η πράξη, παρότι συνδέεται χρονικά με την άσκηση των καθηκόντων, δεν συνδέεται οργανικά. Αυτή, λοιπόν, η πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης θα δικαστεί από τα κοινά ποινικά δικαστήρια, χωρίς να απαιτείται η άδεια της Βουλής.
Απ’ ότι αντιλαμβάνομαι η κατηγορία της παράβασης καθήκοντος απαιτεί την έγκριση της βουλής, ενώ άλλες κατηγορίες όπως η πλαστογραφία όχι.
Tο κρίσιμο νομικά θέμα είναι εάν το αδίκημα συνδέεται στενά με την άσκηση των καθηκόντων του υπουργού. Κατά τη γνώμη μου, η νόθευση εγγράφου, έτσι όπως φέρεται ότι έγινε, συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων του εμπλεκόμενου υπουργού, από την άποψη ότι η λίστα Λαγκάρντ ήταν ένα δημόσιο έγγραφο, το οποίο στο πλαίσιο των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του επί του ΣΔΟΕ, ήταν αρμόδιος να παρακολουθεί. Επομένως, πιστεύω ότι δεν πρόκειται να φτάσει στην ποινική τακτική δικαιοσύνη ούτε η υπόθεση της νόθευσης εγγράφου γιατί εμπίπτει στην ειδική δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86.
Πάντως, ότι και να συμβεί το σίγουρο είναι ότι η συζήτηση για τη λίστα Λαγκάρντ άλλαξε την ημερήσια διάταξη, όπως είπατε και στην αρχή…
Όλη αυτή η συζήτηση συνεχίζει την υπονόμευση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Όμως, μπορεί να αποτελέσει έναν θετικό παράγοντα γιατί δείχνει τα όρια και τη σήψη του παλιού και την ανάγκη να υπάρχει κάτι ριζοσπαστικά καινούριο. 
Η επίκληση της δικαιοσύνης από κυβερνητικά στελέχη είναι αντιφατική σε σχέση με τη στάση της κυβέρνησης απέναντι σε αποφάσεις δικαστηρίου, σε ζητήματα όπως το χαράτσι ή η διαθεσιμότητα.
Έχουμε μια γενική περιφρόνηση της τυπικής νομιμότητας. Έχουμε ξανασυζητήσει, για παράδειγμα, το γεγονός ότι και οι τρεις δανειακές συμβάσεις δεν ήρθαν ποτέ στη Βουλή. Αυτό αποτελεί μια ακόμη πλευρά του κενού πολιτικής νομιμοποίησης του συστήματος, που υπονομεύει περαιτέρω τα όρια αντοχής του πολιτικού συστήματος.
Έχει περιθώρια αντοχής;
Η άποψή μου είναι πως όχι. Από την άλλη μεριά, δεν  μπορώ να αποκλείσω αυτό να μην ανατραπεί, αλλά απλώς να καταρρεύσει από σήψη. Αυτό δεν είναι αισιόδοξη προοπτική γιατί το κενό πολιτικής που προκύπτει σε παρόμοιες περιπτώσεις συνήθως το καλύπτουν υποκατάστατα ακροδεξιάς προέλευσης. Η βασική ελπίδα είναι η συνειδητοποίηση και η άνοδος του μαζικού κοινωνικού κινήματος να οδηγήσει σε μια ρεαλιστική, βιώσιμη και ριζοσπαστική εναλλακτική λύση.
Έχετε δηλώσει ότι καλό θα ήταν η επόμενη Βουλή να είναι συντακτική και όχι αναθεωρητική. Ειδικά αυτή την περίοδο που αλλάζουν οι νόμοι εις βάρος του λαού, θα ήταν συμφέρουσα μια συντακτική βουλή από την οποία ενδεχομένως θα προέκυπτε ένα Σύνταγμα ακόμα πιο συντηρητικό και αντιλαϊκό;
Αυτό είναι πολύ πιθανό, ιδίως εάν ξεκινήσει η διαδικασία της αναθεώρησης από την παρούσα πλειοψηφία της Βουλής, η οποία δεν μπορεί να δώσει τίποτα θετικό. Γι’ αυτό κάνω λόγο για συντακτική βουλή, ώστε τον πρώτο λόγο να τον έχει ο λαός.


ΕΝΘΕΤΟ

Η αλλαγή του εκλογικού νόμου είναι και πάλι στην επικαιρότητα, με τη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ να προτείνουν την εφαρμογή απλής αναλογικής, ένα πάγιο αίτημα της αριστεράς. Ποια η γνώμη σας;
Από θέση αρχής είμαι υπέρ της απλής, άδολης, ανόθευτης απλής αναλογικής. Ενδεχομένως αυτοί που την προτείνουν σήμερα να έχουν ως δεύτερη σκέψη να ανακόψουν την εκλογική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ, αποκόπτοντάς τον ταυτόχρονα από ενδεχόμενες συμμαχίες. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η πάγια θέση της αριστεράς για απλή αναλογική πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Στο τραπέζι έχουν πέσει και άλλες ιδέες όπως η μετατροπή όλων των εδρών σε μονοεδρικές ή το μπόνους των εδρών να πηγαίνει και στα ενδεχόμενα συμμαχικά κυβερνητικά σχήματα.
Για να τοποθετηθεί κανείς σε αυτά θα πρέπει να δει το σχέδιο νόμου. Κατ’ αρχάς οι μονοεδρικές περιφέρειες με βρίσκουν προσωπικά αντίθετο γιατί ιστορικά έχουν δείξει, στις αγγλοσαξονικές ιδίως χώρες που κυρίως εφαρμόζονται, μια τάση περιθωριοποίησης των μικρότερων πολιτικών σχηματισμών. Δεν είμαι, ωστόσο, βέβαιος ότι το πολιτικό σύστημα θέλει να δοκιμάσει την τύχη του με ένα τέτοιο εκλογικό σύστημα, γιατί θα ευνοηθεί ένας διπολισμός που στη μια του μεριά έχει μια εκδοχή, δυνάμει τουλάχιστον, ριζοσπαστικής αριστεράς. Σε σχέση με το άλλο σενάριο, το να δίνεται το μπόνους σ’ ένα συνασπισμό κομμάτων, που έχει ανακοινωθεί προεκλογικά, δεν έχει πρόβλημα συνταγματικής τάξης. Το να δίνεται, όμως, με βάση την εκ των υστέρων απόφαση ορισμένων κομμάτων να συνεργαστούν, είναι σαφέστατα αντισυνταγματικό γιατί αποσυνδέει την κατανομή των εδρών από την ψήφο που έχει δοθεί στις εκλογές. Πρόκειται για καθαρή αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος.

G. Katrougalos, La dette grecque à la lumière du droit constitutionnel et du droit international


 La dette grecque à la lumière du droit constitutionnel et du droit international

(Présentation au séminaire du Comité pour l'Annullation de Dette du Tiers Monde, Bruxelles, 22-11-2012)




A – La crise grecque, ses origines, ses causes et ses prétendus remèdes, les « mémorandums »
La crise grecque est le produit de trois facteurs convergents :
a) la crise généralisée du capitalisme néolibéral, en raison de l’échec systématique de la dérèglementation financière et de la « libéralisation » du travail ;
b) la construction déséquilibrée de l’Union monétaire européenne et l’abandon progressif du modèle social européen au profit d’un système néolibéral de gestion sociale ;
c) un système politique corrompu, fruit d’une relation perverse entre les élites politiques et économiques et d’un réseau corrompu de politiques clientélistes qui connaissait déjà une crise profonde avant le plan de sauvetage.
Cependant, en dépit de ce système politique pathologique, la crise grecque devrait être davantage vue comme un aspect de la crise du capitalisme européen, qui se fait jour sous différentes facettes dans plusieurs pays et reflète les faiblesses structurelles spécifiques à chacun d’eux : la surexposition bancaire en Irlande, la bulle immobilière en Espagne, la dette publique excessive en Grèce.
Il s’agit plutôt d’une crise due au déséquilibre de l’intégration économique et de l’union monétaire dans Union européenne. Une seule monnaie, par définition, ne permet pas la fluctuation de la devise, même lorsque des pays de l’union monétaire bénéficieraient de fluctuations des valeurs relatives. Ainsi, toutes choses égales par ailleurs, au fil du temps et en raison de l’impossibilité de dévaluer la monnaie, un produit d’une économie plus faible devient plus onéreux qu’un produit similaire issu d’une économie plus forte. Par conséquent, le déficit commercial entre les États s’accroît (cela se produit non seulement au sein des unions monétaires qui disposent d’une monnaie unique, mais également lorsqu’une économie fait coïncider sa monnaie avec une autre plus forte, comme ce fut le cas pour le Mexique et l’Argentine vis-à-vis du dollar étasunien). C’est pourquoi des économistes comme M. Feldstein ont, dès l’origine de la Zone Euro, averti que l’euro conduirait inévitablement à des déséquilibres commerciaux persistants entre les pays les plus compétitifs (notamment l’Allemagne) et les pays les moins compétitifs du Sud. Ainsi, les déficits du dernier ne sont que le revers de la médaille des excédents du premier.

Parodie d'une affiche de spectacle de Broadway : "Ma grosse grasse dette grecque, Actuellement jouée à Wall Street"
Le déséquilibre économique actuel de l’Union n’est donc pas un fait extérieur, imputable aux politiques nationales d’Etats méridionaux « prodigues », mais bien un fait inhérent aux dynamiques de la monnaie unique, et qui s’impose à ces États. La même tendance est à l’œuvre dans une fédération : il existe un flux de capitaux des économies infranationales les plus faibles vers les plus prospères, par ex du Wyoming vers New York. Mais dans ce dernier cas, à la fin de l’exercice, les mécanismes fiscaux de l’Union assurent, par des taxes et des transferts, une compensation partielle des pertes du Wyoming. Les fonds structurels de l’Union européenne pourraient jouer un rôle similaire, mais ils ne le font pas en raison de leurs ressources limitées.
En Grèce, la recette des prétendus « mémorandums » imposée par ses créanciers n’agit ni sur les causes nationales, ni sur les causes plus générales de la crise. A côté de réformes techniques évidentes contre l’évasion fiscale, elle n’a fait que répéter les mêmes diktats généraux de l’orthodoxie néolibérale. En substance, la recette préconise une réduction horizontale de toutes les dépenses publiques, notamment des dépenses sociales. Elle prévoit également une dérèglementation approfondie du droit du travail, et un transfert massif de richesses du secteur public vers le secteur privé via la privatisation d’entreprises publiques. Ces privatisations sont décidées sans tenir compte de la nature stratégique des entreprises publiques ou de leur utilité financière pour le budget.
Pour ce qui concerne les coupes dans les services sociaux, les mémorandums non seulement répètent l’antienne néolibérale habituelle, mais manipulent ouvertement les données. Les partisans des mémorandums prétendent par exemple que « le niveau des dépenses sociales de la Grèce (en part du PIB) demeure bien au-dessus de la moyenne de la zone euro » |1|, et en appellent à de nouvelles réductions de l’ordre de 1,5 % du PIB, à mettre en œuvre entre 2013-2014. Il s’agit là d’une erreur manifeste, pour employer un doux euphémisme. En 2008, les dépenses sociales grecques ne représentaient que 81 % de la moyenne des pays de l’UE-15 |2| et elles se sont effondrées depuis, en raison de la crise et des mesures d’austérité. En fait, la Commission européenne attend des dépenses publiques grecques qu’elles soient amputées de 18 % en 2012 |3|.
Tout aussi idéologiques et mensongères sont les allégations selon lesquelles les citoyens grecs ont une responsabilité morale dans la crise, en raison de leur prodigalité et de leur nonchalance. Ils ont été dépeints sous les traits de la cigale frivole du sud, qui voudrait vivre aux crochets de la fourmi protestante du nord. Or, non seulement la dette privée des ménages grecs est considérablement plus faible que la moyenne européenne |4|, mais la durée hebdomadaire du temps de travail est plus élevée en Grèce que dans tout autre état membre de l’Union européenne.
Dans ce cadre, les mémorandums peuvent n’être considérés que comme un épisode de l’actuel sado-monétarisme |5| de l’orthodoxie économique européenne, ou comme un aspect du plus général consensus néolibéral de Washington, imposé jusqu’à présent par le FMI à de nombreux pays du Tiers-monde. Leur ordre du jour ne peut cependant pas être légalement mis en œuvre dans le cadre constitutionnel existant. Les mémorandums impliquent qu’il incombera à la troïka, composée de l’Union européenne, du FMI et de la Banque centrale européenne, de définir et d’appliquer des politiques économiques, financières et sociales qui sont par nature contraires aux principes fondamentaux de l’État social. Ainsi, ce transfert de souveraineté ne place pas seulement le gouvernement et le parlement grec sous le contrôle politique direct de leurs créanciers, il est également absolument contraire à la constitution.

B- Les mesures d’austérité violent la Constitution grecque et le droit international
Les mesures d’austérité imposées à la Grèce par les mémorandums, leurs décrets d’application et les traités de prêt internationaux afférents, constituent une infraction grave à l’ordre juridique constitutionnel, européen et international, à la fois en termes de procédure et de droit positif : d’abord, aucun des deux traités de prêt n’a été ratifié par le parlement, contrairement à ce que prévoit l’article 36 § 2 de la constitution grecque. En effet, les deux traités contiennent des dispositions tellement exorbitantes sur la souveraineté nationale, qu’un certain nombre de parlementaires ne pourraient accepter de les adopter.
Plus précisément, les garanties de respect et de protection de la souveraineté nationale prévues par le droit constitutionnel et le droit international sont bafouées par la levée de l’immunité sur les questions relevant de la souveraineté nationale qui figure dans ces traités : en plus du transfert de facto de la souveraineté économique en faveur de la « troïka » pour toutes les décisions importantes, et comme le refus de se soumettre empêcherait d’obtenir la partie suivante du prêt, les traités comprennent également une levée explicite d’immunité, qui selon l’avis juridique joint, s’étend également aux questions relevant de la « souveraineté nationale ». Celle-ci dépasse largement les levées d’immunité d’exécution habituellement prévues et acceptées par le droit international .
Plus important encore, les mesures d’austérité violent plusieurs principes constitutionnels structurels (tels que les principes d’égalité des charges publiques et de l’État social de droit des articles 4 § 5 et 25 § 1 de la Constitution grecque) et des droits sociaux fondamentaux (articles 21, 22 et 23 de la même constitution). Elles violent également les garanties essentielles de la Charte des droits fondamentaux de l’Union européenne et le droit international du travail. Par exemple, la législation d’application des mémorandums a imposé d’importantes réductions de salaire, non seulement pour les fonctionnaires et les employés du secteur public dépendant du droit privé, mais également pour les employés du secteur privé, portant ainsi atteinte aux conventions collectives en vigueur. Il s’agit là d’une violation claire de l’autonomie collective, garantie par l’article 22 § 2 de la Constitution grecque  |6| et d’un certain nombre de traités internationaux, notamment l’article 8 de la Convention n° 151 de 1978 de l’Organisation internationale du travail et l’article 6 de la Charte sociale européenne |7|.
Cependant, la Grèce ne dispose pas d’un tribunal constitutionnel et les tribunaux ordinaires ont jusqu’à présent, dans leur majorité, accepter ces mesures comme constitutionnelles, les justifiant par l’état de nécessité auquel fait face l’économie grecque. Ce n’est que récemment que la Cour des comptes a déclaré à l’unanimité l’inconstitutionnalité de la dernière vague de diminutions des retraites et la Cour de cassation celle de la réduction du salaire des juges.
Cette position des tribunaux grecs tranche vivement avec les décisions des tribunaux constitutionnels d’autres pays ayant examiné les mesures d’austérité imposées par le Fonds monétaire international (FMI). Au cours de la décennie passée, lorsque le FMI s’est illustré en Amérique du Sud, plusieurs décisions ont invalidé les législations qui restreignaient les droits relatifs à la sécurité sociale. Par exemple en Colombie, le tribunal constitutionnel a annulé la disposition qui portait l’âge de la retraite de 60 à 62 ans |8|. En Argentine, le tribunal constitutionnel a invalidé une réduction de 13 % des retraites |9|. Plus récemment, les tribunaux constitutionnels de Lettonie  |10| et de Roumanie |11| ont rendu des décisions similaires sur des réductions des retraites. Le tribunal constitutionnel de Lettonie a explicitement réaffirmé, comme dans d’autres jugements précédents |12|, que « L’État lui-même est responsable du système de protection sociale et économique (types et montants des allocations) et de son maintien. Ce système dépend de la situation économique de l’État et des ressources disponibles. » Cependant, « même si l’État réduit le montant des allocations de retraite pendant une période de récession économique rapide, il existe néanmoins un socle de droits fondamentaux auxquels l’État ne peut déroger » |13| |14|. Le tribunal constitutionnel de Roumanie a rendu une décision reprenant des arguments similaires, sur la base de l’interprétation de l’article 47 § 2 de la Constitution, protégeant le droit à une sécurité sociale. Le tribunal a solennellement rappelé que « l’État a l’obligation de prendre toute mesure nécessaire à la réalisation de cet objectif et ne saurait adopter une conduite susceptible de limiter le droit à la sécurité sociale ».
Il est intéressant à cet égard que la Commission européenne ait reconnu dans sa dernière révision du programme l’inconstitutionnalité des dernières mesures d’austérité, affirmant que « des mesures budgétaires importantes sont susceptibles d’être invalidées par les tribunaux, ce qui pourrait conduire à la nécessité de combler le déficit budgétaire consécutif » |15|. Ainsi, la Commission n’est pas préoccupée par l’illégalité des mesures, elle ne mentionne cette illégalité que pour justifier une nouvelle vague de restrictions !
Bien que cet aspect juridique soit important, il ne doit pas masquer l’origine politique des mémorandums, qui servent deux objectifs : le premier est ouvertement assumé, il s’agit d’aider les créanciers à récupérer leur argent. Le second est de mettre en œuvre un vaste programme de restructuration sociale s’articulant autour de deux axes : a) la diminution du rôle de l’État et sa réforme selon les postulats néolibéraux et b) la reconstruction de la société grecque par la dérèglementation du travail et de la législation sociale.
Ainsi, l’impact le plus destructeur des mémorandums concerne le droit du travail. Ce dernier est la cible privilégiée des réformes structurelles que le FMI vise à imposer à tous les pays auxquels il « vient en aide ». La réforme, qui constitue une authentique contre-révolution, comprend l’annulation complète ou l’expiration prématurée de toutes les conventions collectives. Même la convention collective nationale a été modifiée unilatéralement, de manière à réduire le salaire minimum légal.
Évidemment, comme l’a remarqué le prix Nobel Amartya Sen dans le New York Times :
« De telles coupes tous azimuts [relèvent d’]une stratégie contreproductive, étant donné le chômage record et le nombre d’entreprises de production qui sont à l’arrêt en raison de la demande en berne. »
En outre, l’abrogation de la loi permettant aux syndicats de demander un arbitrage en cas de refus des employeurs de négocier les salaires, ainsi que l’expiration imposée des conventions collectives signifient que ce sera bientôt la fin de tout accord collectif. 
Même pour ce qui concerne la réforme du secteur public, les mémorandums n’ont pas été « au service du changement » comme l’espérait leurs promoteurs. Ils ont imposé une réduction horizontale du personnel, qui n’a fait qu’empirer les problèmes structurels de l’administration grecque. Les seules agences publiques qui ont fermé leurs portes en raison de cette nouvelle législation sont celles qui étaient les plus utiles (telles que l’Organisation du logement social et l’Institut public de géologie et d’exploration minière (IGME), vital pour les investissements futurs et l’exploitation des ressources). Ainsi, en fait d’amélioration, on constate que les lacunes d’une organisation biaisée ont été accrues plutôt que comblées.
Les quelques avocats des mémorandums les présentent comme les remèdes aux vicissitudes institutionnelles du pays. En fait, la vérité est qu’aucune de ces vicissitudes n’a été corrigée par la (contre-)réforme. Les lacunes protection sociale demeurent et l’administration grecque est toujours aussi irrationnelle et mal coordonnée qu’elle ne l’était.
En outre, la manière unilatérale dont ces mesures ont été imposées au système politique grec par la Troïka constitue un danger réel, non seulement pour l’économie, mais surtout pour la démocratie.
Pour reprendre les termes d’Amartya Sen :
« Lorsque des politiques inefficaces et manifestement injustes sont dictées par les dirigeants, elles ruinent à la fois la démocratie et la possibilité de créer de bonnes politiques. L’échec évident des mandats d’austérité imposés jusqu’à présent a sapé non seulement la participation publique (qui est une valeur en soi) mais aussi la possibilité de parvenir à une solution sensée et opportunément orchestrée. »

C – Vers la sortie de la crise
Quels sont les recours juridiques dont dispose la Grèce contre les exigences de ses créanciers ?
Il conviendrait d’abord de déterminer si la dette grecque est une dette illégitime, « odieuse ».
Selon la définition classique de Sack et la théorie actuelle du droit international |
16|, une dette est généralement considérée comme odieuse si :
(a) elle a été contractée sans le consentement général de la nation ;
(b) elle n’a pas servi à répondre aux besoins de la population de l’État emprunteur et/ou ses clauses accordent un pouvoir abusif au créancier ; et
(c) le créancier était informé de ces deux faits.
Ces conditions semblent réunies dans le cas de la Grèce. Bien que l’on ne puisse prétendre que le régime grec, malgré ses pathologies, ne soit pas démocratique, il est clair que l’accumulation de dette par le biais des traités de prêt est rejetée par une vaste majorité de la population (entre 60 % et 81 % selon les sondages). Même la coalition actuellement au gouvernement a été élue sur la promesse de les renégocier.
De plus, cette dette ne bénéficie pas à la population grecque. Une infime partie de l’argent est destinée au gouvernement grec pour investir dans les services publics essentiels : la majeure partie revient directement dans les poches des créanciers. En fait, les autorités européennes prêtent à la Grèce de l’argent afin que celle-ci puisse rembourser les emprunts qu’elle a contractés auprès d’elles |17|. Ainsi, et sous l’effet des taux d’intérêt et des conditions de négociation imposés par les pays créanciers, la dette a enflé démesurément. Elle s’élevait à 120 % du PIB lorsque la Grèce a intégré le mécanisme de stabilité, elle atteint désormais 189 % du PIB et elle pourrait encore croître jusqu’à 200 % du PIB dans les prochaines années.
Enfin, on peut penser que les créanciers étaient parfaitement au fait de cette situation. Ils ont cependant imposé des conditions « abusives », comprenant la violation de la législation nationale de l’emprunteur |
18|.
La doctrine de la dette odieuse n’est cependant pas encore reconnue par le droit international. Il est vrai qu’un document d’analyse de Robert Howse, de la Conférence des Nations unies sur le commerce et le développement (CNUCED) de 2007, identifiait 12 instances devant lesquelles la doctrine de la dette odieuse avait été invoquée, et aucune d’entre elles ne l’a jamais rejetée comme ne faisant pas partie du corpus du droit international. En revanche, les tribunaux l’écartent généralement au motif qu’elle ne s’applique pas aux cas concrets qu’ils examinent. Par exemple, dans l’affaire B des États-Unis contre l’ Iran en 1996, le tribunal a rejeté l’application de la doctrine de la dette odieuse, sans pour autant « prendre position dans le débat doctrinal ».
Ainsi, alors qu’elle est ni reconnue par un traité international, ni confirmée par la jurisprudence, il est difficile de prétendre qu’il s’agit d’une règle coutumière. En outre, la connaissance du caractère odieux de la dette grecque par les créanciers, bien qu’authentique, serait politiquement difficile à porter devant les publics de ces créanciers : par exemple, l’électorat allemand a entendu une toute autre histoire à propos des prêts qu’il « donnait » au Sud européen.
À la lumière de ces remarques, je pense qu’il est préférable de recourir à une utilisation combinée d’une approche fondée sur les droits humains et du principe de l’état de nécessité. Ces deux approches sont appuyées par des textes internationaux et par la jurisprudence. Par exemple, dans son commentaire général n° 2 sur l’article 22 de la Convention internationale sur les droits économiques, sociaux et culturels, le Comité du même nom a indiqué que les « mesures internationales visant à répondre à la crise de la dette devaient pleinement prendre en compte la nécessité de protéger les droits économiques, sociaux et culturels, entre autres par le biais de la coopération internationale ». Dans une perspective similaire, les directives de Maastricht sur les violations de ces droits considèrent comme une violation des droits humains l’omission, « par un État, de prendre en compte ses obligations légales internationales dans les domaines des droits économiques, sociaux et culturels lorsqu’il conclut des accords bilatéraux ou multilatéraux avec d’autres états, des organisations internationales ou des entreprises multinationales » |19|.
De même, le Comité européen des droits sociaux a récemment déclaré contraires à l’article 4 de la Charte sociale européenne (le droit à une rémunération juste) un certain nombre des clauses du premier paquet de mesures d’austérité imposées à la Grèce |20|.
Les instruments des droits humains doivent être utilisés conjointement avec le principe d’état de nécessité. Ce principe est reconnu par la Convention de Vienne de 1969 sur le droit des traités, ainsi que par les règles coutumières internationales et est applicable comme tel à tous les débiteurs et les créanciers. L’état de nécessité se caractérise par un grave danger menaçant l’existence de l’État lui-même, sa survie économique, le fonctionnement ininterrompu de ses principaux services et le maintien de la paix sur le territoire national |21|.
En bref, le principe suppose que les citoyens soient la priorité fondamentale d’un État et que si celui-ci ne parvient pas à satisfaire simultanément les prétentions de ses créanciers et ses fonctions essentielles, il doit privilégier ces dernières. Comme l’a formulé le gouvernement d’Afrique du Sud : « on ne saurait attendre d’un État qu’il ferme ses écoles, ses universités et ses tribunaux, qu’il démantèle ses forces de police et qu’il néglige ses services publics au point d’exposer sa communauté au désordre et au chaos pour rembourser de l’argent à ses prêteurs, qu’ils soient nationaux ou étrangers. Il y a des limites à ce que l’on peut raisonnablement attendre d‘un État, de même que d’un individu. Si dans une telle situation, le fardeau de l’infortune est équitablement divisé entre les citoyens nationaux et les étrangers et que ces derniers ne subissent pas de discrimination, ils n’ont pas de raison de se plaindre |22|. »
L’important est que ce principe est accepté par des décisions récentes des tribunaux internationaux et constitutionnels. Par exemple, le Centre international pour le règlement des différends relatifs aux investissements (ICSID) de la Banque mondiale dans des décisions de 2010 concernant le défaut de paiement de l’Argentine (et contrairement à sa jurisprudence) a reconnu l’état de nécessité comme règle coutumière du droit international |23|. Des décisions similaires ont été prises par la Cour italienne de cassation |24|., par la Cour constitutionnelle allemande |25| et par la Cour européenne des droits de l’homme |26|.
Jusqu’à présent, l’état de nécessité a été utilisé par le gouvernement grec comme argument devant les tribunaux nationaux afin de justifier de l’inconstitutionnalité des mesures d’austérité. Il peut les utiliser dans l’autre sens, comme argument du droit international aux fins de rejeter leur mise en œuvre.
Il s’agit en fait du même argument que celui développé par le gouvernement grec lors du litige qui l’opposa à la Belgique en 1938 et connu sous le nom de Société commerciale de Belgique :
« Il arrive parfois que des circonstances extérieures échappant à la volonté humaine empêchent les gouvernements de remplir leurs devoirs envers leurs créanciers et envers leur peuple : les ressources du pays sont insuffisantes pour satisfaire les deux à la fois. Il est impossible de rembourser complètement la dette et il est impossible de fournir en même temps au peuple une administration convenable et de garantir les conditions essentielles de son développement moral, social et économique. (...) La doctrine reconnaît dans ce cas que le devoir d’un gouvernement d’assurer le bon fonctionnement de ses services publics essentiels prévaut sur son devoir de s’acquitter de ses dettes. Aucun État ne saurait se voir demander d’exécuter ou d’exécuter complètement une obligation pécuniaire si cela mettait en péril le fonctionnement de ses services publics et aurait pour effet de désorganiser l’administration du pays. Dans le cas où le paiement de la dette compromettrait la vie économique ou l’Administration, le gouvernement est autorisé à suspendre ou à réduire le service de la dette »  |
27|.
D – En guise de conclusion
Nous autres juristes essayons de trouver des solutions juridiques à tous les problèmes, parce que c’est notre métier. Mais cette crise n’est pas une question juridique, ce n’est même pas principalement une question économique, c’est avant tout une question politique. C’est une question relative à la façon dont les décisions importantes concernant la distribution des richesses vont être prises. Et je dois avouer qu’au début de la crise, j’étais très pessimiste sur le futur parce qu’il régnait en Grèce un climat de peur, climat que le gouvernement a cherché à entretenir, selon lequel il n’y avait pas d’autre solution, pas d’alternative à la soumission aux exigences de nos créanciers, car un pays qui ne peut subvenir à ses besoins doit leur obéir. Mais nous avons vu avec bonheur au cours de cette dernière année la montée d’un mouvement politique indépendant, massif et authentique, qui évite cet écueil de la peur et entend inventer de nouvelles solutions démocratiques.
Ce mouvement est encore flou et il est encore dans une logique de contradiction, sans agenda de propositions clair ni précis. Je suis très optimiste : je pense qu’il va évoluer non seulement dans la résistance mais aussi vers un mouvement qui produira des alternatives politiques et économiques concrètes. Le principal échec des politiques d’austérité réside dans le rejet qu’elles inspirent à une large majorité de la population. Le cobaye grec s’est échappé et cela signifie que l’expérience sociale du choc et de la crainte a échoué.
J’espère également que naîtra un mouvement paneuropéen partageant ces fondements. Benjamin Disraeli, Premier ministre britannique du XIXème siècle, a dit qu’au sein de chaque nation cohabitaient en fait deux nations : les riches et les pauvres, dont les intérêts ne sont jamais les mêmes. Donc puisque nous partageons les mêmes problèmes, nous qui ne sommes pas riches, avons directement tout intérêt à partager des fondements et des politiques communs contre cette attaque néolibérale contre nos droits.
Notes
|1| IMF, Letter of Intent, Memorandum of Economic and Financial Policies and Technical Memorandum of Understanding, March 9, 2012, p. 8.
|2| Selon le système ESSPROS de statistiques relatives à la protection sociale (Petmesidou, 2011), pour 2009, les chiffres relatifs aux prestations de la protection sociale en part du PIB sont les suivants : moyenne pour l’UE-27 : 28,4 %, moyenne pour l’UE-15 : 29,1 %, Grèce 27,3 %.
|3| Social Europe, EU Employment and Social Situation I Quarterly Review, June, 2012.
|4| La dette privée grecque est estimée à environ 123,1 % du PIB, alors qu’elle s’élève à 208,3 % en Allemagne, à 198,3 % en Italie, à 240,5 % en France, à 238,4 % au Portugal et à 386 % au Royaume-Uni. Ces statistiques proviennent des données d’une étude de 2010 du McKinsey Global Institute.
|5| M. Perelman, (2012). ‘Sado-Monetarism : The Role of the Federal Reserve System in Keeping Wages Low’. Monthly Review, 63(11).
|6| L’article 8 de la Convention internationale du travail n° 151 de 1978 énonce que « Le règlement des différends survenant à propos de la détermination des conditions d’emploi sera recherché […], par voie de négociation entre les parties ou par une procédure donnant des garanties d’indépendance et d’impartialité ». Selon l’article 5 de la Convention internationale du travail n° 154 de 1981 : « Des mesures adaptées aux circonstances nationales devront être prises en vue de promouvoir la négociation collective ». Pour sa part, la Charte sociale européenne de 1961 (révisée en 1996) du Conseil de l’Europe énonce le droit de négocier collectivement (article 6) et le droit à la sécurité sociale (article 12). La réduction drastique des salaires et des pensions (dans certains cas de plus de 35 %) est également contraire à la protection des biens aux termes de l’article 1er du Protocole additionnel de la Convention européenne des droits de l’Homme. En fait, le concept de biens pourrait, conformément à la jurisprudence de la Convention européenne des droits de l’Homme, comprendre les salaires et les prestations de sécurité sociale (cf. Hellenic Council of State (ΣτΕ), decision 632/1978).
|7| Voir ECHR, Affaire Stec et autres c. Royaume-Uni (décision d’admissibilité)[GC], n° 65731/01 and 65900/01, παρ.51, ECHR 2005-X. En général la Cour de Strasbourg considère qu’un accord avec le FMI n’entrave pas la protection de la CEDH. Voir l’affaire Capital Bank AD c. Bulgarie, n° 49429/99, παρ.110-111, ECHR 2005-XII, 24.11.2005.
|8| Décision C-754, voir S. Clavijo, Social Security Reforms in Colombia : Striking Demographic and Fiscal Balances, International Monetary Fund Paper, WP/09/58 2009.
|9| Décision du 22 août 2003, voir IMF, Lessons from the Crisis in Argentina, Prepared by the Policy Development and Review Department In consultation with the other Departments, approved by Timothy Geithner October 8, 2003.
|10| Décision du 21 décembre 2009 dans l’affaire n° 2009-43-01/
|11| Décisions n° 872-873 du 25 juin 2010, Official Gazette no.433 of June 25, 2010.
|12| Voir paragraphe 1 de la conclusion du jugement du tribunal constitutionnel dans l’affaire n° 2001-11-0106 du 25 février 2002 et paragraphe 9 du jugement de l’affaire n° 2005-19-01 du 22 décembre 2005
|13| souligné par nous.
|14| Le tribunal fait référence au jugement de la CEDH dans l’affaire Kjartan Ásmundsson c. Islande, n° 60669/00, du 30 mars 2005, para. 39.
|15| COMMISSION EUROPÉENNE DIRECTION GÉNÉRALE DES AFFAIRES ÉCONOMIQUES ET FINANCIÈRES, Second programme d’ajustement économique pour la Grèce – première révision, novembre 2012
|16| voir, entre autres, Y. Wong, Sovereign Finance and the Poverty of Nations : Odious Debt in International Law, 2012.
|17| Alderman and Ewing, New York Times, 30 mai 2012.
|18| J. Hanlon, “Defining illegitimate debt and linking its cancellation to economic justice” (Milton Keynes, Open University, 2002), p. 53.
|19| para. 15 (j)).
|20| Décisions relatives aux plaintes n° 65 et 66, toutes deux déposées par les syndicats GENOP-DEI et ADEDY. Ces décisions sont les premières que le Comité a prises à cet égard. D’autres décisions sur les restrictions des droits sociaux en raison de la crise économique en Grèce seront prises par le Comité dans le cadre de l’examen des plaintes n° 76/2012, 77/2012, 78/2012, 79/2012 et 80/2012.
|21| voir l’annexe au huitième rapport sur la responsabilité de l’État, dans : Yearbook of the International Law Commission 1980, Vol. II.
|22| Ibidem, note 44 avec référence à l’étude du secrétariat, para. 64.
|23| ICSID Case No. ARB/02/16 Sempra Energy v. Argentina (annulment) of 2010, ICSID LG&E Energy Corp., LG&E Capital Corp. and LG&E International Inc.1 v. Argentine Republic (ICSID Case No. ARB/02/1, Decision on Liability), para. 267.
|24| Corte Suprema di Cassazione, Ordinanza of 27/5/2005, R.G.N. 6532/04
|25| BVerfG, 2 BvR 120/03 of 4/5/2006.
|26| Malysh v. Russia, para 80.
|27| annexe au huitième rapport sur la responsabilité de l’État, dans : Yearbook of the International Law Commission, op. cit., p. 25.

Αναζήτηση στο ιστολόγιο