Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Γιώργου Κατρούγκαλου, Παλιά και νέα διαφθορά

Η διαφθορά των πολιτικών δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνικό γνώρισμα. Αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο μάλιστα διαπλέκεται με τις γενικότερες τάσεις παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αντιμετώπιση της ως διεθνούς οικονομικού εγκλήματος ουσιαστικά ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, με την ψήφιση στις Η.Π.Α. του νόμου για την ποινικοποίηση της δωροδοκίας ως μέσου για την επίτευξη επιχειρησιακών συμφωνιών με αλλοδαπά κράτη (Foreign Corrupt Practices Act -1977-). Ήδη έχει συναφθεί σειρά ανάλογων διεθνών συνθηκών κατά της διαφθοράς, οι σημαντικότερες των οποίων είναι η Σύμβαση του ΟΟΣΑ για την Καταπολέμηση της Δωροδοκίας Αλλοδαπών Δημοσίων Λειτουργών σε διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές (1997) και η Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς (2003). Υπό μια έννοια, μάλιστα, η διαφθορά συνιστά την εφαρμογή της ηθικής της αγοράς  στον υπέρτατο βαθμό, όπου όλα μπορούν να αγοραστούν ή να πωληθούν.
Αυτό που διαφοροποιεί τη χώρα μας, όμως, από τις άλλες δυτικές δημοκρατίες είναι ότι η νομή των δημοσίων πόρων, μέσω της διαπλοκής οικονομικών ελίτ και κυβερνητικής εξουσίας, αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό της συγκρότησης του πολιτικού συστήματος. Η κρατικοδίαιτη ελληνική αστική τάξη, μακράν της προτεσταντικής ηθικής των ομολόγων της ευρωπαϊκών, θεωρούσε ανέκαθεν ως το αποτελεσματικότερο μέσο πλουτισμού το πολιτικό μέρισμα που αντλούσε από τις «ειδικές» σχέσεις της με την εξουσία, είτε μέσω «νόμιμων» τρόπων (π.χ. καναλάρχες που ανταλλάσσουν την πολιτική επιρροή των καναλιών τους με δημόσιες συμβάσεις) είτε και παράνομων (μίζες και δωροδοκίες). Με την έννοια αυτή στην Ελλάδα η πολιτική διαφθορά είναι ο κανόνας, παρά η εξαίρεση.
Στο παρελθόν το πολιτικό σύστημα μπορούσε να διατηρεί μέσω των δεσμών συνενοχής των εναλλασσόμενων κομμάτων του δικομματισμού  την ατιμωρησία των εκλεκτών του. Ο λόγος για τον οποίο βλέπουμε το τελευταίο διάστημα την αποκάλυψη πραγμάτων που όλοι υποψιαζόμασταν χωρίς να μπορούμε να τα αποδείξουμε, οφείλεται ακριβώς στην κατάρρευση του πολιτικού συστήματος και την αδυναμία του να εξασφαλίσει πλέον την ομερτά σε όλη της την έκταση. Ακόμη και σήμερα, όμως, ο κολασμός δεν έχει φτάσει στον πυρήνα του παλαιοκομματισμού. Οι πολιτικοί που έχουν φτάσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου είναι, εν πολλοίς, «ψόφια άλογα», που αποσκοπούσαν να παίξουν το ρόλο αποδιοπομπαίου τράγου για την εκτόνωση της λαϊκής απαίτησης για πλήρη κάθαρση.
Δεν προστατεύονται όμως μόνον οι παλαιοί ένοχοι από τους παλαιοκομματικούς συνενόχους. Η συμβίωση του δικομματισμού σε ενιαίο κυβερνητικό σχήμα και η αδιαφάνεια των μνημονιακών πολιτικών έχει παράξει νέο κύμα διαφθοράς, ιδίως ως προς τις ιδιωτικοποιήσεις και την διαπλοκή τραπεζών και ΜΜΕ. Η συνενοχή Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ για τη συγκάλυψη της νέας αυτής διαφθοράς έχει για πρώτη φορά λάβει ομολογημένο και επίσημο, θεσμικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, με σειρά νόμων και πράξεων νομοθετικού περιεχομένου απαλλάχθηκαν από κάθε ευθύνη, ποινική, αστική, διοικητική ή άλλη, τα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδας, οι διοικήσεις των Τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων για την διαχείριση των κρατικών ομολόγων στο πλαίσιο του PSI, οι διοικήσεις και τα στελέχη των τραπεζών για δάνεια σε ΝΠΔΔ και κόμματα, των διοικητικών συμβουλίων δημόσιων οργανισμών για την ιδιωτικοποίηση τους,  τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για τις γνωμοδοτήσεις τους επί των μνημονίων και δανειακών συμβάσεων, μέχρι και ο ειδικός διαχειριστής της ΕΡΤ κ. Μάναλης για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο της κατάργησης της δημόσιας τηλεόρασης!
Οι ρυθμίσεις αυτές είναι πρωτοφανείς. Η προσβολή του κράτους δικαίου δεν έχει προηγούμενο, εφόσον οι ένοχοι αυτοί δεν απαλλάσσονται από τις ευθύνες μόνο για παρελθούσες, αλλά και για μελλοντικές πράξεις, σαν να παίρνουν λευκή κάρτα για παρανομία (license to steal…). Και, προφανώς, στιγματίζουν ανεξίτηλα με τεκμήριο ενοχής τους εμπλεκομένους σε αυτές, εφόσον μόνον ένοχοι έχουν ανάγκη αμνήστευσης.
Οι διατάξεις αυτές είναι προφανώς αντισυνταγματικές και δεν θα προστατεύσουν τους ενόχους από τον πελέκι της δικαιοσύνης. Για το λόγο αυτό τα ποντίκια των δύο πάλαι ποτέ κομμάτων εξουσίας τρέχουν να εγκαταλείψουν το καράβι που βουλιάζει, αν προλάβουν. Η δικαιοσύνη θα έχει το λόγο επ’αυτών. Η μελλοντική προοδευτική διακυβέρνηση έχει το καθήκον να προωθήσει τις αναγκαίες θεσμικές αλλαγές: όχι μόνο την κατάργηση του επαίσχυντου άρθρου 86, που εξασφαλίζει σήμερα την ατιμωρησία των επίορκων υπουργών, αλλά γενικότερα, την πλήρη αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος, με την εισαγωγή νέων μορφών λογοδοσίας.

Ελευθεροτυπία, 21/1/2014

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Γιώργου Κατρούγκαλου, Annus mirabilis 2014, για την Ελλάδα και την Ευρώπη


Το 2014, εκλογική χρονιά για την Ελλάδα και την Ευρώπη, μπορεί να αποτελέσει έτος σταθμό για την αναστροφή της πλημμυρίδας του κυρίαρχου τρεις δεκαετίες ήδη νεοφιλελευθερισμού. Όχι μόνο γιατί οι ευρωεκλογές θα στείλουν ένα μήνυμα ανάλογο αλλά πολύ πιο ηχηρό από αυτό των δημοψηφισμάτων για το Ευρωσύνταγμα, αλλά και γιατί η ανατροπή στην Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για ευρύτερες εξελίξεις. Με άλλα λόγια, η αναγκαία απαλλαγή του ελληνικού πολιτικού συστήματος από τον παλαιοκομματισμό όχι απλώς δεν αποτελεί απειλή για τη σχέση της χώρας μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ίσως τη μοναδική ελπίδα και εμείς να παραμείνουμε ευρωπαϊκή χώρα και η Ευρώπη να ξαναβρεί την ευρωπαϊκή της ταυτότητα.
Και αυτό γιατί η συνέχιση των σημερινών πολιτικών δεν οδηγεί μόνο σε μια γερμανική Ευρώπη, αλλά κυρίως σε μια πολωμένη ήπειρο, όπου ο Νότος θα γίνεται συνεχώς φτωχότερος και εξαρτημένος, στο ρόλο ενός Ευρωπαϊκού Μεξικού. Η πόλωση αυτή αναγκαστικά οδηγεί σε ανεξέλεγκτες φυγόκεντρες τάσεις και στο βίαιο τέλος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Συνεπώς, όσοι  υποστηρίζουν ότι οι πολιτικές λιτότητας αποτελούν μονόδρομο για την Ευρώπη, εκ του αποτελέσματος θα γίνουν πιο αποτελεσματικοί νεκροθάφτες της από τους ακροδεξιούς που την απορρίπτουν για λόγους εθνικιστικούς. Την ουσιαστική αυτή ταύτιση των φαινομενικά αντιθέτων έχει, ήδη από την δεκαετία του 1990, επισημάνει ο  Κονδύλης: «ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους»[1].
Μα είναι δυνατό, θα πουν μερικοί, μια τέτοια μεγάλη αλλαγή να ξεκινήσει από τη μικρή Ελλάδα; Μα, ακριβώς οι μεγάλες ανατροπές ξεκινούν πάντα σχεδόν από την περιφέρεια και τους «αδύναμους κρίκους». Από την δεκαετία του ’60 έγραφε η Χάνα Άρεντ: «Όπως είναι τα πράγματα σήμερα,  με τις  μεγάλες δυνάμεις  ακινητοποιημένες κάτω από το βάρος του ίδιου του μεγέθους τους, ένα «νέο παράδειγμα» φαίνεται ότι μπορεί να έχει πιθανότητα μόνο σε μία μικρή χώρα[2].» Η Ελλάδα είναι, αυτή τη στιγμή, ο αδύναμος κρίκος της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης. Αυτά που απαιτούνται για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και τη μετάβαση στη νέου τύπου κοινωνία του ενός τρίτου αποδείχθηκε ότι ήταν τόσο αιματηρά και αβάστακτα για το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού λαού, ώστε να είναι αδύνατο να εφαρμοστούν στην πράξη. Γι’ αυτό και απέτυχε το κοινωνικό πείραμα των μνημονίων.
Βέβαια, η απεμπλοκή από τα δεσμά του μνημονίου αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ανασυγκρότηση της χώρας. Δεν θα μας ωφελήσει να μην πληρώνουμε τα δανεικά, εάν παράγουμε λιγότερα από όσα καταναλώνουμε. Και για να παράγουμε, χρειάζεται να μεταρρυθμίσουμε όχι μόνον την οικονομία, αλλά και τις διοικητικές δομές. Με άλλα λόγια, η απόκρουση της κοινωνικής εξαθλίωσης δεν μπορεί παρά να γίνει με όρους δημοκρατικής αναγέννησης.

Αυτονόητο είναι ότι η πρώτη ενέργεια της προοδευτικής κυβέρνησης θα είναι η κατάργηση της αντιμεταρρύθμισης του εργατικού δικαίου και η επαναβεβαίωση της συλλογικής αυτονομίας και των εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτό όμως απλώς επιστρέφει το κοντέρ στην προμνημονιακή εποχή. Οι καιροί απαιτούν πολύ περισσότερα στο επίπεδο του πολιτικού εποικοδομήματος. Ο μετασχηματισμός του δεν μπορεί να γίνει από τα πάνω μόνο, ως προϊόν κοινωνικής μηχανικής φωτισμένων ελίτ, έστω αριστερόστροφης έμπνευσης. Χρειάζεται άμεση λαϊκή συμμετοχή. Θα πρέπει από την πρώτη μέρα να προωθηθούν μορφές άμεσης δημοκρατίας, όπως τα τοπικά δημοψηφίσματα και προοπτικά, στο πλαίσιο ενός νέου συντάγματος, θεσμοί ανακλητότητας και λογοδοσίας όλων των εκλεγμένων οργάνων του κράτους.  Θα πρέπει παράλληλα να κατασκευαστούν από το μηδέν θεσμοί, όπως η δίκαιη και γενικευμένη αξιολόγηση των δημόσιων υπηρεσιών, όχι ως πρόσχημα για απολύσεις, αλλά ως μέσο για να ελέγχει η κοινωνία τον κρατικό μηχανισμό και ως συμμετοχή των δημοσίων υπαλλήλων στην άσκηση της διοίκησης.
Είναι εφικτά όλα αυτά; Και όμως, είναι τα μόνα ρεαλιστικά. Όπως έγραφε ο Βέμπερ, «Είναι απόλυτα σωστό -και όλη η ιστορική εμπειρία το επιβεβαιώνει- ότι ο άνθρωπος δεν θα πετύχαινε ποτέ το εφικτό, εάν δεν πάσχιζε επανειλημμένα να πραγματοποιήσει το ανέφικτο[3].»

Δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία, 7/1/2013

[1] Π. Κονδύλης, Προϋποθέσεις, παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής ”, επίμετρο στο Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, Αθήνα, 1992.
[2] H. Arendt,  On Violence, Harvest Book, 1970, σελίδα 86.
[3]M. Weber, Politik als Beruf, 1919, ακροτελεύτια παράγραφος.

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Γιώργου Κατρούγκαλου, Ο παγκόσμιος πόλεμος κατά των φτωχών

Ο παγκόσμιος πόλεμος κατά των φτωχών


Όπως η εντολή «ου φονεύσεις» θέτει σαφή όρια προκειμένου να εξασφαλίσει την αξία της ανθρώπινης ζωής, έτσι και εμείς σήμερα πρέπει να πούμε «δεν θα φονεύσεις» και σε μια οικονομία αποκλεισμού και ανισότητας. Αυτή η οικονομία σκοτώνει. (…) Όλα σήμερα υπακούουν στους νόμους του ανταγωνισμού και της επιβίωσης του ισχυρότερου, όπου ο δυνατός τρέφεται από τους αδύναμους.
Πάπας Φραγκίσκος Α’, Evangelii gaudium, 2013, 53.

Το προηγούμενο δεκαήμερο ήμουν στην Ινδία, προκειμένου να διδάξω ένα μεταπτυχιακό μάθημα στη Νομική Σχολή του Ν. Δελχί. Είχα την ευκαιρία να δω από κοντά την πραγματικότητα μιας χώρας, που μαζί με την Κίνα, εμφανίζεται από τους οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού ως καθαρή περίπτωση επιτυχίας της πολιτικά ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης. Και από πολλές απόψεις είναι. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας κάνουν τους δυτικούς να παθαίνουν ονειρώξεις, ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων ολιγαρχών τους συναγωνίζεται  και ξεπερνά αυτόν των αραβικών χωρών και της Ρωσίας και, επιπλέον, απέκτησαν μαζικές μεσαίες τάξεις που τείνουν να διευρύνονται.
Και όμως, οι λαϊκές μάζες της Ινδίας εξακολουθούν να ζουν σε άθλιες συνθήκες και να πεθαίνουν από την πείνα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Για τη συμβατική σοφία, όταν το ΑΕΠ (η «πίτα») αυξάνεται, ο πλούτος θα διαχυθεί προς τα κάτω και οι πιο αδύναμοι θα ωφεληθούν και αυτοί, έστω από τα ψίχουλα της (το περίφημο “trickle-down” effect). Τίποτα τέτοιο δεν προκύπτει. Όπως είπε και ο Πάπας Φραγκίσκος σε μια πρόσφατη συνέντευξη στη La Stampa, αντί να ξεχειλίσει το ποτήρι της οικονομίας, μόλις το νερό φτάνει στο στόμιο, αυτό με ένα μαγικό τρόπο μεγαλώνει και τίποτα δεν φτάνει προς τους φτωχούς.
Τα παραπάνω δεν ισχύουν μόνον για το εσωτερικό της Ινδίας. Ακόμη και το κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα στη Δύση και τον Τρίτο Κόσμο δεν είναι ίδιο για όλα τα κράτη-παρίες. Η Αφρική, ιδίως, παραμένει η μαύρη τρύπα της παγκοσμιοποίησης. Από τις πενήντα φτωχότερες χώρες του κόσμου, εικοσιτρείς έχουν σήμερα χαμηλότερο μέσο εισόδημα από ό,τι το 1990[i]. Και δίπλα στην αβυσσαλέα φτώχεια, ο απύθμενος πλούτος: Τα περιουσιακά στοιχεία των τριών μόνο κορυφαίων δισεκατομμυριούχων έφτασαν να είναι ανώτερα από το συνδυασμένο ΑΕΠ όλων των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών και των 600 εκατομμυρίων ανθρώπων του πληθυσμού τους.
Όσο και να μην συγκρίνονται οι ανέγγιχτοι της Ινδίας με τους άνεργους της Δύσης, είναι και οι δύο θύματα της ίδιας πολιτικής αντίστροφης αναδιανομής πλούτου (από τους φτωχούς προς τους πλούσιους) που δεσπόζει πλανητικά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες και που αποτελεί την ουσία του νεοφιλελευθερισμού. Όπως παροιμιωδώς παραδέχεται ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, W. Baffet, «στον ταξικό αγώνα που διεξάγεται η τάξη μου είναι αυτή που κερδίζει». Πράγματι, ένας παγκόσμιος πόλεμος μαίνεται παντού κατά των φτωχών του κόσμου.
Η βασική διαφορά είναι ότι στη Δύση και η μεσαία τάξη είναι θύμα του ακήρυχτου αυτού πολέμου. Το κύριο χαρακτηριστικό των κυρίαρχων νεοφιλελεύθερων πολιτικών είναι ο έντονα ταξικός τους χαρακτήρας: ενώ το κράτος πρόνοιας, μέσω της ρύθμισης της αγοράς και της καθιέρωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, άμβλυνε τις κοινωνικές ανισότητες, περιορίζοντας, ως ένα βαθμό, την οικονομική και πολιτική ισχύ των κυρίαρχων τάξεων, ο νεοφιλελευθερισμός επιδιώκει την αναβίωση των προνομίων και της αχαλίνωτης οικονομικής και πολιτικής τους δύναμης.
Και είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός: Το 2008, τη χρονιά της κρίσης, η κοινωνική ανισότητα έφτασε στη Δύση στο απόγειο της. Ιδίως στην Αμερική σημειώθηκε η μεγαλύτερη απόκλιση εισοδημάτων υπέρ των πλουσιότερων στρωμάτων του πληθυσμού που έχει ποτέ καταγραφεί στην ιστορία, ανώτερη και από αυτή πριν από το μεγάλο κραχ του 1929. Το εισόδημα του 1% των υπερπλούσιων αντιστοιχεί πλέον στο ένα τέταρτο περίπου του συνόλου του αμερικανικού ΑΕΠ. Το ίδιο 1% καρπώθηκε το 58% του συνόλου της μεγέθυνσης της οικονομίας μεταξύ του 1976 και της κρίσης.
Τα μνημόνια δεν αποτελούν παρά μία στιγμή του πολέμου αυτού, που στην Ευρώπη συμπυκνώνεται στο δίλημμα: νεοφιλελευθερισμός ή κοινωνικό κράτος. Στη σύρραξη τούτη δεν υπάρχουν άμαχοι, ούτε αθώοι, ούτε ουδέτεροι. Ο καθένας πρέπει να διαλέξει το στρατόπεδο του. Εδώ διάλεξε ο Πάπας …
Δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία, 24/12/2013



[i] Παραλείπω τις παραπομπές στα στοιχεία, τις οποίες αναλυτικά παραθέτω στο βιβλίο μου Κρίση και Διέξοδος, εκδόσεις Λιβάνη.

Αναζήτηση στο ιστολόγιο