Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Γιώργου Κατρούγκαλου, H ψήφος των μεταναστών και η Νέα Δημοκρατία


Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της συνταγματικότητας της μεταρρύθμισης του δικαίου των αλλοδαπών,  που επιχείρησε ο λεγόμενος νόμος Ραγκούση, δικαίως έγινε αντικείμενο έντονης νομικής και πολιτικής κριτικής. Το κύριο πρόβλημα της ήταν η σύγχυση στο σκεπτικό της δύο εντελώς ανόμοιων μεγεθών: της κοινωνικοπολιτικής διάστασης του έθνους με το νομικό ζήτημα της χορήγησης της ιθαγένειας. Η ιθαγένεια αποτελεί το νομικό δεσμό με το κράτος και όχι πιστοποιητικό εθνικής συνείδησης. Όσοι ξένοι ποδοσφαιριστές, για παράδειγμα, την αποκτούν, δεν το κάνουν λόγω εθνικής έξαρσης, αλλά για καθαρά πρακτικούς, νομικούς λόγους.
Εν πάση περιπτώσει, η νομική κριτική της απόφασης έχει γίνει εκεί που πρέπει, δηλαδή στον ειδικό επιστημονικό τύπο.  Οι τεχνικές λεπτομέρειες της συζήτησης δεν είναι για εδώ. Η ουσία είναι ότι σε μία δημοκρατία τα δικαστήρια είναι οι αναγκαίοι φρουροί των δικαιωμάτων ακόμη και απέναντι  (αν χρειαστεί) και στις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Για όλα τα άλλα θέματα, όμως, ο Δήμος αποφασίζει. Ακόμη και για τον αυτοπροσδιορισμό του. Στο κάτω-κάτω, το ΣτΕ δεν είναι συνταγματικό δικαστήριο. Δεν έχει συνταγματική αρμοδιότητα να ακυρώσει νόμο. Παρά την απόφαση του, λοιπόν, είναι δυνατή η νομοθετική επέμβαση με τρόπο που και το Σύνταγμα να γίνει σεβαστό, αλλά και να εξασφαλιστεί η προστασία της ανθρώπινής αξίας. Της αξίας την οποία μοιράζονται και οι Έλληνες και οι «άλλοι».
Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, λοιπόν. Η δικανική κρίση                του ΣτΕ δεν μπορεί να αποτελέσει φύλλο συκής για την εγκατάλειψη μιας πολιτικής απόφασης που ευθυγραμμίζει την Ελλάδα με το δημοκρατικό διεθνές κεκτημένο. Και καλά η Νέα Δημοκρατία, η οποία από την αρχή είχε υιοθετήσει επί του θέματος τη σχετική ατζέντα της Χρυσής Αυγής. Το ότι και το ΠΑΣΟΚ κρύβεται πίσω από το επιχείρημα ότι δεν γίνεται αλλιώς, γιατί διαφορετικά κινδυνεύει το κύρος των δημοτικών εκλογών, δείχνει απλώς το πόσο βαθειά και ανεπίστρεπτη έχει γίνει η συντηρητική μετάλλαξη του.
Αν η Βουλή θεωρούσε την αρχική πολιτική της απόφαση ορθή και δημοκρατική, θα έπρεπε να εμμείνει σε αυτή, να μην αλλάξει το νόμο και να παραπέμψει την τελική δικαστική κρίση στον φυσικό, κατά το Σύνταγμα , εκλογικό δικαστή, που είναι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ούτως ή άλλως μόνο αναιρετικό έλεγχο έχει σήμερα το ΣτΕ επί του κύρους των δημοτικών εκλογών. Θα μπορούσε να διατηρήσει την αναιρετική αρμοδιότητα επί όλων των άλλων θεμάτων, να προβλεφθεί όμως με τροποποίηση των άρθρων 46  του νόμου 3852/2010 και 6 του νόμου 340/1976 ότι η κάθε είδους αμφισβήτηση της συνταγματικότητας της εκλογικής νομοθεσίας, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων εκλέγειν και εκλέγεσθαι, εισάγεται με ειδική ένσταση στο ΑΕΔ.
Γιατί όμως να γίνεται τόσος θόρυβος για μερικές εκατοντάδες ψήφους; (Δεν είναι περισσότεροι όσοι θα επωφελούνταν από τις σχετικές ρυθμίσεις του νόμου.) Αλλού είναι το πραγματικό διακύβευμα. Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα αποτελεί λυδία λίθο, όχι τόσο για τη στάση κάθε κόμματος απέναντι στη μετανάστευση, όσο σημαντικό και να είναι το θέμα αυτό, όσο για την διαμόρφωση της πολιτικής φυσιογνωμίας του απέναντι στην πολιτική ατζέντα που διαμορφώνεται ως απάντηση στην δράση της Χρυσής Αυγής. Υπάρχει το εξής παράδοξο: Αφενός να συζητείται στη συγκυβέρνηση η απαγόρευση του κόμματος αυτού και από την άλλη μεγάλο τμήμα του ξενοφοβικού προγράμματος της να αφομοιώνεται στη νέα φυσιογνωμία της Νέας Δημοκρατίας.
Το παράδοξο είναι μόνον φαινομενικό: αφού δεν είναι πια δυνατή, όπως ήθελαν κύκλοι του συστήματος, να οργανωθεί μια μετεκλογική συνεργασία με μια «σοβαρότερη» Χρυσή Αυγή, επιχειρείται ο επαναπατρισμός όσο το δυνατό μεγαλύτερου τμήματος των ψηφοφόρων της στη Νέα Δημοκρατία, με την υιοθέτηση ακροδεξιών θέσεων. (Θέσεις τις οποίες, άλλωστε, ουδέποτε είχε ξεχάσει εντελώς σημαντικό μέρος του παραδοσιακού ακροατηρίου του κόμματος αυτού.) Αυτή η τακτική όμως συνεπάγεται την αποξένωση του κόμματος του κυρίου Σαμαρά από τα κεντρώα στρώματα, τα οποία επίσης απεγνωσμένα επιχειρεί να προσεταιριστεί. 
Πρόκειται για μία ακόμη άλυτη αντίφαση που προεξοφλεί τη στρατηγική ήττα της συντηρητικής παράταξης στις επικείμενες εκλογές.

Δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία, την Τρίτη 18/2/2014

Γιώργου Κατρούγκαλου, Ο σταυρός στις ευρωεκλογές

Αν συζητούσαμε σε κενό χρόνου για το ιδανικό εκλογικό σύστημα για τις Ευρωεκλογές, θα κρίναμε ενδεχομένως διαφορετικά τις πρόσφατες εξαγγελίες για την αλλαγή του.  Το υφιστάμενο έχει ένα σημαντικό προτέρημα: πρόκειται για ένα σύστημα απλής, άδολης και ανόθευτης αναλογικής, σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τη συνταγματική απαίτηση για ισότητα ψήφου και όσο το δυνατό πιστότερη καταγραφή της λαϊκής βούλησης. Έχει, όμως, και ένα σημαντικό ελάττωμα, όχι εγγενές, αλλά απόρροια της αντιδημοκρατικής εσωτερικής λειτουργίας των ελληνικών κομμάτων (πλην της Αριστεράς):  οι εκλόγιμοι ουσιαστικά διορίζονταν από τον Αρχηγό, άλλοτε ως τιμητική πολιτική σύνταξη, σπανιότερα ως  περίοδος μαθητείας, συχνότερα απλώς ως ρουσφέτι πολυτελείας.
Ο σταυρός διορθώνει την πρακτική αυτή. Ως ένα μόνο βαθμό, όμως, μπορεί να χαρακτηρισθεί η σταυροδοσία στο σύνολο της Επικράτειας ως άνοιγμα στην κοινωνία, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η πραγματική επικοινωνία των υποψηφίων με τους εκλογείς παρά μόνο με την διαμεσολάβηση των εθνικών ΜΜΕ. Όσο δεν λειτουργούν κανόνες άμεσης δημοκρατίας, τόσο στα κόμματα, όσο και ευρύτερα στην κοινωνία, τόσο υπάρχει ο κίνδυνος αναπαραγωγής ενός ιδιόμορφου star system- παρωδίας. Σε ό,τι με αφορά, το πρώτο ζητούμενο είναι η εξασφάλιση της εσωκομματικής δημοκρατίας. Τότε το ιδανικό σύστημα θα ήταν αυτό της ημιδεσμευμένης επιλογής, δηλαδή λίστα που θα διαμορφωνόταν κατ’αρχήν από την εσωκομματική δημοκρατική διαδικασία, θα άφηνε όμως και το περιθώριο στον εκλογέα να την τροποποιήσει.
Αυτά όμως θα τα λέγαμε εάν η εξαγγελία της αλλαγής δεν συνιστούσε πολιτικάντικο μικροπολιτικό ελιγμό, με δύο προφανείς στόχους: να ενισχύσει τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ στην διαπραγματευτική διελκυστίνδα του με τους «58» και να δυσκολέψει τον εκλογικό προγραμματισμό των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Και αυτό, παραβιάζοντας ασύστολα την πρόβλεψη του άρθρου 54 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως τέθηκε στην αναθεώρηση του 2001, εναντίον των εκλογικών αιφνιδιασμών. Με πονηριές, όμως, δεν κερδίζονται οι εκλογές…


Δημοσιεύθηκε στην  Ελευθεροτυπία, 16/2/2014

Γιώργου Κατρούγκαλου, Η νομική οδός για την διαγραφή του χρέους


Η διαγραφή του χρέους είναι, προφανώς, θέμα πολιτικής απόφασης. Όσα ακολουθούν αφορούν αποκλειστικά και μόνο   τις νομικές πλευρές του ζητήματος.  Κατ’ αρχάς πρέπει να διευκρινισθούν τα εξής βασικά:
·                     Τα μνημόνια καθ’ εαυτά δεν αποτελούν διεθνείς συμβάσεις. Συνεπώς δεν θεμελιώνουν, από μόνα τους, διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, ούτε η εφαρμοστική τους νομοθεσία έχει τυπική ισχύ ανώτερη από τον κοινό νόμο.
·                     Τα μνημόνια δεν αποτελούν κανόνες του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού δικαίου.
·                     Ούτε από τις δανειακές συμβάσεις απορρέουν δεσμεύσεις με υπερνομοθετική ισχύ, εφόσον αυτές δεν έχουν κυρωθεί σύμφωνα με το Σύνταγμα.
·                     Συνεπώς, όλοι οι μνημονιακοί νόμοι μπορεί να καταργηθούν με νέο νόμο, με απλή πλειοψηφία, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταγγελία καμιάς σύμβασης.
Αναλυτικότερα:
1.              Αντισυνταγματικότητα των δανειακών συμβάσεων
Και οι τρεις Δανειακές Συμβάσεις (του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου μνημονίου) έπρεπε να κυρωθούν από τη Βουλή, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι αφορούν «σε φορολογία, οικονομική συνεργασία και επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες», εφόσον ρητά παραπέμπουν στους όρους του μνημονίου, ως προϋπόθεση εκτέλεσής τους. Εάν είχαν κυρωθεί σύμφωνα με το Σύνταγμα, θα θέσπιζαν διεθνείς υποχρεώσεις σε βάρος της χώρας, με τυπική ισχύ ανώτερη από το νόμο, σε αντίθεση με τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα των μνημονίων.
Καμιά όμως δεν κυρώθηκε. Η πρώτη σύμβαση κατατέθηκε το Μάιο του 2010 προς κύρωση αλλά μετά το σχετικό νομοσχέδιο αποσύρθηκε. Η δεύτερη, είχε κατατεθεί στη Βουλή το Φεβρουάριο του 2012 ως σχέδιο όχι μία, αλλά τρεις φορές, την πρώτη ως παράρτημα 13 στο νόμο 4046/2012 σε νόμο, την δεύτερη ως Πράξη Νομοθετικού Περιεχόμενου (ΠΝΠ) και την τρίτη στον νόμο που κύρωσε την ΠΝΠ. Και η τρίτη, η οποία ενσωματώνει τις ρυθμίσεις του τρίτου μνημονίου, συμπεριλήφθηκε επίσης σε ΠΝΠ και κυρώθηκε με το νόμο 4111/2013.
Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, η γελοιοποίηση του ελληνικού κοινοβουλίου να εγκρίνει συνεχώς χωρίς ποτέ να συζητά παραλλαγές του ίδιου κειμένου συνδυάζεται με τη συνέχιση της αντισυνταγματικής πρακτικής της μη κύρωσης. Και τούτο γιατί το Σύνταγμα μας δεν προβλέπει την έγκριση σχεδίων, αλλά την κύρωση ήδη ολοκληρωμένων και υπογραμμένων διεθνών συμβάσεων.
Όπως είναι ευρύτερα, γνωστό και οι τρεις συμβάσεις περιλαμβάνουν προδήλως αντισυνταγματική ρήτρα παραίτησης από την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας. Η πρόβλεψη αυτή, που δεν έχει προηγούμενο στη συνταγματική μας ιστορία, συνιστά de facto εκχώρηση της εξωτερικής οικονομικής κυριαρχίας κατά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Δεν είναι, αντιθέτως, ιδιαίτερα γνωστό ότι οι συμβάσεις αυτές έχουν και διαφορές, πάντα προς το χειρότερο. Για παράδειγμα, η δεύτερη σύμβαση περιλαμβάνει ακόμη πιο δρακόντειες  διατάξεις και από την πρώτη ως προς τις δυνατότητες ευθείας επέμβασης των δανειστών στα εσωτερικά της χώρας μας. Εντελώς ενδεικτικά, αυτή δεν επαναλαμβάνει απλώς, όπως και η πρώτη και η παρούσα, τη  ρήτρα παραίτησης από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας και την απαγόρευση κάθε μελλοντικής αναδιάρθρωσης του χρέους με όρους που να συμφέρουν τη χώρα μας, αλλά προβλέπει και ρητές «υποχρεώσεις για επιθεωρήσεις, πρόληψη απάτης και ελέγχους».
Με την προκλητική αυτή διατύπωση, για να προφυλαχθούν οι εταίροι μας από «απάτη» σε βάρος τους από το ελληνικό δημόσιο, θα πρέπει να ανεχόμαστε την άμεση παρέμβαση γκαουλάιτερ που θα έχουν πρόσβαση (στην πραγματικότητα έλεγχο, καθοδήγηση και εντολή) σε κάθε πτυχή άσκησης δημόσιας εξουσίας στον τόπο μας. (Το πιο ωραίο είναι ότι, επειδή έχουν αντιληφθεί την πλήρη νομική αβασιμότητα και επισφάλεια των γνωμοδοτήσεων του Νομικού Συμβουλίου που ζητούν και λαμβάνουν υπέρ της συνταγματικότητας των τερατωδιών αυτών, ως αναπόσπαστο τμήμα των συμβάσεων, έχουν περιλάβει όρο κατά τον οποίο εάν αυτές αποδειχθούν ανακριβείς και η σύμβαση αντισυνταγματική, αυτό θα συνιστά απάτη σε βάρος τους εκ μέρους της Ελλάδας!)
2.              Μνημόνια και Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Υποστηρίζεται ότι η υποχρέωση του Ελληνικού Κράτους να υλοποιήσει τα μνημονικά μέτρα απορρέει από την Απόφαση 2010/320/ΕΕ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία προσδιορίσθηκαν τα δημοσιονομικά και οικονομικά μέτρα, που υποχρεούται να λάβει το ελληνικό κράτος για να περιορίσει το υπερβολικό έλλειμμα. Ούτε όμως από την Απόφαση αυτή απορρέουν διεθνείς δεσμεύσεις για τη χώρα μας, διότι περιέχει ρυθμίσεις σε τομείς που η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ούτε καν συντρέχουσα αρμοδιότητα, όπως η φορολογία, οι συντάξεις και οι μισθοί. Ως γνωστό, η Ένωση ασκεί μόνον δοτές και απονεμημένες αρμοδιότητες, εκείνες δηλαδή που της έχουν παραχωρήσει τα κράτη με τις Συνθήκες.

3.              «Επονείδιστο» Χρέος και Κατάσταση Ανάγκης
Συνεπώς, μια προοδευτική κυβέρνηση μπορεί να καταργήσει τα μνημόνια, ως πολιτικά προγράμματα, και τους εκτελεστικούς νόμους με απόφαση της Βουλής και με απλή πλειοψηφία. Από το πλέγμα της μνημονιακής νομοθεσίας θα απομένουν μόνο οι δανειακές συμβάσεις, οι οποίες, μολονότι δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα στο εσωτερικό της χώρας, βάσει της Συνθήκης της Βιέννης δεσμεύουν τη χώρα σε διεθνές επίπεδο.
Το ιδανικό θα ήταν, βεβαίως, οι δανειστές να δεχθούν μια συναινετική λύση διαγραφής του χρέους, στο πρότυπο της διαγραφής και επαναρρύθμισης του χρέους της Γερμανίας με την Διεθνή Διάσκεψη του Λονδίνου του 1953. Γιατί όμως οι δανειστές να δεχθούν μια παρόμοια λύση, εφόσον μέχρι σήμερα αποκλείουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο παρόμοιο ενδεχόμενο; Μα ακριβώς γιατί η αδιαλλαξία τους μπορεί να οδηγήσει στο να μην πάρουν πίσω τίποτα από τα οφειλόμενα, εάν η χώρα μας αποφασίσει να ασκήσει τα δικαιώματα της, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η συναινετική λύση είναι η καλύτερη, εάν όμως επιλέξουν την αδιαλλαξία και τις μονομερείες ενέργειες οι δανειστές, κάθε άλλο παρά νομικά άοπλοι δεν θα είμαστε.
Οι δύο βασικές κατασκευές για την διαγραφή του χρέου είναι η «κατάσταση ανάγκης» και η θεωρία του «επονείδιστου» ή «απεχθούς» χρέους (“odious debt”). Σύμφωνα με την τελευταία η άρνηση πληρωμής δεν ανάγεται σε αδυναμία αποπληρωμής, αλλά στην επίκληση του αντιδημοκρατικού ή καταχρηστικού χαρακτήρα του χρέους. Έτσι έγινε -με πρωτοβουλία των ΗΠΑ- η διαγραφή του επί Χουσεΐν χρέους του Ιράκ, αλλά και η κατά τα τρία τέταρτα απομείωση του χρέους του Ισημερινού, βάσει των πορισμάτων Διεθνούς Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου. (Ιστορικά, το επιχείρημα προβλήθηκε για πρώτη φορά από τις ΗΠΑ ήδη το 1898, μετά τη λήξη του Ισπανοαμερικανικού πολέμου, για να μην εξοφληθεί το χρέος της Κούβας στην Ισπανία).
Είναι σκόπιμο  να διερευνηθεί ποιο τμήμα του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι «επονείδιστο», ώστε να μάθουμε πώς διογκώθηκε και ποιοι, μιζαδόροι και διαπλεκόμενοι, επωφελήθηκαν από αυτό. Αλλά το δικαίωμα διαγραφής «επονείδιστου» χρέους δεν έχει μέχρι σήμερα αναγνωρισθεί ως εθιμικός κανόνας από διεθνή δικαστήρια. Παραμένει κυρίως μία κυριαρχική απόφαση που επιβάλλεται πολιτικά.  Αντιθέτως, η «κατάσταση ανάγκης» ως λόγος αναστολής ή διαγραφής τμήματος του χρέους αποτελεί κανόνα του διεθνούς δικαίου, τον οποίο μάλιστα η Ελλάδα είχε επικαλεστεί στο πλαίσιο της χρεωκοπίας του 1932, στην υπόθεση Socobelge.
 Σύμφωνα με το σχέδιο σύμβασης για την «Ευθύνη των Κρατών από Παράνομες Πράξεις», που έγινε δεκτό από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 12 Δεκεμβρίου του 2001, τα κράτη μπορούν να επικαλεστούν κατάσταση ανάγκης ως λόγο μη συμμόρφωσης σε διεθνή τους υποχρέωση, εφόσον αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλισθεί ζωτικό τους συμφέρον έναντι άμεσου και επικείμενου κινδύνου.  Με άλλα λόγια, εάν ένα κράτος δεν μπορεί να εκπληρώσει ταυτόχρονα τις βασικές κοινωνικές του λειτουργίες και τις υποχρεώσεις του έναντι των δανειστών του, οφείλει να δώσει προτεραιότητα στις πρώτες. Την αρχή αυτή συνοψίζει η δήλωση της προμετωπίδας, στην οποία και αναφέρθηκε η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ για να στοιχειοθετήσει τη θέση ότι αποτελεί εθιμικό διεθνές δίκαιο η επίκληση κατάστασης ανάγκης από ένα κράτος έναντι των δανειστών του.
Μάλιστα, ακόμη και το Διεθνές Κέντρο για την Διευθέτηση Επενδυτικών Διαφορών (International Centre for Settlement of Investment Disputes –ICSID-) το οποίο αποτελεί διαιτητικό/δικαιοδοτικό όργανο της Παγκόσμιας Τράπεζας, του δίδυμου οργανισμού του ΔΝΤ, σε αποφάσεις του σχετικές με τη στάση πληρωμής της Αργεντινής δέχθηκε την ύπαρξη παρόμοιου εθιμικού διεθνούς κανόνα. Τον κανόνα έχουν επιβεβαιώσει τα περισσότερα συνταγματικά δικαστήρια των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κρίνοντας ότι αποτελεί προστατευόμενο από την ΕΣΔΑ σκοπό δημοσίου συμφέροντος η ικανοποίηση των βασικών κοινωνικών αναγκών έναντι των οικονομικών απαιτήσεων των δανειστών (Malysh v. Russia, σκέψη 80).
Για το λόγο αυτό, αν οι δανειστές δεν επιλέξουν τη φωνή της λογικής και της συναινετικής λύσης, η χώρα μπορεί να επικαλεστεί κατάσταση ανάγκης. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η Ελλάδα των χιλιάδων αυτοκτονιών, των δεκάδων χιλιάδων πεινασμένων μαθητών, των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων και των εκατομμυρίων νεοπτώχων αντιμετωπίζει πράγματι παρόμοια κατάσταση;
Συνεπώς, δεν υπάρχουν ανυπέρβλητα νομικά προβλήματα ώστε  η νέα δημοκρατική κοινοβουλευτική πλειοψηφία να τερματίσει την ομηρεία της χώρας. Πολιτική βούληση και ισχυρό λαϊκό κίνημα που θα τη στηρίξει είναι αυτά που χρειάζονται.

 Υπό δημοσίευση στο περιοδικό Unfollow

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Γιώργου Κατρούγκαλου, Τα νομικά της διαγραφής του χρέους


«Οι αλλοδαποί που δανείζουν χρήματα σε κάποιο κράτος δεν μπορούν (…) να περιμένουν από αυτό να κλείσει τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και τα δικαστήρια, να διαλύσει την αστυνομία, να παραμελήσει τις δημόσιες υπηρεσίες και  να εκθέσει το λαό του σε συνθήκες χάους και αναρχίας μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τους δανειστές του.»
Δήλωση της Νότιας Αφρικής στην Επιτροπή της Συνθήκης της Χάγης για την Κωδικοποίηση του Διεθνούς Δικαίου (1930)

Θεσμοί υπεράνω κάθε αντιμνημονιακής υποψίας, όπως το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, αλλά και το καθ’ημάς Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής βεβαιώνουν το αυτονόητο: ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, χωρίς γενναίο κούρεμα, διαγραφή δηλαδή του μεγαλύτερου τμήματος του. Προφανώς ο προτιμότερος τρόπος για κάτι τέτοιο είναι, όπως σε όλα τα πράγματα,  ο συναινετικός: να αποφασιστεί από μια Διεθνή Διάσκεψη με συμμετοχή της Ελλάδας και των δανειστών, όμοια με αυτή του Λονδίνου που απομείωσε το 1953 το χρέος της Γερμανίας. Γιατί να δεχθούν, όμως, -διαμαρτύρονται τα παπαγαλάκια- παρόμοια προοπτική οι δανειστές; Μα, για να μην χάσουν όλα τα χρήματα τους, όπως θα συμβεί αν επιλέξουν το δρόμο συνέχισης των μνημονιακών εκβιασμών ή άλλων μονομερών ενεργειών.
Και τούτο γιατί κράτη που έχουν την πολιτική βούληση, έχουν και νομικά όπλα να αντιτάξουν στους δανειστές τους. Οι δύο βασικές κατασκευές για αυτό είναι η «κατάσταση ανάγκης» και η θεωρία του «επονείδιστου» ή «απεχθούς» χρέους (“odious debt”). Στην τελευταία η άρνηση πληρωμής δεν ανάγεται σε αδυναμία αποπληρωμής, αλλά στην επίκληση του αντιδημοκρατικού ή καταχρηστικού χαρακτήρα του χρέους. Έτσι έγινε -με πρωτοβουλία των ΗΠΑ- η διαγραφή του επί Χουσεΐν χρέους του Ιράκ, αλλά και η κατά τα τρία τέταρτα απομείωση του χρέους του Ισημερινού, βάσει των πορισμάτων Διεθνούς Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου. (Ιστορικά, το επιχείρημα προβλήθηκε για πρώτη φορά από τις ΗΠΑ ήδη το 1898, μετά τη λήξη του Ισπανοαμερικανικού πολέμου, για να μην εξοφληθεί το χρέος της Κούβας στην Ισπανία).
Είναι σκόπιμο  να διερευνηθεί ποιο τμήμα του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι «επονείδιστο», ώστε να μάθουμε πώς διογκώθηκε και ποιοι, μιζαδόροι και διαπλεκόμενοι, επωφελήθηκαν από αυτό. Αλλά το δικαίωμα διαγραφής «επονείδιστου» χρέους δεν έχει μέχρι σήμερα αναγνωρισθεί ως εθιμικός κανόνας από διεθνή δικαστήρια. Παραμένει κυρίως μία κυριαρχική απόφαση που επιβάλλεται πολιτικά.  Αντιθέτως, η «κατάσταση ανάγκης» ως λόγος αναστολής ή διαγραφής τμήματος του χρέους αποτελεί κανόνα του διεθνούς δικαίου, τον οποίο μάλιστα η Ελλάδα είχε επικαλεστεί στο πλαίσιο της χρεωκοπίας του 1932, στην υπόθεση Socobelge.
 Σύμφωνα με το σχέδιο σύμβασης για την «Ευθύνη των Κρατών από Παράνομες Πράξεις», που έγινε δεκτό από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 12 Δεκεμβρίου του 2001, τα κράτη μπορούν να επικαλεστούν κατάσταση ανάγκης ως λόγο μη συμμόρφωσης σε διεθνή τους υποχρέωση, εφόσον αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλισθεί ζωτικό τους συμφέρον έναντι άμεσου και επικείμενου κινδύνου.  Με άλλα λόγια, εάν ένα κράτος δεν μπορεί να εκπληρώσει ταυτόχρονα τις βασικές κοινωνικές του λειτουργίες και τις υποχρεώσεις του έναντι των δανειστών του, οφείλει να δώσει προτεραιότητα στις πρώτες. Την αρχή αυτή συνοψίζει η δήλωση της προμετωπίδας, στην οποία και αναφέρθηκε η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ για να στοιχειοθετήσει τη θέση ότι αποτελεί εθιμικό διεθνές δίκαιο η επίκληση κατάστασης ανάγκης από ένα κράτος έναντι των δανειστών του.
Μάλιστα, ακόμη και το Διεθνές Κέντρο για την Διευθέτηση Επενδυτικών Διαφορών (International Centre for Settlement of Investment Disputes –ICSID-) το οποίο αποτελεί διαιτητικό/δικαιοδοτικό όργανο της Παγκόσμιας Τράπεζας, του δίδυμου οργανισμού του ΔΝΤ, σε αποφάσεις του σχετικές με τη στάση πληρωμής της Αργεντινής δέχθηκε την ύπαρξη παρόμοιου εθιμικού διεθνούς κανόνα. Τον κανόνα έχουν επιβεβαιώσει τα περισσότερα συνταγματικά δικαστήρια των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κρίνοντας ότι αποτελεί προστατευόμενο από την ΕΣΔΑ σκοπό δημοσίου συμφέροντος η ικανοποίηση των βασικών κοινωνικών αναγκών έναντι των οικονομικών απαιτήσεων των δανειστών (Malysh v. Russia, σκέψη 80).
Για το λόγο αυτό, αν οι δανειστές δεν επιλέξουν τη φωνή της λογικής και της συναινετικής λύσης, η χώρα μπορεί να επικαλεστεί κατάσταση ανάγκης. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η Ελλάδα των χιλιάδων αυτοκτονιών, των δεκάδων χιλιάδων πεινασμένων μαθητών, των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων και των εκατομμυρίων νεοπτώχων αντιμετωπίζει πράγματι παρόμοια κατάσταση;
Συνεπώς, δεν μας λείπουν τα νομικά επιχειρήματα. Η δημοκρατική και πατριωτική κυβέρνηση που θα τα προβάλλει λείπει. Όχι για πολύ.

Ελευθεροτυπία, 4/2/2014

Αναζήτηση στο ιστολόγιο