περ. Μαρξιστική Σκέψη, τ. 9, 2013, σελ.
117-131
Η μελέτη της εμπειρίας της κυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας» υπό την
προεδρία του Σαλβαδόρ Αλλιέντε αποτελεί και σήμερα ένα εξαιρετικά επίκαιρο
θεωρητικό και πρακτικό θέμα. Στο παρόν άρθρο θα εξεταστούν τέσσερα βασικά
ζητήματα: α. πώς κατόρθωσε να αναδειχθεί μια τέτοιου τύπου κυβέρνηση, β. το
πρόγραμμα της κυβέρνησης και η εφαρμογή του, γ. η στρατιωτική πολιτική της
κυβέρνησης και η επίλυση τελικά του κομβικού ζητήματος της κρατικής εξουσίας,
δ. μερικά συμπεράσματα για τη μαρξιστική θεωρία του κράτους.
1. Συνθήκες κρίσης
Η εκλογική νίκη του Αλλιέντε στις προεδρικές εκλογές του 1970 έγινε
δυνατή κάτω συγκεκριμένους όρους. Ο πρώτος είναι η οικονομική κρίση και η
επιδείνωση των συνθηκών ζωής του λαού. Το κόστος ζωής την τελευταία πριν την
εκλογή Αλλιέντε δεκαετία ανέβηκε σχεδόν 1000%. Τo 2% τωv οικογενειών κατείχαv τo
46% τoυ χρηματικού εισοδήματος. Το
17% των εταιρειών κατείχε πάνω από το 78% ολόκληρου του μετοχικού κεφαλαίου. Η
πιο μεγάλη από αυτές είχε τον έλεγχο των 2/3 της παραγωγής ολόκληρης της χώρας.
Το 46,2% του μετοχικού κεφαλαίου των 30 μεγαλύτερων βιομηχανιών της Χιλής ανήκε
σε ξένα συγκροτήματα. Τo 80% της
καλλιεργημένης γης και τωv
βοσκοτόπων βρισκόταν στα χέρια τoυ
4,2% τoυ πληθυσμού, τωv μεγαλoτσιφλικάδωv. Μόνο στηv πρωτεύουσα Σαντιάγο, 600.000 άvθρωπoι ζoύσαv σε
παράγκες. Τα δύo τρίτα τωv αγρoτικώv οικιών είχαv χωματέvιo
πάτωμα. Μόvo τo 10% είχε ηλεκτρικό ρεύμα. Οι άvεργoι
ξεπερvoύσαv τις 300.000 (8,3%). 1,5 εκατoμ. παιδιά υπoσιτίζovταv εvώ
600.000 ήταv πvευματικά καθυστερημένα εξαιτίας της έλλειψης τωv στoιχειωδώv μέσωv
ζωής. Τo 15% τωv Χιλιαvώv πάvω
από 15 ετώv ήταv αvαλφάβητoι[1].
Ο δεύτερος είναι η δραστηριοποίηση των λαϊκών στρωμάτων και η αντίθεσή
τους στις κυρίαρχες πολιτικές. Η άνοδος των κοινωνικών αγώνων αντιμετωπίστηκε
από την άρχουσα τάξη και τις κυβερνήσεις με ένταση της καταστολής αλλά και με
προσπάθειες μεταρρυθμίσεων προκειμένου να εκτονωθεί η δυσαρέσκεια. Τίποτα από
τα δύο δεν απέδωσε.
Οι λαϊκοί αγώνες έδωσαν ώθηση στην επιρροή του Κομμουνιστικού κόμματος
Χιλής. Ενισχύθηκαν επίσης τα ριζοσπαστικά στοιχεία στο Σοσιαλιστικό κόμμα,
ιδίως στο πρόσωπο του Αλλιέντε[2].
Η κατάσταση αυτή εκφράστηκε και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Η λαϊκή δυσαρέσκεια βρήκε την αντανάκλασή της στις πολιτικές δυνάμεις της
άρχουσας τάξης αλλά και στις μικροαστικές πολιτικές δυνάμεις. Στο εσωτερικό της
Χριστιανικής Δημοκρατίας εντάθηκε η κριτική προς την ηγεσία του κόμματος. Ένα
τμήμα του κόμματος αποσπάστηκε το 1969 και δημιούργησε το «Κίνημα Ενωμένης
Λαϊκής Δράσης» (MAPU)
το οποίο συμμάχησε με τις δυνάμεις της Λαϊκής Ενότητας. Λίγο αργότερα,
αποσπάστηκε ένα ακόμη τμήμα, η Χριστιανική Αριστερά, που επίσης εντάχθηκε στη
Λαϊκή Ενότητα. Το Ριζοσπαστικό κόμμα, παραδοσιακό κόμμα των μικροαστικών
στρωμάτων, ριζοσπαστικοποιήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και την ηγεσία
του ανέλαβε η αριστερή πτέρυγα που το ενέταξε στη Λαϊκή Ενότητα.
Η άρχουσα τάξη δυσκολευόταν να διαχειριστεί την κρίση. Αυτό φάνηκε με τον
πιο καθαρό τρόπο στο γεγονός ότι στις εκλογές του 1970 συμμετείχαν δυο
υποψήφιοι από τον ευρύτερο συντηρητικό χώρο διασπώντας έτσι τις δυνάμεις του.
Ο τρίτος είναι ο διεθνής συσχετισμός των δυνάμεων. Ο μεταπολεμικός κόσμος
και ιδίως η δεκαετία του 1960 χαρακτηρίστηκαν από την ισχυροποίηση του
εργατικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, των εθνικοαπελευθερωτικών και
αντιαποικιοκρατικών επαναστάσεων, από την άνοδο των αντιφασιστικών αισθημάτων
των λαών. Στη Λατινική Αμερική καθοριστικό ρόλο έπαιξε η νίκη της επανάστασης
στην Κούβα ενώ ο πόλεμος του Βιετνάμ, τον οποίο οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να χάνουν
στα τέλη της δεκαετίας του ’60, απασχολούσε μεγάλο τμήμα της στρατιωτικής και
πολιτικής δραστηριότητάς τους[3].
Από όλους αυτούς τους παράγοντες είχε δημιουργηθεί ένα κλίμα που δεν
διευκόλυνε την άμεση ανατροπή της κυβέρνησης Αλλιέντε. Υπήρξαν σχέδια και
προτάσεις για στρατιωτικό πραξικόπημα πριν τις εκλογές ώστε να προληφθεί η εκλογική
επικράτηση της «Λαϊκής Ενότητας» αλλά και για αμέσως μετά τις εκλογές. Ωστόσο,
οι σχεδιασμοί αυτοί αναβλήθηκαν για πλέον κατάλληλο χρόνο. Ο συσχετισμός των
δυνάμεων δεν εξασφάλιζε την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος. Είναι
χαρακτηριστικό ότι ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων αρνήθηκε να συμμετέχει σε
πραξικόπημα και το πλήρωσε με τη ζωή του[4].
Κατά συνέπεια, ο απεγκλωβισμός μεγάλου τμήματος του λαού από την κυρίαρχη
πολιτική και ιδεολογία, η εκλογική επικράτηση των δυνάμεων της «Λαϊκής
Ενότητας» έγιναν δυνατά[5]
μόνο σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής κρίσης, ανόδου του λαϊκού κινήματος[6]. Η
αστική κρατική εξουσία δεν μπορεί παρά να επηρεάζεται από το συσχετισμό των
κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, χωρίς αυτό να μεταβάλλει τον ταξικό
χαρακτήρα της.
2. Τι είδους κυβέρνηση;
Η κυβέρνηση της «Λαϊκής
Ενότητας» δεν ήταν μια οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική κυβέρνηση. Για να συναχθούν
ασφαλή συμπεράσματα σε σχέση με το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστούν από κοινού:
το πρόγραμμά της, η πολιτική της σύνθεση, η σχέση της με την εργατική τάξη και
τα άλλα λαϊκά στρώματα και κυρίως η πολιτική της πρακτική.
Α. Το πρόγραμμα
Α1. Η κρατική εξουσία
Το πρόγραμμα της «Λαϊκής
Ενότητας» έθετε το στόχο της υπέρβασης της φτώχειας, της ανύψωσης του βιοτικού
επιπέδου των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων, της αναδιανομής του κοινωνικού
πλούτου σε όφελος της εργατικής τάξης και του λαού.
Εκτιμούσε πως «οι επαναστατικοί μετασχηματισμοί που
χρειάζεται η χώρα μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο αν ο Χιλιανός λαός πάρει την
εξουσία στα χέρια του». Στόχος των δυνάμεων της «Λαϊκής Ενότητας» δεν ήταν
να «αντικαταστήσουν απλά έναν Πρόεδρο ή
ένα κόμμα» στην κυβέρνηση αλλά να μεταβάλλουν «τους ισχύοντες θεσμούς, εγκαθιδρύοντας ένα νέο κράτος, όπου η εργατική
τάξη και γενικά ο λαός θα ασκεί πραγματική εξουσία»[7].
Για την επίτευξη του σκοπού αυτού το πρόγραμμα προέβλεπε όχι μόνο μέτρα «επέκτασης της δημοκρατίας και των
κατακτήσεων των εργατών» αλλά μια «νέα
δομή εξουσίας που θα οικοδομηθεί από τη βάση προς τα πάνω μέσα από μια
διαδικασία εκδημοκρατισμού σ’ όλα τα επίπεδα και με την οργανωμένη κινητοποίηση
των μαζών. Ένα νέο Πολιτικό Σύνταγμα θα θεσμοποιήσει τη μαζική ενσωμάτωση του
λαού στην κρατική εξουσία»[8].
Στο πλαίσιο αυτό το
πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» προέβλεπε τη δημιουργία ενός κυρίαρχου αντιπροσωπευτικού
οργάνου, τη Λαϊκή Συνέλευση, καθώς και αντίστοιχα όργανα σε περιφερειακό και
τοπικό επίπεδο. Προέβλεπε επίσης μια σημαντική καινοτομία: οι αντιπρόσωποι του
λαού σε όλα τα επίπεδα θα ήταν υποχρεωμένοι να λογοδοτούν σε αυτόν αλλά και θα
μπορούσαν να ανακληθούν.
Το πρόγραμμα όριζε επίσης
ότι τα εργατικά συνδικάτα και οι άλλες οργανώσεις και φορείς των εργαζομένων θα
αποκτήσουν μια ουσιαστική παρέμβαση σε όλους τους τομείς των κρατικών
υποθέσεων.
Για τα μέσα μαζικής
επικοινωνίας, τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής
συνείδησης και του πολιτικού συστήματος, το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας»
όριζε ότι «θα πρέπει να παρθούν τέτοια
μέτρα, ώστε οι κοινωνικές οργανώσεις να έχουν στη διάθεσή τους αυτά τα μέσα,
απελευθερωμένα από τη βλαβερή παρουσία των μονοπωλίων».
Σε ό,τι αφορά το σκληρό
πυρήνα της κρατικής εξουσίας, δηλαδή τις ένοπλες δυνάμεις και την αστυνομία, το
πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» έθετε τους εξής στόχους. Για τις ένοπλες
δυνάμεις προέβλεπε τη «διασφάλιση του εθνικού
χαρακτήρα» τους και «άρνηση κάθε
χρησιμοποίησης των Ενόπλων Δυνάμεων για την καταπίεση του λαού ή για συμφέροντα
ξένων δυνάμεων». Για την αστυνομία όριζε ότι «θα πρέπει να αναδιοργανωθεί ώστε να μην χρησιμοποιηθεί ποτέ πια σαν
καταπιεστική δύναμη ενάντια στο λαό».
Από τα παραπάνω μπορεί να
συναχθεί το συμπέρασμα ότι το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» άνοιγε το δρόμο
για τη δημιουργία μιας άλλου τύπου κρατικής εξουσίας. Φαίνεται να κατανοούσε
ότι η απλή κυβερνητική αλλαγή δεν είναι αρκετή και ότι χρειάζεται η εισαγωγή
νέων θεσμών που να επιτρέπουν την ουσιαστική λαϊκή συμμετοχή: αιρετότητα σε όλα
τα επίπεδα, ανακλητότητα των αντιπροσώπων, ιδιαίτερος ρόλος των εργατικών και
άλλων λαϊκών οργανώσεων στη συγκρότηση του κράτους.
Μια κάποια αμφισημία θα μπορούσε
να διακρίνει κανείς στο ζήτημα των ενόπλων δυνάμεων. Εκεί, προφανώς το
πρόγραμμα αναφερόταν στην ανάγκη απεγκλωβισμού τους από την ιμπεριαλιστική
κυριαρχία, γι’ αυτό και έθετε με έμφαση το θέμα του εθνικού χαρακτήρα τους.
Παράλληλα, έθετε το θέμα της μη συμμετοχής τους στην καταπίεση του λαού, χωρίς
ωστόσο να αναφέρεται σε κάποια πιο συγκεκριμένα μέτρα υλοποίησης αυτού του
στόχου. Βέβαια, το τελευταίο μπορεί να δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο
μέχρι εκείνη τη στιγμή συσχετισμός των δυνάμεων δεν επέτρεπε την ανοιχτή
διατύπωση προτάσεων για εξοπλισμό του λαού κλπ.
Α2. Η οικονομία
Η «Λαϊκή Ενότητα» θεωρούσε
αναγκαίες τις βαθιές οικονομικές αλλαγές προκειμένου να γίνει δυνατή η
αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, η εξάλειψη της φτώχειας, της κοινωνικής αδικίας
και της εκμετάλλευσης. Έθετε «σαν κύριο
στόχο της πολιτικής της, να αντικατασταθεί η σημερινή δομή της οικονομίας με
την αφαίρεση της δύναμης του ντόπιου και ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου και των
μεγαλοτσιφλικάδων για ν’ αρχίσει το χτίσιμο του σοσιαλισμού. Η σχεδιοποίηση θα
παίξει σοβαρό ρόλο στη νέα οικονομία. Τα κεντρικά της όργανα … και οι αποφάσεις
τους, παρμένες με δημοκρατικό τρόπο, θα έχουν εκτελεστικό χαρακτήρα.
Η διαδικασία μετασχηματισμού της
οικονομίας μας αρχίζει με τη δημιουργία ενός ισχυρού κρατικού τομέα, που θα
αποτελείται από τις επιχειρήσεις που τώρα ανήκουν στο κράτος μαζί με εκείνες
που θα απαλλοτριωθούν. Σαν ένα πρώτο μέτρο, θα κρατικοποιηθούν όλοι οι φυσικοί
πόροι που βρίσκονται στα χέρια του ξένου κεφαλαίου και των ντόπιων μονοπωλίων,
όπως τα μεγάλα ορυχεία χαλκού, σιδήρου και νιτρικού άλατος. Έτσι, αυτά που θα
αποτελέσουν τον κρατικοποιημένο τομέα είναι τα ακόλουθα:
1. Η
μεγάλη μεταλλευτική βιομηχανία χαλκού, νιτρικού άλατος, ιωδίου, σιδήρου και
γαιανθράκων
2. Το
χρηματοδοτικό σύστημα της χώρας, ιδιαίτερα οι ιδιωτικές τράπεζες και οι
ασφαλιστικές εταιρείες.
3. Το
εξωτερικό εμπόριο.
4. Μεγάλες
εταιρείες και μονοπώλια διανομής.
5. Βιομηχανικά
μονοπώλια στρατηγικής σημασίας.
6. Γενικά,
όλες οι δραστηριότητες που επηρεάζουν την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της
χώρας, όπως η παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, οι σιδηροδρομικές,
αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές, οι επικοινωνίες, η παραγωγή, διύλιση και
διανομή του πετρελαίου και των υποπροϊόντων του, η μεταλλουργική βιομηχανία, το
τσιμέντο, τα πετροχημικά και τα βαρέα χημικά, το χαρτί.
«Όλες
αυτές οι απαλλοτριώσεις», σημείωνε το πρόγραμμα, «θα πραγματοποιηθούν με πλήρη προστασία των συμφερόντων του μικρού
μετόχου»[9].
Β. Οι πολιτικές δυνάμεις
Διαφωτιστικός είναι και ο
εσωτερικός της «Λαϊκής Ενότητας» συσχετισμός των δυνάμεων, όπως καταγράφηκε
στις τοπικές εκλογές του 1971. Το Σοσιαλιστικό κόμμα έλαβε τότε 22,89%, το
Κομμουνιστικό κόμμα 17,36%, το Ριζοσπαστικό κόμμα 8,18% και τα άλλα κόμματα της
συμμαχίας από περίπου 1%[10].
Η βασική κοινωνική δύναμη
στην οποία στηριζόταν η κυβέρνηση ήταν η εργατική τάξη. Από το 1961 η
πλειοψηφία της διοίκησης της ενιαίας εργατικής συνομοσπονδίας (CUT) ήταν προσκείμενη στο Κομμουνιστικό
κόμμα ενώ δεύτερη δύναμη ήταν το Σοσιαλιστικό κόμμα. Το 1970 στα συνδικάτα ήταν
οργανωμένο το 25% των εργατών και υπαλλήλων. Μετά την εκλογή του Αλλιέντε ο
ρυθμός ένταξης των εργαζομένων στα συνδικάτα αυξήθηκε εντυπωσιακά: από 3,4%
αύξηση το 1971 ανήλθε σε 18,8% το πρώτο μόνο εξάμηνο του 1972[11]. Στις συνδικαλιστικές
εκλογές του Μαϊου του 1972 αναδείχθηκε νέα ηγεσία της CUT: 18 συνδικαλιστές προέρχονταν από το
Κομμουνιστικό κόμμα, 16 από το Σοσιαλιστικό, 16 από τη Χριστιανική Δημοκρατία
και ένας από το MIR
(«Κίνημα της Επαναστατικής Αριστεράς»)[12].
Γ. Η πολιτική πρακτική
Η πολιτική πρακτική, η
εφαρμογή του προγράμματος της «Λαϊκής Ενότητας» από την κυβέρνηση Αλλιέντε
είναι το αποφασιστικό κριτήριο για τη φυσιογνωμία της. Πρώτιστα, πρέπει να
σημειωθεί ότι η κυβέρνηση δεν ενέδωσε στις ποικιλόμορφες πιέσεις της εγχώριας
αστικής τάξης και των ΗΠΑ για να μετατοπιστεί σε πρακτικές σοσιαλδημοκρατικής
διαχείρισης της οικονομίας.
Προχώρησε
σε ένα τολμηρό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων του μονοπωλιακού κεφαλαίου, όπως
προβλεπόταν στο πρόγραμμα και σε δραστικά μέτρα βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου
του λαού. Εθvικoπoιήθηκε o
χαλκός, πoυ τoν εκμεταλλεύovταv ως
τότε oι πoλυεθvικές
των ΗΠΑ. Μέσα στα πρώτα δυo χρόvια διακυβέρvησης oι
εθvικoπoιήσεις περιέλαβαv πoλλoύς άλλoυς
καίριoυς κλάδoυς της oικovoμίας όπως τα μεταλλoυργεία, τα oρυχεία σιδηρoμεταλλεύματoς και vίτρoυ, τα εργoστάσια τσιμέvτoυ,
τηv κλωστoϋφαvτoυργία,
τηv παραγωγή και διαvoμή ηλεκτρικoύ ρεύματoς
καθώς και τις τράπεζες.
Ο
δημόσιoς τoμέας της oικovoμίας
παρήγαγε στα τέλη τoυ 1972
περισσότερo από τo 50% τoυ
ακαθάριστoυ βιoμηχαvικoύ πρoϊόvτoς.
Το ποσοστό παραγωγής στην ιδιοκτησία του δημοσίου στους διάφορους κλάδους της
οικονομίας ήταν: τρόφιμα 21%, ποτά 26%, υφάσματα 52%, ένδυση 2%, έπιπλα 2%,
ελαστικά 67%, μη μεταλλικά ορυκτά 64%, βασικά μέταλλα 53%, πετρελαιοειδή 100%.
Συvoλικά η βιoμηχαvική
παραγωγή αυξήθηκε με γρηγoρότερoυς ρυθμoύς
μετά το 1970[13].
Οι
εργάτες συμμετείχαv στη διoίκηση τωv
εργoστασίωv,
κυρίως τωv εθvικoπoιημέvωv. Ωστόσο, το επίπεδο συμμετοχής δεν θεωρούνταν
πάντοτε ικανοποιητικό. Από τις 320 εθνικοποιημένες επιχειρήσεις το σύστημα της
εργατικής συμμετοχής λειτουργούσε επίσημα στις 170 ενώ μόνο σε 35 υπήρξε
αποφασιστική συμμετοχή των εργαζομένων[14].
Ως
αποτέλεσμα των παραπάνω πολιτικών, τα συμφέροντα του εγχώριου και αλλοδαπού
μονοπωλιακού κεφαλαίου επλήγησαν σοβαρά. Αντίθετα, τo πραγματικό εισόδημα τωv εργαζoμέvωv
αυξήθηκε σημαvτικά. Ο πραγματικός μισθός
στο πρώτο έτος διακυβέρνησης αυξήθηκε κατά 20%. Η αvεργία έπεσε από τo 8,8% στo
3%. Η παιδική θvησιμότητα μειώθηκε κατά
20,1%. Για πρώτη φoρά στηv ιστoρία
της χώρας δημιoυργήθηκε καθoλικό υγειovoμικό σύστημα. Θεαματική πρόoδoς
σημειώθηκε στηv καταπολέμηση τoυ αvαλφαβητισμoύ και στην ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης.
Η
απαλλoτρίωση τωv τσιφλικιώv πρoχώρησε.
Μέσα στους τέσσερεις πρώτους μήνες η κυβέρνηση είχε απαλλοτριώσει τόση γη όση
είχαν απαλλοτριώσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις σε έξι χρόνια. Χιλιάδες αγρότες
πήραv γη και άρχισαv vα συγκρoτoύvται
συvεταιρισμoί.
Η κατάσταση των αγροτών και τωv
ιθαγεvώv ιvδιάvωv
βελτιώθηκε αισθητά[15].
3.
Το ζήτημα της εξουσίας
Ωστόσο,
η κυβέρνηση Αλλιέντε δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει το οικονομικό σαμποτάζ που
εξαπολύθηκε από τις ΗΠΑ και την εγχώρια αστική τάξη το οποίο έλαβε τέτοια
έκταση ώστε πολλοί έκαναν λόγο για ένα «σιωπηλό Βιετνάμ»[16].
Αυτό είχε σαν συνέπεια, από το 1972, να σημειωθεί διαταραχή της τροφοδοσίας της
αγοράς, γεγονός που επέφερε κάποια κάμψη της επιρροής της κυβέρνησης. Ωστόσο, η
επιρροή της παρέμενε σε πολύ υψηλά επίπεδα. Στις βουλευτικές εκλογές αυτού του
έτους έλαβε 43,4%, πολύ παραπάνω από το 36,3% που είχε λάβει ο Αλλιέντε στις
προεδρικές εκλογές του 1970 αλλά λιγότερο από το 50,8% που είχαν λάβει τα
κόμματα της Λαϊκής Ενότητας στις δημοτικές εκλογές του 1971.
Το
εξωτερικό οικονομικό σαμποτάζ πήρε κυρίως τη μορφή της διακοπής δανειοδότησης
της χώρας, της μη παράδοσης μηχανημάτων, ανταλλακτικών, πρώτων υλών και εμπορευμάτων, της πτώσης της τιμής του
χαλκού στη διεθνή αγορά, της αμφισβήτησης των εθνικοποιήσεων των πολυεθνικών
που λυμαίνονταν το χαλκό ενώπιον δικαστηρίων τρίτων χωρών[17].
Ιδιαίτερο βάρος για την οικονομία της χώρας αποτελούσε το χρέος που είχαν
συσσωρεύσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις της ολιγαρχίας και που ξεπερνούσε τα 4 δις
δολάρια[18].
Όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν αντιμετωπιστεί καλύτερα αν η κυβέρνηση Αλλιέντε
είχε προχωρήσει πιο τολμηρά στην ανάπτυξη των οικονομικών της σχέσεων με τα
σοσιαλιστικά κράτη και είχε αρνηθεί να πληρώσει το χρέος όπως είχαν πράξει και
άλλα τριτοκοσμικά κράτη.
Το
εσωτερικό οικονομικό σαμποτάζ πήρε ιδίως τη μορφή της απόκρυψης εμπορευμάτων
και ειδών πρώτης ανάγκης και της απεργίας των ιδιοκτητών φορτηγών. Στις
περιπτώσεις αυτές απαιτούνταν να επεκταθεί και να βαθύνει ο εργατικός και
λαϊκός έλεγχος στην οικονομική δραστηριότητα που θα εξασφάλιζε την καταγραφή
και διανομή των εμπορευμάτων. Ο έλεγχος της οικονομίας δεν μπορούσε να
επιτευχθεί από την εχθρική ή έστω αδιάφορη κρατική γραφειοκρατία[19].
Στον
τομέα των πολιτικών αλλαγών η κυβέρνηση Αλλιέντε επέδειξε δισταγμό να εφαρμόσει
το πρόγραμμά της. Η εφαρμογή του βέβαια δεν μπορούσε να γίνει χωρίς υπολογισμό
του συσχετισμού των δυνάμεων. Με αυτή την έννοια, το 1971, όταν τα μέτρα της
κυβέρνησης είχαν ανεβάσει το κύρος της στο λαό, ίσως ήταν η κατάλληλη στιγμή
για επιτάχυνση των περιλαμβανομένων στο πρόγραμμα πολιτικών αλλαγών. Τη χρονιά
αυτή ο ενθουσιασμός του λαού βρισκόταν στο απόγειο. Αυτό το κλίμα εξάλλου
αξιοποίησε η κυβέρνηση για να επιβάλλει, με σχεδόν σαρωτικό ρυθμό, τις
εθνικοποιήσεις.
Δεν
συνέβη το ίδιο με τις πολιτικές αλλαγές. Πραγματοποιήθηκαν βέβαια βήματα στην
κατεύθυνση αυτή αλλά πιο περιορισμένα. Δεν αξιοποιήθηκε η λαϊκή ενεργητικότητα
για την καθιέρωση θεσμών όπως οι λαϊκές συνελεύσεις, η δυνατότητα ανάκλησης των
κάθε είδους αντιπροσώπων κλπ, που περιλαμβάνονταν εξάλλου στο πρόγραμμα της «Λαϊκής
Ενότητας».
Ειδικότερα
η στρατιωτική πολιτική
Οι
πολιτικές αλλαγές έπρεπε να περιλαμβάνουν οπωσδήποτε το στράτευμα και την
αστυνομία με την απομάκρυνση των φασιστικών, φιλοϊιμπεριαλιστικών και
φιλομονοπωλιακών στοιχείων, το ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό των δομών ή και την
κατάργηση κάποιων από αυτές και, κυρίως, την εισαγωγή του εργατικού και λαϊκού
παράγοντα με τη μορφή της πολιτοφυλακής. Η κυβέρνηση είχε ερείσματα και στις
ένοπλες δυνάμεις που μπορούσε να τα αξιοποιήσει. Λίγο πριν το πραξικόπημα, όταν
η επιρροή της κυβέρνησης είχε σχετικά φθαρεί, υπολογίζεται ότι το 40% των
στρατηγών ήταν με το μέρος του Αλλιέντε[20]. Πολύ
μεγαλύτερη επιρροή είχε βεβαίως στους κατώτερους και μεσαίους αξιωματικούς.
Στη στρατιωτική πολιτική της
κυβέρνησης Αλλιέντε συνοψίστηκαν οι αντιφάσεις και τα προβλήματά της. Η «Λαϊκή
Ενότητα», τόσο πριν όσο και μετά την εκλογική της νίκη, επικέντρωσε την προσοχή
της στη διεύρυνση της επιρροής της στο προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων είτε με
τη μορφή της προσέλκυσης στο πολιτικό της πρόγραμμα είτε με τη μορφή της
ουδετεροποίησης και της εξασφάλισης τήρησης της νομιμότητας[21].
Ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι μόνο το προσωπικό του. Είναι ιδίως δομές,
κοινωνικο-οικονομικές και ιδεολογικο-πολιτικές σχέσεις και συμφέροντα.
Οποιαδήποτε παρέμβαση, για να είναι ουσιαστική, πρέπει να θίγει και αυτές τις
παραμέτρους.
Επομένως η πολιτική της
«Λαϊκής Ενότητας» ήταν ορθή αρχικά, δηλαδή πριν την εκλογική νίκη και αμέσως
μετά από αυτήν, όταν ο συσχετισμός των δυνάμεων δεν ευνοούσε πιο ριζοσπαστικά
μέτρα. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι το 1970 η «Λαϊκή Ενότητα»
απέσπασε οριακά τη σχετική πλειοψηφία με το 36,3% των ψήφων έναντι 35% του
δεξιού Εθνικού Κόμματος και 27,8% των Χριστιανοδημοκρατών.
Αλλά, τουλάχιστον από ένα
σημείο και μετά, η πολιτική αυτή ήταν ανεπαρκής. Ο συσχετισμός των δυνάμεων
βελτιώθηκε για την κυβέρνηση το 1971, όπως έδειξαν και τα αποτελέσματα των
τοπικών εκλογών. Στο σημείο εκείνο ήταν ίσως δυνατή η έναρξη τολμηρών
παρεμβάσεων στους πολιτικούς θεσμούς και κυρίως στο στράτευμα, στη λογική που
προαναφέρθηκε. Στο βαθμό που ο συσχετισμός των δυνάμεων το επέτρεπε, οι αλλαγές
αυτές έπρεπε να γίνουν, είτε εντός του ισχύοντος συνταγματικού και νομικού
πλαισίου είτε εκτός. Λόγω των εκλογικών συσχετισμών το 1971 θα μπορούσαν να
γίνουν ακόμη και νομότυπα προκειμένου να διευρυνθεί η νομιμοποιητική τους βάση.
Υποστηρίχθηκε ότι τη χρονιά εκείνη ο πρόεδρος Αλλιέντε θα μπορούσε, όπως είχε
δικαίωμα από το Σύνταγμα, να διαλύσει τη Βουλή (όπου δεν είχε πλειοψηφία), να προκηρύξει
εκλογές και να υιοθετήσει νέο Σύνταγμα[22].
Στο εσωτερικό της κυβέρνησης
Αλλιέντε υπήρξε ταλάντευση για ένα τέτοιο ποιοτικό άλμα μπροστά. Άλλοι δεν
υπολόγισαν ορθά το συσχετισμό και τη συγκυρία στην οποία έπρεπε να
πραγματοποιηθεί αυτό, άλλοι ταλαντεύονταν, άλλοι δεν επιθυμούσαν μια τέτοια
ριζοσπαστικοποίηση. Η κυβέρνηση Αλλιέντε πραγματοποίησε τα πρώτα βήματα στο
διάστημα 1970-1972 αλλά στη συνέχεια ο βηματισμός της έμεινε μετέωρος και, κατά
συνέπεια, κατέστη ευάλωτη. Αν πραγματοποιούνταν το άλμα αυτό, υπήρχε σοβαρή
πιθανότητα επιτυχίας και κατάκτησης της κρατικής εξουσίας από την εργατική τάξη
και το λαό. Αυτό το τελευταίο δεν είναι βέβαιο.
Η επιλογή των δραστικών
παρεμβάσεων στις ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσε να είχε ακολουθηθεί και αργότερα,
το 1972, με λιγότερο ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων, όταν πλέον οι δολοφονικές και
τρομοκρατικές επιθέσεις της ακροδεξιάς και οι συνωμοσίες στο στράτευμα
βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη και ήταν ολοφάνερο ότι το πραξικόπημα
πλησίαζε. Η πολιτική του κατευνασμού στη συγκυρία αυτή ήταν απολύτως αδιέξοδη.
Η προώθηση ριζοσπαστικών αλλαγών θα βασιζόταν στο πρόσθετο επιχείρημα της
υπεράσπισης της νομιμότητας που ολοφάνερα πια υπονομευόταν από τα αντιδραστικά
και φασιστικά στοιχεία υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ. Είναι πιθανό βέβαια ότι θα
ακολουθούσε ένα μακρόχρονος εμφύλιος πόλεμος με άδηλη κατάληξη. Ο εσωτερικός
και διεθνής συσχετισμός των δυνάμεων θα έκριναν σε κάθε περίπτωση το τελικό
αποτέλεσμα.
Δεν είναι άλλωστε τυχαία η
στιγμή που εκδηλώθηκε το πραξικόπημα. Οι αντιδραστικές δυνάμεις εκτίμησαν ότι η
πολιτική επιρροή της «Λαϊκής Ενότητας» δεν θα φθίνει, παρά το οικονομικό
σαμποτάζ και την τρομοκρατία. Δεν προσδοκούσαν επίσης ότι θα ρυμουλκούσαν την
κυβέρνηση στη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση. Αντίθετα, ανησυχούσαν ότι στο
εσωτερικό της κυβέρνησης θα ενισχυόταν η άποψη που υποστήριζε την περαιτέρω
ριζοσπαστικοποίηση. Η 11η Σεπτεμβρίου, ημέρα που εκδηλώθηκε τελικά το
πραξικόπημα, ήταν η ημέρα που ο πρόεδρος Αλλιέντε θα εξήγγειλε δημοψήφισμα,
βάσει του άρθρου 109 του Συντάγματος. Αντικείμενο του δημοψηφίσματος θα ήταν η
υιοθέτηση μιας ευρείας αναθεώρησης του Συντάγματος[23]. Η
ενέργεια αυτή πιθανότατα θα απελευθέρωνε το ριζοσπαστικό δυναμικό της «Λαϊκής
Ενότητας» και θα έθετε στην ημερήσια διάταξη θέματα πιο προωθημένα από το ίδιο
το σχέδιο Συντάγματος. Έτσι, οι αντιδραστικές δυνάμεις αποφάσισαν να μην
περιμένουν περισσότερο.
4. Συμπεράσματα για τη μαρξιστική θεωρία του κράτους
Η ανάδειξη της κυβέρνησης
Αλλιέντε επιβεβαίωσε ουσιαστικά τις αναλύσεις του 4ου συνεδρίου της
Κομμουνιστικής Διεθνούς. Τις επιβεβαίωσε και με τις επιτυχίες της και με την
ανατροπή της. Το συνέδριο διεξήχθη το 1922 και, ανάμεσα σε άλλα, διατύπωσε τη
θέση ότι στις συνθήκες αστικής δημοκρατίας υπάρχει δυνατότητα ανάδειξης
ριζοσπαστικών και επαναστατικών δυνάμεων στην κυβέρνηση. Το συνέδριο εκτιμούσε
ότι αυτό μπορεί να γίνει όχι οποτεδήποτε αλλά μόνο σε συνθήκες ιδιαίτερης
ανόδου των λαϊκών αγώνων. Μια τέτοια κυβέρνηση μπορεί «να προκύψει και με βάση το κοινοβούλιο, αλλά σε στενή σχέση με τον
επαναστατικό αγώνα κατά της αστικής τάξης, μόνο στην πορεία της μαζικής πάλης,
στηριζόμενη στις μάζες και δυναμώνοντας το επαναστατικό κίνημα»[24].
Η εργατική κυβέρνηση «δεν είναι ακόμα δικτατορία του προλεταριάτου» ούτε
αποτελεί «μια αναγκαία μεταβατική μορφή» μπορεί να αποτελέσει όμως «μια
αφετηρία για την κατάκτηση» της εξουσίας από την εργατική τάξη[25].
Η ανάλυση της Διεθνούς
βασιζόταν στη μαρξιστική λενινιστική θεωρία του κράτους, πολύ περισσότερο που ο
Λένιν ήταν παρών στο 4ο αυτό συνέδριό της. Τα θεωρητικά θεμέλια της
ανάλυσης ήταν: Πρώτο, ο ταξικός χαρακτήρας του αστικού κράτους είναι σε κάθε
περίπτωση δεδομένος. Για την κατάργηση των εκμεταλλευτικών καπιταλιστικών
σχέσεων απαιτείται η σοσιαλιστική επανάσταση που θα καταργήσει το αστικό κράτος
και θα το αντικαταστήσει από την εργατική εξουσία. Δεύτερο, η αντανάκλαση του
συσχετισμού των δυνάμεων δεν αποκλείει, σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, να
βρει έκφραση στο επίπεδο της κυβέρνησης. Ακόμη κι έτσι, όμως, δεν μεταβάλλεται
ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους. Τρίτο, οι όποιες μεταρρυθμίσεις, αλλαγές και
μετασχηματισμοί πρέπει να οδηγήσουν στην καταστροφή των δομών της αστικής
κρατικής εξουσίας και στη δημιουργία νέων.
Στο κλασικό έργο του Κράτος και επανάσταση, όπως και παντού
αλλού στο έργο του, ο Λένιν υπογράμμιζε ότι ο ριζικός εκδημοκρατισμός «συνδέεται με το ζήτημα ότι σε μια ορισμένη
βαθμίδα της εξέλιξής της η δημοκρατία, πρώτο, συσπειρώνει το προλεταριάτο, την
επαναστατική τάξη, ενάντια στον καπιταλισμό και της δίνει τη δυνατότητα να
τσακίσει … την αστική, έστω και δημοκρατική-αστική, κρατική μηχανή… Εδώ η
«ποσότητα περνάει στην ποιότητα». Ο τέτοιος βαθμός δημοκρατισμού συνδέεται με
το ξεπέρασμα των πλαισίων της αστικής κοινωνίας, με την έναρξη του
σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της. Αν πραγματικά όλοι θα συμμετέχουν στη
διακυβέρνηση του κράτους, ο καπιταλισμός δεν θα μπορεί πια να κρατηθεί»[26]. Όπως τόνιζε συχνά ο Λένιν, «η κυριαρχία της αστικής τάξης δεν συμβιβάζεται με τον αληθινά
επαναστατικό, τον αληθινό δημοκρατισμό»[27]. «…Σ’ ένα πραγματικά επαναστατικό-δημοκρατικό
κράτος ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός σημαίνει αναπότρεπτα και αναπόφευκτα
ένα βήμα ή μάλλον βήματα προς το σοσιαλισμό»[28]. Ένα από τα καθοριστικά ζητήματα στη
διαδικασία αυτή είναι η δημιουργία λαϊκής πολιτοφυλακής[29]
καθώς και θεσμών ουσιαστικής συμμετοχής των εργαζομένων που διακρίνονται για τα
αμεσοδημοκρατικά στοιχεία, την πλήρη αιρετότητα και ανακλητότητα των
αντιπροσώπων, τον έλεγχο από τα κάτω[30].
Οι προγραμματικές θέσεις της
«Λαϊκής Ενότητας» δείχνουν ότι η κυβέρνηση αυτή αποτελούσε ένα είδος «εργατικής
κυβέρνησης» αναδεδειγμένης σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, σύμφωνα με τις
αναλύσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Η τελευταία υπογράμμιζε ότι
«στα καθήκοντα της εργατικής
κυβέρνησης, που δεν έχει γίνει ακόμα κυβέρνηση της προλεταριακής διχτατορίας,
ανήκαν ο εξοπλισμός της εργατικής τάξης, ο αφοπλισμός των αστικών
αντεπαναστατικών οργανώσεων, η εφαρμογή ελέγχου στην παραγωγή, η μεταβίβαση του
κυριότερου βάρους των φόρων στις τάξεις των πλουσίων και η κατάπνιξη της
αντίστασης της αντεπανάστασης. Η συνεπής εφαρμογή αυτών των μέτρων, θα
συνέβαλλε στην επαναστατική διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων και στη συσπείρωσή
τους γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα, και θα μπορούσε να προετοιμάσει το
πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση»[31].
«Αλλά μόλις η εργατική κυβέρνηση θα αρχίσει
να εφαρμόζει το πρόγραμμά της και θα είναι υποχρεωμένη να αποκρούει την απειλή
κατά της ύπαρξής της από μέρους της αστικής τάξης, τη στιγμή αυτή θα αναγκαστεί
να συντρίψει τον αστικό κρατικό μηχανισμό και να δημιουργεί τον δικό της, τον
προλεταριακό»[32].
Η ανάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς αποδείχθηκε και στο ζήτημα αυτό
απολύτως ορθή. Μόλις η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» άρχισε να εφαρμόζει το
πρόγραμμά της, το οποίο μάλιστα στο οικονομικό επίπεδο ήταν πιο προχωρημένο από
την επιβολή εργατικού ελέγχου στην παραγωγή, η εγχώρια άρχουσα τάξη, ο
ιμπεριαλισμός και το αστικό κράτος εξαπέλυσαν την ένοπλη καταστολή που
κορυφώθηκε με το πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973. Οι
ταλαντεύσεις και οι κακοί υπολογισμοί των δυνάμεων της «Λαϊκής Ενότητας» αποδείχθηκαν
μοιραίοι.
[1] Βλ. Χιλή
1970-1975 (πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εσωτερική
αντίδραση), εκδ. ΚΝΕ, 1975.
[2] Για την προσωπικότητα του Σ. Αλλιέντε βλ. ιδίως το
κεφάλαιο «Συνομιλίες με τον Αλλιέντε» στο Ρ. Ντεμπρέ, Ο δρόμος της Χιλής,
Αθήνα, εκδ. Μνήμη, χ.χρ., σελ. 61 επ.
[3] Βλ. διεξοδικότερα Δ. Καλτσώνης, Η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» στη Χιλή 1970-1973, ηλεκτρονική
έκδοση Εργατικός Αγώνας, 2012, σελ. 5-7.
[4] Βλ. διεξοδικότερα Δ. Καλτσώνης, Η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» στη Χιλή 1970-1973, οπ.π., σελ.
35 επ.
[5]
Βλ. S. Allende, Abriran
las grandes alamedas (discursos), Santiago de Chile, LOM ediciones, 2003, σελ. 5 επ.
[6] Για την προβληματική αυτή βλ. το κεφάλαιο «Κυβέρνηση
και κρατική εξουσία» στο. Δ. Καλτσώνης, Το
δίλημμα της μπολιβαριανής δημοκρατίας (κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του
Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2009, σελ. 35 επ.
[7] Για το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» βλ. Βλ. Χιλή 1970-1975 (πέντε χρόνια αγώνες ενάντια
στον ιμπεριαλισμό και την εσωτερική αντίδραση), εκδ. ΚΝΕ, 1975 και Programa de la
Unidad Popular, προσβάσιμο στο http://www.abacq.net/imagineria/frame5.htm.
[8] Βλ. Χιλή
1970-1975 (πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εσωτερική
αντίδραση), εκδ. ΚΝΕ, 1975
και Programa de la Unidad Popular, προσβάσιμο στο
http://www.abacq.net/imagineria/frame5.htm.
[9] Βλ. Χιλή
1970-1975 (πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εσωτερική
αντίδραση), εκδ. ΚΝΕ, 1975
και Programa de la Unidad Popular, προσβάσιμο στο http://www.abacq.net/imagineria/frame5.htm.
[10] Βλ. Π. Σουήζυ – Χ. Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, Αθήνα, εκδ. Καρανάση, 1983, σελ. 75.
[11]
Βλ. F. Gaudichaud,
“Construyendo Poder Popular: El movimiento sindical, la CUT y las luchas
obreras en el periodo de la Unidad Popular”, στον τόμο J. Pinto Vallejos, Cuando hicimos historia (la experiencia de
la Unidad Popular), Santiago de Chile, LOM, 2005, σελ. 81 επ.
[12]
Βλ. M. Amoros, “El
Partido Comunista de Chile y el gobierno de Salvador Allende”, Mundo Obrero, 5/9/2003.
[13] Βλ. Π. Σουήζυ – Χ.
Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση
στη Χιλή, οπ.π., σελ. 80 επ., 151.
[14] Βλ. Π. Σουήζυ – Χ.
Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση
στη Χιλή, οπ.π., σελ. 172.
[15] Βλ. Π. Σουήζυ – Χ. Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, οπ.π., σελ. 160.
[16] Τη φράση αυτή χρησιμοποίησε πρώτα ο ποιητής Πάβλο
Νερούδα για να την επαναλάβει ο Αλλιέντε στην ομιλία του στον ΟΗΕ, βλ. P. Kalfon, Allende, Biarritz, ed. Atlantica, 1998, σελ.
196 επ.
[17] Βλ. αναλυτικά συγκεκριμένα στοιχεία που κατέθεσε στην
ομιλία του ο Αλλιέντε στον ΟΗΕ το 1972, στο
S. Allende, Abriran las grandes alamedas (discursos), οπ.π., σελ.
25 επ.
[18]Βλ. Fidel Castro, Discurso
pronunciado en la concentración por el X Aniversario de los CDR, efectuada en
la Plaza de la revolución el 28 de septiembre de 1970, http://www.cuba.cu/gobierno/discursos/1970/esp/f280970e.html.
[19]Βλ. διεξοδικότερα Δ.
Καλτσώνης, Η κυβέρνηση της «Λαϊκής
Ενότητας» στη Χιλή 1970-1973, οπ.π., σελ. 55 επ.
[20] Βλ Π. Σουήζυ – Χ. Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, οπ.π., σελ. 206.
[21] Βλ. V. Valdivia Ortiz de Zarate, «Unidad Popular y Fuerzas Armadas» στον
τόμο
J.
Pinto Vallejos, Cuando hicimos historia
(la experiencia de la Unidad Popular), οπ.π., σελ. 177 επ.
[22] Βλ. διεξοδικότερα Δ. Καλτσώνης, Η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» στη Χιλή 1970-1973, οπ.π., σελ.
51-53 και P. Kalfon, Allende,
οπ.π., σελ. 109.
[23] Βλ. S. Allende, Un Estado democratico y soberano: mi propuesta a pos chilenos, ed.
Centro de Estudios Politicos Simon Bolivar y de la Fundacion Presidente Allende
(Espana).
[24] Βλ. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, χ.χρ.,
σελ. 175-176 και τον τόμο 3η
Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, (Θέσεις, αποφάσεις, μανιφέστα), Αθήνα,
εκδ. Εργατική πάλη, χ.χρ., σελ. 396-398.
[25] Βλ.
διεξοδικότερα ΔΚ, «Από την ιστορία της Κομμουνιστικής Διεθνούς: το ζήτημα της
εργατικής κυβέρνησης», http://ergatikosagwnas.gr/EA/index.php/2012-02-04-20-01-31/694-2013-02-18-13-05-08.
[26] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», Άπαντα, τ. 33, σελ. 100.
[27] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Η καταστροφή που μας απειλεί και πως
πρέπει να την καταπολεμήσουμε», Άπαντα,
τ. 34, σελ. 190.
[28] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Η καταστροφή που μας απειλεί και πως
πρέπει να την καταπολεμήσουμε», Άπαντα,
τ. 34, σελ. 191, 194. Την ίδια ακριβώς διατύπωση χρησιμοποίησε ο Λένιν και
αργότερα, βλ. Β.Ι.Λένιν, «Για τα «αριστερά» παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό»,
Άπαντα, τ. 36, σελ. 302. Παρόμοια
ανάλυση συναντάται και νωρίτερα στο Β.Ι.Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», Άπαντα, τ. 36, σελ. 70 όπου έγραφε: «η λαοκρατική δημοκρατία είναι η πιο κοντινή
πρόσβαση προς τη δικτατορία του προλεταριάτου».
[29] «Μια τέτια
πολιτοφυλακή θα αποτελούνταν κατά 95% από εργάτες και αγρότες, θα έκφραζε
πραγματικά τη σκέψη και τη θέληση, τη δύναμη και την εξουσία της τεράστιας
πλειοψηφίας του λαού… Μια τέτια πολιτοφυλακή θα μετάτρεπε τη δημοκρατία από
όμορφη ταμπέλα που σκεπάζει την υποδούλωση και τον εμπαιγμό του λαού από τους
καπιταλιστές, σε πραγματική διαπαιδαγώγηση των μαζών για τη συμμετοχή τους σε
όλες τις κρατικές υποθέσεις» βλ. Β.Ι.Λένιν, «Γράμματα από μακριά», Άπαντα, τ. 31, σελ. 43.
[30] Βλ. ΔΚ, «Ο Λένιν για την αναγκαιότητα των μεταβατικών
αιτημάτων», http://ergatikosagwnas.gr/EA/index.php/2012-02-04-20-06-29/663-2013-01-29-17-53-27
και την εκεί παραπεμπόμενη βιβλιογραφία.
[31] Βλ. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, οπ.π., σελ. 175-176 και τον τόμο 3η Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα
συνέδρια, (Θέσεις, αποφάσεις, μανιφέστα), οπ.π., σελ. 396-398.
[32] Βλ. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, οπ.π., σελ. 192.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου