Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Έλεγχος συνταγματικότητας και έλεγχος συμβατότητας με το κοινοτικό δίκαιο. Η απόφαση Transportes Urbanos του ΔΕΕ

Υπάρχει σίγουρα ένα κοινό πεδίο, όταν ο δικαστής ελέγχει αν ένας νόμος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα, με το διεθνές δίκαιο (ιδίως ΕΣΔΑ) ή με το κοινοτικό/ενωσιακό δίκαιο. Ωστόσο, στα τρία αυτά είδη δικαστικού ελέγχου μπορεί να διαφοροποιούνται οι προϋποθέσεις, οι τεχνικές ή οι έννομες συνέπειες. Ακόμη και στο δικό μας σύστημα, όπου ο έλεγχος είναι και στις τρεις περιπτώσεις διάχυτος, παρεμπίπτων και συγκεκριμένος, διαφορές υπάρχουν (βλ. χαρακτηριστικά Αντ. Μανιτάκη, Η διαπλοκή του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας με τον έλεγχο της συμβατικότητας των νόμων ενόψει της ΕΣΔΑ στο παράδειγμα των ενοχικών απαιτήσεων, ΝοΒ 2008, σ. 2541 επ.). Αυτό φάνηκε, άλλωστε, και με το «κόλπο» που εφαρμόζουν τα Τμήματα του ΣτΕ, για να παρακάμψουν το άρθρο 100 παρ. 5 Συντ. και να μην παραπέμψουν στην Ολομέλεια (όπως, αντιστοίχως, και η τελευταία, για να μην παραπέμψει στο ΑΕΔ), αποφεύγουν δηλαδή να ελέγξουν τη συνταγματικότητα και ελέγχουν το νόμο μόνον ως προς τη συμβατότητά του με την ΕΣΔΑ. Ακόμη σημαντικότερες είναι φυσικά οι διαφορές σε συστήματα όπου ο μεν έλεγχος συνταγματικότητας είναι συγκεντρωτικός, ενώ οι άλλες μορφές ελέγχου μπορεί να ασκούνται κατά τρόπο διάχυτο και παρεμπίπτοντα.

Σε κάθε περίπτωση, το κοινοτικό δίκαιο φαίνεται πως επιβάλλει τον διάχυτο έλεγχο, δηλαδή την αρμοδιότητα κάθε εθνικού δικαστηρίου να ελέγχει τη συμβατότητα των νόμων με το κοινοτικό δίκαιο. Ο Κώστας Γιαννακόπουλος (Ο διάχυτος και παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα υπό το πρίσμα του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, ΕφημΔΔ 2009, σ. 825 επ.) έχει πρόσφατα υποστηρίξει ότι, με τον τρόπο αυτό, το κοινοτικό δίκαιο εμμέσως προκρίνει, αν δεν απαιτεί, τον διάχυτο έλεγχο και της συνταγματικότητας. Ομολογώ πως η συσχέτιση του κοινοτικού δικαίου με τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων με ξένισε και, ενστικτωδώς, μού φάνηκε εξεζητημένη και, με μιαν έννοια, κάπως «ιερόσυλη». Από την άλλη, η διαπλοκή των δύο μορφών ελέγχου θέτει διάφορα ζητήματα, που χρειάζεται να τα δούμε με μεγαλύτερη προσοχή.

Ένα τέτοιο ζήτημα ανέκυψε στην απόφαση Transportes Urbanos του Δικαστηρίου της ΕΕ (C-118/08, 26.1.2010). Στην Ισπανία ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι συγκεντρωτικός. Αν σε δίκη ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ανακύψει θέμα συνταγματικότητας, αυτό παραπέμπεται στο Tribunal Constitucional. Εξάλλου, σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο, αγωγή αστικής ευθύνης για ζημία από διοικητική πράξη που εκδόθηκε βάσει αντικοινοτικού νόμου μπορεί να ασκηθεί μόνο μετά την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων κατά της πράξης αυτής. Αντιθέτως, η προϋπόθεση αυτή δεν ισχύει όταν η διοικητική πράξη εκδόθηκε βάσει αντισυνταγματικού νόμου, οπότε η αγωγή αστικής ευθύνης μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε και ανεξάρτητα από την προσβολή της διοικητικής πράξης. Το ΔΕΕ έκρινε ότι η διαφοροποίηση αυτή αντίκειται στην κοινοτική αρχή της ισοδυναμίας, που λέει ότι το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπεται να θέτει δυσμενέστερες προϋποθέσεις για την αποκατάσταση ζημίας από παραβίαση του κοινοτικού δικαίου σε σχέση με τη ζημία από παραβίαση του εθνικού δικαίου.

Υπάρχει όμως μια ουσιώδης διαφορά. Για να κριθεί ότι μια διοικητική πράξη εκδόθηκε βάσει αντισυνταγματικού νόμου, θα πρέπει πρώτα, λόγω του συγκεντρωτικού χαρακτήρα του ελέγχου, να έχει εκδοθεί απόφαση του Tribunal Constitucional που να κρίνει τον νόμο αυτόν αντισυνταγματικό. Αντιθέτως, σε οποιαδήποτε δίκη μπορεί να κριθεί, παρεμπιπτόντως, ότι ο νόμος βάσει του οποίου εκδόθηκε μια διοικητική πράξη είναι αντικοινοτικός. Στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει η ασφάλεια της προηγούμενης κρίσης ενός συνταγματικού δικαστηρίου. Και δεδομένου ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωση αστικής ευθύνης από παραβίαση του κοινοτικού δικαίου η διαπίστωση της παραβίασης αυτής με απόφαση του ΔΕΕ (έτσι η σκέψη 38 της απόφασης Transportes Urbanos), δεν φαίνεται παράλογη η απαίτηση του ισπανικού δικαίου για εξάντληση των ενδίκων μέσων, ώστε να είναι ασφαλέστερη η κρίση για την αντικοινοτικότητα του νόμου και, άρα, για την παρανομία της πράξης που προκάλεσε τη ζημία.

Το επιχείρημα αυτό, που προβλήθηκε από την ισπανική κυβέρνηση, δεν έγινε ωστόσο δεκτό από το ΔΕΕ.

Βλ. την απόφαση εδώ: http://curia.europa.eu/jurisp/cgi-bin/form.pl?lang=el&alljur=alljur&jurcdj=jurcdj&jurtpi=jurtpi&jurtfp=jurtfp&numaff=C-118/08&nomusuel=&docnodecision=docnodecision&allcommjo=allcommjo&affint=affint&affclose=affclose&alldocrec=alldocrec&docor=docor&docav=docav&docsom=docsom&docinf=docinf&alldocnorec=alldocnorec&docnoor=docnoor&radtypeord=on&newform=newform&docj=docj&docop=docop&docnoj=docnoj&typeord=ALL&domaine=&mots=&resmax=100&Submit=Rechercher

Ακρίτας Καϊδατζής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση στο ιστολόγιο