Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Το οικονομικό Σύνταγμα και το "παρασύνταγμα" του Μνημονίου, Άρθρο του Γιώργου Κατρούγκαλου


Το οικονομικό Σύνταγμα και το «παρασύνταγμα» του Μνημονίου

Γιώργου Σ.-Π. Κατρούγκαλου, Αν. Καθηγητή ΔΠΘ

(Υπό δημοσίευση στο περιοδικό  "Ευρωπαίων Πολιτεία")




Εισαγωγικά προλεγόμενα

Η χώρα βρίσκεται από το 2009 (τουλάχιστον) σε ένα φαύλο κύκλο κρίσης ανταγωνιστικότητας και έκρηξης του δημόσιου χρέους που συνδυάζεται, πλέον, με συρρίκνωση της πραγματικής οικονομίας, με άδηλη έκβαση. Δεν είναι αυτάρεσκη πολυτέλεια, διανοουμενίστικος ντιλεταντισμός, όταν βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με αυτή τη «θανάσιμη σπείρα» (death spiral) να ασχολούμαστε με το οικονομικό σύνταγμα; Πώς μπορούν να βοηθήσουν οι νομικές ρυθμίσεις, έστω του υπέρτατου νόμου της χώρας, στην αντιμετώπιση της κρίσης; Ακόμη και συνάδελφοι συνταγματολόγοι φαίνεται να υιοθετούν παρόμοιες απόψεις. Πρόσφατα, μάλιστα, ένας από αυτούς φρόντισε να ψέξει όσους από εμάς υπερασπίζονται τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις γράφοντας ότι «Το Σύνταγμα δεν δίνει λεφτά» .

Και όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Σε καθαρά πρακτικό επίπεδο, οι διατάξεις του οικονομικού συντάγματος είναι αυτές που κατοχυρώνουν την μακροπρόθεσμη σταθερότητα της κοινωνικής και οικονομικής νομοθεσίας μιας χώρας, εξασφαλίζοντας έτσι την αναγκαία προβλεψιμότητα και την ασφάλεια σταθερών κανόνων του παιχνιδιού που είναι αναγκαίες σε κάθε οικονομία της αγοράς. Προφανώς, το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα στον τομέα αυτό δεν ανάγεται στις συνταγματικές ρυθμίσεις, αλλά στο ιδιαίτερο μείγμα διαφθοράς και γραφειοκρατίας της ελληνικής διοίκησης που θέτει ανυπέρβλητα εμπόδια στον ανύποπτο (δηλαδή μη διαπλεκόμενο) επενδυτή. Η θεραπεία όμως της κατάστασης αυτής δεν σημαίνει ότι μπορεί να γίνει αγνοώντας ή παρακάμπτοντας τις θεμελιώδεις οικονομικές ρυθμίσεις του Συντάγματος.

Και αυτό γιατί στο πλαίσιο του σύγχρονου συνταγματισμού, η πρωταρχική ρύθμιση της αγοράς μέσω των συνταγματικών κανόνων δεν σημαίνει απλώς την υποταγή του οικονομικού στοιχείου στο πολιτικό. Σηματοδοτεί, πρωτίστως, την καθιέρωση της δημοκρατικής αρχής ως υπέρτατου κανόνα της συγκρότησης και των δύο αυτών υποσυστημάτων (πολιτικού και οικονομικού) της κοινωνικής συμβίωσης. Το φιλελεύθερο σύνθημα «no taxation without representation» δεν συνιστά μόνον κανόνα σχετικό με την πολιτική αντιπροσώπευση, αλλά και κατευθυντήρια αρχή για την ρύθμιση των οικονομικών θεμάτων με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις βασικές πολιτικές συναινέσεις της κοινωνίας.

Οι θεμελιώδεις αρχές του οικονομικού συντάγματος ενσωματώνουν έτσι εκείνες τις αξίες και αρχές, που, για να δανειστούμε την ορολογία του Rawls , συνιστούν την ελάχιστη “επικαλύπτουσα συναίνεση” («overlapping consensus») που, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές αφετηρίες ή την ταξική ένταξη του καθενός εξασφαλίζει την οργάνωση της δημόσιας εξουσίας με τους λιγότερους κλυδωνισμούς για την κοινωνική συνοχή. Συνεπώς, όπως η γυμνή πολιτική ισχύς οροθετείται και νομιμοποιείται από τις «πολιτικές» ρυθμίσεις του Συντάγματος, έτσι και οι «οικονομικές» του διατάξεις θέτουν ένα αντίστοιχο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις σχέσεις κράτους-αγοράς και πολίτη. Μόνον οι απολογητές της γυμνής και αδιαμεσολάβητης δύναμης, πολιτικής ή οικονομικής, μπορούν να αδιαφορούν για το τι λέει το Σύνταγμα.

Και αυτό όχι μόνον για λόγους υπεράσπισης της δημοκρατικής αρχής, αλλά και για λόγους αποτελεσματικότητας. Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται ευρείες κοινωνικές συναινέσεις. Μόνο εάν γίνουν με σεβασμό του Συντάγματος (προφανώς, αν χρειάζεται, και με αναθεώρηση του ) μπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαία νομιμοποίηση, που είναι όρος της αποτελεσματικής εφαρμογής τους.

Ακόμη και εάν πιστεύει κανείς, λοιπόν, ότι οι πολιτικές του μνημονίου αποτελούν «μια πνοή καθαρού αέρα» και πάλι θα πρέπει να παραδεχτεί ότι συνιστούν ένα πραγματικό «παρασύνταγμα»: Επιχειρούν, με άλλα λόγια, μια βίαιη αναπροσαρμογή του ελληνικού οικονομικού συστήματος σε μια νέο-φιλελεύθερη κατεύθυνση, που συγκρούεται με πολλές ρυθμίσεις του υφιστάμενου οικονομικού συντάγματος. Ακόμη χειρότερα, η ασφυκτική δέσμευση της κυβερνητικής πολιτικής από τις προβλέψεις τους, συνιστά περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας πολύ χειρότερο αυτόν του διεθνούς οικονομικού ελέγχου που είχε επιβληθεί στη χώρα μετά την πτώχευση της το 1893. (Για την ακρίβεια, μάλιστα, ο τότε διεθνής οικονομικός έλεγχος δεν επιβλήθηκε το 1893, αλλά το 1897, μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο. Μόνον τότε έγινε αναγκαστικά δεκτή από το τότε πολιτικό σύστημα η επιβολή του ελέγχου, σε συνδυασμό με τις πολεμικές αποζημιώσεις, ως αναπόδραστη δηλαδή αποδοχή συντριπτικής στρατιωτικής ήττας).

Στο πλαίσιο του άρθρου αυτού θα εξεταστεί πρώτα σε τι συνίσταται το οικονομικό σύνταγμα της χώρας (παρακάτω, Α) και στη συνέχεια τα σημεία σύγκρουσης των προβλέψεων του «Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» με αυτό (παρακάτω, Β).



Α- Το ελληνικό οικονομικό Σύνταγμα

Α-1 Η έννοια του οικονομικού συντάγματος

Το «οικονομικό σύνταγμα» προσδιορίζει τις θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις που προσδιορίζουν και διέπουν το οικονομικό σύστημα μιας χώρας και ιδίως τις σχέσεις κράτους, αγοράς και πολίτη ως φορέα οικονομικής δραστηριότητας και κοινωνικών δικαιωμάτων . Ο όρος «Wirtschaftsverfassung» απετέλεσε δημιούργημα της γερμανικής ιδίως θεωρίας και συστηματοποιήθηκε κυρίως από τον J.W. Hedemann, ως συμπλήρωση των προσεγγίσεων που εστίαζαν αποκλειστικά τη συνταγματική ανάλυση στο "πολιτικό" σύνταγμα . Η αρχική χρήση του όρου ανάγεται στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης και ειδικότερα στο οικονομικό σύστημα των συμβουλίων που καθιέρωνε το άρθρο 165, η έννοια όμως συστηματοποιήθηκε αργότερα από τη νέο-φιλελεύθερη οικονομικής σχολής του Freiburg (Ordoliberalismus) των W. Eucken, W. Röpke και F. Böm .

Για τους «ορντολιμπεραλιστές» το οικονομικό σύνταγμα της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» («Soziale Marktwirtschaft») που προτείνουν, καθιερώνει πρωταρχικά την ελεύθερη λειτουργία της τελευταίας, με θεμέλιο την οικονομική ελευθερία των συναλλαγών (Verkehrswirtschaft) και τον ανόθευτο ανταγωνισμό. Η ρητή καθιέρωση, όμως, της αρχής του κοινωνικού κράτους στο Θεμελιώδη Νόμο οδήγησε σε ένα συμβιβασμό μεταξύ άκρατου φιλελευθερισμού και των λειτουργιών του κράτους πρόνοιας.

Στο πλαίσιο του συγκερασμού της φιλελεύθερης και της κοινωνικής αρχής, ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει την οικονομική πολιτική εντός των ορίων του συστήματος της ελευθερίας της αγοράς, με σεβασμό όμως στις κοινωνικές προτεραιότητες που απορρέουν από την αρχή του κοινωνικού κράτους. Έτσι, παγίως γίνεται δεκτό στη Γερμανία ότι ο Θεμελιώδης Νόμος κατοχυρώνει συνταγματικά τόσο την οικονομία της αγοράς, όπως και την δυνατότητα κρατικού προγραμματισμού . Ο τελευταίος όμως δεν επιτρέπεται να αναιρεί την πρωταρχικότητα της οικονομικής ελευθερίας . Πρέπει, με άλλα λόγια, η κρατική επέμβαση και ο προγραμματισμός να είναι "προγραμματισμός για την ελευθερία", δηλαδή να είναι κυρίως ενδεικτικός και όχι εξαναγκαστικός και να μην απαγορεύει εναλλακτικές προς αυτόν ιδιωτικές πρωτοβουλίες.

Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι το Σύνταγμα έχει θέση ουδετερότητας απέναντι στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, όπως ακόμη δέχεται το μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής θεωρίας και νομολογίας . Αντιθέτως σημαίνει ότι ο νομοθέτης έχει ευρύ περιθώριο να επιλέξει οποιαδήποτε οικονομική επιλογή επιθυμεί, αρκεί να κείται εντός δύο απαγορευμένων άκρων: του σοσιαλισμού (με την έννοια της κοινωνικής –όχι ατομικής- ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής) και του πλήρως αρρύθμιστου, φιλελεύθερου καπιταλισμού τύπου της προ New Deal εποχής.

Τα παραπάνω δεν ισχύουν μόνον για την Γερμανία, αλλά πρακτικά για όλες τις χώρες της Ευρώπης, αν και όχι για τις ΗΠΑ ή τη Μεγάλη Βρετανία. Για ιστορικούς λόγους οι χώρες αυτές δεν ενσωμάτωσαν στις συνταγματικές τους τάξεις την αρχή του κοινωνικού κράτους που αποτελεί αυτοτελή πολιτειολογικό «τύπο» σε σχέση με τα φιλελεύθερα κράτη.

Α-2 Βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού οικονομικού συντάγματος

Οι κρίσιμες διατάξεις για τον προσδιορισμό του ελληνικού οικονομικού Συντάγματος είναι αφ’ενός αυτές των άρθρων 5 παρ. 1 και 17 (προστασία της οικονομικής ελευθερίας και της ιδιοκτησίας), ως προς την καθιέρωση της παραδοσιακής καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και των συναφών με αυτή ελευθεριών , και αφ’ετέρου οι νέες διατάξεις των άρθρων 21, 22, 25 παρ. 1, 2 και 4, 106 και 17 παρ. 1 του Συντάγματος. Με τις τελευταίες τούτες ρυθμίσεις αφ’ενός προσδόθηκε λειτουργικός χαρακτήρας στα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της οικονομικής ελευθερίας και αναγνωρίσθηκε ο παρεμβατικός, ρυθμιστικός ρόλος της πολιτείας, με τη ρητή καθιέρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους . Αφ’ετέρου ανήχθησαν σε συνταγματικούς σκοπούς η οικονομική ανάπτυξη -υποταγμένη όμως στην υπηρεσία της ανθρώπινης αξίας- η κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, αλλά και τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα.

Το οικονομικό σύστημα που προστατεύεται έτσι είναι, κατά τον αναλυτικό χαρακτηρισμό του Α. Τάχου, ένα οικονομικό καθεστώς α) φιλελεύθερο-αστικό, β) κεφαλαιοκρατικό, γ) ταξικό και δ) επεμβατικό . Στο ίδιο μήκος κύματος ο Κουκιάδης κάνει λόγο για «σύστημα ημικοινωνικοποιημένης οικονομίας με ευρύτατατες δυνατότητες εξέλιξης» . Από συνταγματική άποψη αυτό σημαίνει ότι ναι μεν το καπιταλιστικό σύστημα της ελεύθερης αγοράς δεν επιτρέπεται να καταργηθεί υπέρ ενός άλλου τρόπου κοινωνικής οργάνωσης , αλλά και ότι ο κρατικός παρεμβατισμός είναι όχι απλώς επιτρεπτός, αλλά και επιβεβλημένος.

Δεδομένου δε ότι η συνταγματική προστασία λειτουργεί ως αντικειμενικό δίκαιο, καλύπτοντας όχι μόνον τα άτομα ως υποκείμενα της οικονομικής ζωής αλλά συνολικά το καθεστώς της λεγόμενης «ελεύθερης οικονομίας», προσλαμβάνει χαρακτηριστικά οιονεί θεσμικής εγγύησης: το κράτος δεν βαρύνεται πλέον μόνον με την αρνητική υποχρέωση να μην θίγει τη συγκεκριμένη σφαίρα ελευθερίας των προσώπων, αλλά και με τη θετική να διαφυλάσσει τους όρους ομαλής λειτουργίας της αγοράς . Επομένως, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η αρχή του κοινωνικού κράτους συμπίπτει με την αρχή της νομιμότητας στις οικονομικές έννομες σχέσεις .

Από την άλλη μεριά, οι επεμβάσεις του κράτους δεν πραγματώνονται μόνον με τις παραδοσιακές μορφές του φιλελεύθερου κράτους ή με μέτρα αποκλειστικά σύμφωνα με τη λογική της αγοράς (marktkonform) . Στο ελληνικό οικονομικό Σύνταγμα η αρχή του πολιτικού φιλελευθερισμού συνυπάρχει με την αρχή του κοινωνικού κράτους. Δυνάμει της αρχής αυτής, η οικονομική ελευθερία και η ιδιοκτησία δεν κατέχουν πλέον το κέντρο του συστήματος προστασίας των δικαιωμάτων. Όπως γράφει και ο Σταθόπουλος , το Σύνταγμα αναφέρεται μόνον έμμεσα στην οικονομική ελευθερία σαν μία εκδήλωση των ελευθεριών του ατόμου, εκδήλωση μάλιστα μειωμένης σημασίας σε σχέση με τις άλλες ελευθερίες.

Έτσι, περιορισμοί στην οικονομική ελευθερία (περιορισμοί στην άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων, μονοπωλιακή άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων, περιορισμοί και έλεγχοι στο εμπόριο και στη βιομηχανία ) και στη συμβατική ελευθερία (ενοικιοστάσιο, αναγκαστική μίσθωση γαιών, αγορανομικές διατάξεις) είναι συνταγματικοί , εφ’όσον, βεβαίως, επιβάλλονται με νόμο, για να εξυπηρετηθεί συνταγματικά καθοριζόμενο δημόσιο συμφέρον , είναι αποχρώντες , γενικοί και αφηρημένοι και δεν προσβάλλουν τον πυρήνα της οικονομικής ελευθερίας , αφήνοντας εύλογο περιθώριο για την ανάπτυξη της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας και τον αυτοπροσδιορισμό του ατόμου .

Θα πρέπει να γίνει δεκτό, όπως δέχεται πάγια και η γερμανική νομολογία, ότι οι περιορισμοί του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας (αλλά και της ιδιοκτησίας) θα πρέπει να είναι μικρότερης έντασης στις περιπτώσεις που αυτή λειτουργεί ως στοιχείο που διασφαλίζει την προσωπική ελευθερία και τον αυτοπροσδιορισμό του ατόμου, όπως, π.χ., στις περιπτώσεις επαγγελματικής ελευθερίας. Απεναντίας «η αρμοδιότητα του νομοθέτη να καθορίζει το περιεχόμενο και τα όρια της ιδιοκτησίας είναι τόσο ευρύτερη όσο περισσότερο το υποκείμενο της ιδιοκτησίας ασκεί μία κοινωνική λειτουργία και έχει μία κοινωνική διάσταση» , όπως συμβαίνει, ιδίως, στις μεγάλες επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Περαιτέρω, η αρχή του κοινωνικού κράτους δεσμεύει την δημόσια εξουσία, κυρίως τη νομοθετική, αλλά και την δικαστική και την εκτελεστική, προς την κατεύθυνση της πραγμάτωσης της πληρέστερης δυνατής κοινωνικής προστασίας. Στα πλαίσια της λειτουργίας αυτής, η αρχή υποδέχεται σε συνταγματικό επίπεδο τις βασικές αρχές της κοινωνικής νομοθεσίας που υπήρχαν ήδη κατά τη ψήφιση του Συντάγματος, επανατοποθετώντας τις όμως στα νέα πλαίσια που καθιερώνουν οι παραπληρωματικές αξίες που συμπυκνώνει (ανθρώπινη αξία, κοινωνική δικαιοσύνη).

Έτσι, οι γενικοί στόχοι της κοινωνικής πολιτικής ανυψώνονται σε συνταγματικό επίπεδο, για να εξειδικευθούν στη συνέχεια στα επί μέρους συνταγματικά κοινωνικά δικαιώματα. Τούτο δεν σημαίνει ότι παγιώνεται συνταγματικά οποιοδήποτε προϋπάρχον θεσμικό σύστημα , ούτε ότι καθιερώνεται ένα «απόλυτο κοινωνικό κεκτημένο». Η αρχή απλώς δεσμεύει το νομοθέτη να μην θίγει τον πυρήνα των κοινωνικών δικαιωμάτων που έχει ήδη αναγνωρίσει, αν και παραμένει ελεύθερος να τα ρυθμίσει σε διαφορετική κατεύθυνση.

Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι το ελληνικό οικονομικό σύνταγμα, στο πλαίσιο της κοινωνικοποίησης των δικαιωμάτων που επιφέρει η καινοτόμος διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εγκαταλείποντας τα φιλελεύθερα πρότυπα, δεν ρυθμίζει μόνον την οργάνωση του κράτους αλλά του συνόλου των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή όχι ότι αφορά μόνον τον πολίτη αλλά και το άτομο ως μέλος του κοινωνικού συνόλου: τον άνθρωπο ως άνθρωπο. Για το λόγο αυτό, γράφει ο Κασιμάτης, η αρχή του κοινωνικού κράτους είναι "ολοκληρωτική (...) ως αφορώσα εις το κράτος και εις την κοινωνίαν και ως ενούσα ταύτα εις εν πλέγμα κοινωνικών λειτουργημάτων" .

Α-3 Ο επικαθορισμός του ελληνικού οικονομικού συντάγματος από το κοινοτικό δίκαιο



Μετά από την ένταξη μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, το ελληνικό οικονομικό σύνταγμα επικαθορίζεται έντονα από το οικονομικό σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης , το οποίο είναι ουσιωδώς διαφορετικό, γιατί δεν περιλαμβάνει την κοινωνική αρχή. Το εν πολλοίς νομολογιακό αυτό δημιούργημα του Δικαστηριου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εύστοχα χαρακτηριστεί ως «μια τεχνική διακυβέρνησης του φιλελευθερι¬σμού» , που στοχεύει, κυρίως, στην καθιέρωση «θεσμικών εγγυήσεων για ανοιχτές αγορές» . Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι, για το λόγο αυτό, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει ένα «ισχυρό οικονομικό σύνταγμα», σε αντιπαράθεση με το «ήπιο οικονομικό σύνταγμα» των επιμέρους χωρών . Στην πραγματικότητα, όμως, το οικονομικό σύνταγμα της ΕΕ εμφανίζεται ως «ισχυρότερο» από αυτό των κρατών απλώς και μόνον λόγω της έλλειψης μετριασμού της φιλελεύθερης αρχής από την -απούσα στην κοινοτική τάξη- αρχή του κοινωνικού κράτους .

Ο έντονος αυτός ερμηνευτικός επικαθορισμός δεν επέρχεται μόνον απευθείας από την εφαρμογή των ρυθμίσεων του κοινοτικού δικαίου, αλλά και από μια νέα ανάγνωση των εθνικών συνταγματικών κανόνων υπό το φως του κοινοτικού δικαίου και ιδίως των αρχών του ανταγωνισμού στην οποία προβαίνει ο εθνικός δικαστής. Για παράδειγμα, ήδη διαπιστώνεται στη νομολογία του Συμβουλίου τη Επικρατείας μια τάση μεγαλύτερου ελέγχου του κρατικού παρεμβατισμού, από ότι στην παλαιότερη νομολογία .

Η επιρροή του κοινοτικού δικαίου συνδυάζεται με τις γενικότερες τάσεις που διαμορφώνονται την τελευταία εικοσαετία, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, για την επιστροφή στον αυτορρυθμιστικό ρόλο της αγοράς, τον περιορισμό των κρατικών επεμβάσεων στην οικονομία και την “επαναφεουδοποίηση” (refeudalization) των διοικητικών δομών, αλλά και των εργασιακών σχέσεων, μέσω της ελαστικότητας, των άτυπων μορφών εργασίας και της αναγνώρισης πλήρων δικαιωμάτων και μόνιμης εργασιακής σχέσης μόνον σε μια μειοψηφία εργαζομένων .

Στο πλαίσιο αυτό, οι σχέσεις κράτους και διοικουμένων τείνουν να γίνουν αποκεντρωμένες και επιλεκτικές, με σημαντικότερο χαρακτηριστικό την εξασθένιση της μονομερούς διοικητικής δράσης και την ενίσχυση των συμβατικών μορφών. Γενικότερα, εμφανίζεται για πρώτη φορά η προοπτική της σταδιακής εξασθένισης της κρατικής κυριαρχίας: Ενώ ο αποκλειστικός ρυθμιστικός ρόλος του εθνικού κράτους ήδη μοιάζει να εξασθενεί ραγδαία σαν συνέπεια δύο φαινομενικά αντίρροπων τάσεων,της παγκοσμιοποίησης και της ενδοκρατικής περιφερειοποίησης (regionalization)

Να σημειωθεί πάντως ότι η σχετική αποδυνάμωση του Κράτους-Έθνους δεν σημαίνει ούτε πλήρη υπέρβαση του, ούτε αποδιοργάνωση του. Αντίθετα, διατηρεί τη βασική υπευθυνότητα για την οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων, π.χ. σε τομείς όπως η κοινωνική πολιτική και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις , αλλά και για τους βασικούς διορθωτικούς χειρισμούς για την αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων και την εσωτερική αναδιάρθρωση της οικονομίας. Άλλωστε, ορισμένα από τα πρωταγωνιστικά κράτη των ύστερων νέων χρόνων, όπως η Ιαπωνία και οι νέες βιομηχανικές χώρες του Pacific Rim, βασίζονται ακριβώς σε ένα νέου τύπου κρατικό συν-προγραμματισμό της οικονομίας από το Κράτος (πχ. στην Ιαπωνία από το παντοδύναμο Υπουργείο MITI) και τα μεγάλα ολιγοπώλια.

Συνεπώς, το εθνικό κράτος κάθε άλλο παρά νεκρό δεν είναι . Για το λόγο αυτό, ακόμη και η καθοριστική επιρροή του κοινοτικού δικαίου δεν αρκεί για την πλήρη αλλαγή πολιτειολογικού παραδείγματος. Υποστηρίζεται, βεβαίως, ότι «οι συνταγματικοί σκοποί της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφομοιώνουν και τελικώς υποκαθιστούν τους υποβαθμισμένους εθνικούς συνταγματικούς σκοπούς, (με συνέπεια) η συνοχή της εθνικής συνταγματικής τάξης, βρίσκεται σε διαρκή αποδόμηση.»

Και όμως, η αναπόφευκτη από την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση «ερμηνεία του ελληνικού οικονομικού Συντάγματος υπό το φως του κοινοτικού δικαίου» δεν μπορεί να φτάσει ως το σημείο να καταργήσει τη θεμελιώδη αρχή του κοινωνικού κράτους ή βασικά θεμελιώδη συστατικά του οικονομικού συντάγματος, όπως τα κοινωνικά δικαιώματα. Κάτι τέτοιο θα ήταν ευθέως αντίθετο στη δημοκρατική αρχή, που επιβάλει ο επαναπροσδιορισμός των κρατικών θεμελιωδών αρχών να ανάγεται, τελικά, σε απόφαση του κυρίαρχου Λαού .

Συνεπώς, εάν υποτεθεί ότι υπάρχουν αναχρονιστικές πλευρές του ελληνικού οικονομικού συντάγματος αυτές θα πρέπει να τροποποιηθούν στο πλαίσιο της αναθεωρητικής λειτουργίας. Και τούτο γιατί είναι μεν αληθές ότι τα όρια κάθε μεταρρύθμισης δεν είναι νομικά – συνταγματικά, αλλά πολιτικά και ιδεολογικά , η χάραξη και υλοποίηση της όμως αναγκαστικά περνά μέσα από τη μήτρα των νομικών θεσμών.

Πρέπει, τέλος, να υπογραμμιστεί ότι η σοβούσα κρίση ανέδειξε το εγγενές διαρθρωτικό πρόβλημα της ΟΝΕ και της επιρροής της στην πραγματική οικονομία: Η νομισματική ενοποίηση δεν συνοδεύθηκε από μηχανισμούς οικονομικής ενοποίησης, που να επιτρέπουν ανακύκλωση πλεονασμάτων και άλλα διαρθρωτικά μέσα παρεμβατικής πολιτικής υπέρ των φτωχότερων κρατών. Υπό την παρούσα κατάσταση, λοιπόν, είναι αναπόφευκτη η μετακίνηση πλούτου από τις λιγότερο προς τις περισσότερο παραγωγικές χώρες, με το Ευρώ να αποτελεί βρόγχο ασφυξίας για κράτη με μειωμένη ανταγωνιστικότητα, όπως αυτά του Ευρωπαϊκού νότου.

Β- Το «παρασύνταγμα» του μνημονίου

Ως γνωστό, με τον όρο αυτό «παρασύνταγμα» περιγράφει η ελληνική συνταγματική ιστορία το σύνολο των μετεμφυλιακών νομοθετικών και κανονιστικών μέτρων κατά των ατομικών δικαιωμάτων που ήταν μεν αντίθετα στο ισχύον, τότε, Σύνταγμα του 1952, εφαρμόζονταν όμως παράλληλα με αυτό, με επίκληση της ανάγκης απόκρουσης του φάσματος του κομμουνισμού. Τα δύο μνημόνια «Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» και «Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής» που ενσωματώνει ως παραρτήματα ο ν. 3845/2010 και η «εκτελεστική» τους μεταγενέστερη νομοθεσία ουσιαστικά αποτελούν ένα νέο «παρασύνταγμα», γιατί η εφαρμογή τους προϋποθέτει αναγκαστικά τον παραμερισμό πολλών θεμελιωδών ρυθμίσεων του οικονομικού –και όχι μόνον- συντάγματος.

Β-1 Αντισυνταγματική η μη κύρωση των δανειακών συνθηκών

Η πρώτη μείζων παραβίαση συνταγματικού κανόνα αφορά τη μη κύρωση από τη Βουλή των υπό κρίση δανειακών συμβάσεων. Κατά το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος, «οι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις, και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, τίποτε δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο, ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά τους Ελληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει». Οι υπό κρίση συμφωνίες ή συμβάσεις δανεισμού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο πλαίσιο εφαρμογής του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας εντάσσονται αναμφισβήτητα στις πιο πάνω περιπτώσεις .

Μάλιστα, ενόψει του ότι η εφαρμογή τους συνιστά, εν τοις πράγμασι , σημαντικότατους περιορισμούς της κρατικής κυριαρχίας , αν και τυπικά δεν υφίσταται παραχώρηση αρμοδιοτήτων στο ΔΝΤ, πιστότερο στο πνεύμα του Συντάγματος θα ήταν οι σχετικές συμβάσεις να υπαχθούν στην παρ. 2 του άρθρου 28 και να κυρωθούν με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.

Αντιθέτως, μέχρι σήμερα, οι σχετικές συμβάσεις δεν έχουν έρθει προς κύρωση στη Βουλή ούτε καν με την τακτική νομοθετική διαδικασία. Ο νόμος 3845/2010 που συμπεριλαμβάνει ως παραρτήματα τα δύο αρχικά μνημόνια, ήτοι το «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» και το Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής», δημοσιεύθηκε στις 6/5/2010, ενώ η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης μεταξύ αφενός της Ελληνικής Δημοκρατίας ως δανειολήπτη και αφετέρου κρατών μελών της Ευρωζώνης και του ΚfW ως δανειστών συνάφθηκε αργότερα, στις 8/5/2010. Συνεπώς, τόσο το αρχικό, όσο και το πρόσφατο τροποποιημένο μνημόνιο δεν έχουν κυρωθεί σύμφωνα με τη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία.

Ειδικότερα, με το άρθρο πρώτο παράγραφος 4 του ν. 3845/2010, παρασχέθηκε στον Υπουργό Οικονομικών η εξουσιοδότηση να εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο και να υπογράφει κάθε μνημόνιο συνεργασίας, συμφωνία ή σύμβαση δανεισμού, διμερή ή πολυμερή, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη - μέλη της ζώνης του ευρώ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκειμένου να εφαρμοστεί το πρόγραμμα του «μηχανισμού στήριξης». Προβλέφθηκε δε, επίσης, ότι τα εν λόγω μνημόνια, συμφωνίες και συμβάσεις θα εισάγονται στη Βουλή για κύρωση. Στη συνέχεια, όμως, με το άρθρο μόνο παράγραφος 9 του νόμου 3847/2010 προβλέφθηκε ότι τα διεθνή αυτά κείμενα θα εισάγονται στην Βουλή όχι για «κύρωση», αλλά απλώς για «συζήτηση» και «ενημέρωση”». λες και η Βουλή είναι λέσχη συζητήσεων. Ουσιαστικά, δηλαδή, ο νόμος, κατ’ευθεία παράβαση του άρθρου 36 παρ. 2 του Συντάγματος, εξουσιοδότησε τον Υπουργό Οικονομικών να συνάψει τη μόνη δεσμευτική, από πλευράς διεθνούς και συνταγματικού δικαίου, σύμβαση με το ΔΝΤ και τις χώρες της Ευρωζώνης χωρίς κύρωση από τη Βουλή.

Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση, παλινωδώντας, κατέθεσε, μετά και από την κριτική που ασκήθηκε, στις 4/6/2010 νομοσχέδιο στη Βουλή για την κύρωση της δανειακής σύμβασης, που δεν έχει ακόμη συζητηθεί. Τούτο όμως δεν έγινε για να γίνει σεβαστή η επιταγή του άρθρου 36 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά η επιταγή των δανειστών μας, για την μεγαλύτερη δυνατή εξασφάλιση των απαιτήσεων τους. (Απόδειξη για αυτό αποτελεί το γεγονός ότι το νομοσχέδιο αυτό δεν έρχεται για συζήτηση στη Βουλή, αν και μεσολάβησε ήδη η υπογραφή από τον Υπουργό Οικονομικών του πρώτου «επικαιροποιημένου» μνημονίου.)

Η εν λόγω σύμβαση ορίζει ως εφαρμοστέο δίκαιο το αγγλικό και αρμόδιο δικαστήριο, κατ’αποκλειστική δικαιοδοσία, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αποφάσεις του οποίου θα είναι πλήρως δεσμευτικές και άμεσα εκτελεστές. Το βασικότερο: Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.5 «ο Δανειολήπτης αμετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία από νομικές διαδικασίες σε σχέση με την παρούσα Σύμβαση, περιλαμβανομένων, χωρίς περιορισμούς, της ασυλίας όσον αφορά την άσκηση αγωγής, δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή και όσον αφορά την εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του στο βαθμό που δεν το απαγορεύει δεσμευτικό δίκαιο» (mandatory law)».

Από την παραπάνω διατύπωση (και δεδομένου ότι το δεσμευτικό δίκαιο στο οποίο αναφέρεται το εν λόγω άρθρο δεν είναι το ελληνικό, αλλά το αγγλικό) η χώρα μας φαίνεται να παραιτείται από κάθε ασυλία της δημόσιας περιουσίας , ώστε να είναι στο έλεος των δανειστών μας ακόμη και τα ακατάσχετα δημόσια πράγματα, από τα δημόσια κτίρια και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων μέχρι τον οπλισμό των ενόπλων δυνάμεων. Η σύμβαση αυτή, που δεν έχει προηγούμενο στη συνταγματική μας ιστορία, ούτε, νομίζω, ανάλογο στο διεθνές δίκαιο, συνιστά de facto εκχώρηση της εξωτερικής οικονομικής κυριαρχίας κατά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας .

Το χειρότερο είναι ότι η σύμβαση αυτή αποσκοπεί στο να θωρακίσει τους δανειστές μας απέναντι στο μοναδικό νομικό όπλο που έχει απομείνει στη χώρα μας: σε αντίθεση με όλες τις άλλες χώρες που προχώρησαν σε επαναδιαπραγμάτευση του χρέους τους, το ελληνικό δημόσιο χρέος διέπεται κατά 90% των σχετικών κεφαλαίων από το ελληνικό δίκαιο. Αυτό δίνει την δυνατότητα σε μια ελληνική κυβέρνηση που θα επιθυμούσε να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους αποπληρωμής του (που αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική έξοδο από την κρίση) να το πράξει με απλή μεταβολή του εθνικού νομικού πλαισίου . Με την υπαγωγή του στο αγγλικό δίκαιο αυτή η δυνατότητα αποκλείεται.

Οι σημαντικότερες, όμως, παραβιάσεις της συνταγματικής τάξης είναι οι επεμβάσεις του νόμου 3845/2010 στο ουσιαστικό οικονομικό σύνταγμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την πρόβλεψη της παρ. 9 του άρθρου Δεύτερου, η εφαρμογή των μέτρων που υιοθετεί πρέπει να κινείται «στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου». Ενδεχόμενη αντίθεση με το Σύνταγμα δεν φαίνεται να απασχόλησε ιδιαίτερα τους συντάκτες του…

Β-2 Αντισυνταγματικοί περιορισμοί της συλλογικής αυτονομίας

Το άρθρο Τρίτο του ν. 3845/2010 περιλαμβάνει, κατ’εφαρμογή των πολιτικών του μνημονίου, σειρά ρυθμίσεων για την μείωση των αποδοχών όχι μόνον των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Είναι σαφές ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις αποτελούν σημαντικό περιορισμό της συλλογικής αυτονομίας, όπως κατοχυρώνεται συνταγματικά από την παρ. 2 του άρθρ. 22 . Βάσει της συνταγματικής αυτής διάταξης, η συλλογική διαπραγµάτευση αποτελεί τον κύριο ρυθµιστικό παράγοντα των εργασιακών σχέσεων, κατά περιορισμό της παντοδυναμίας του νομοθέτη , με αποτέλεσμα όρος συλλογικής σύµβασης εργασίας να μην µπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί µε τυπικό νόµο.

Τα ανωτέρω ενισχύονται τόσο από τις διατάξεις του άρθρου 8 της ∆ιεθνούς Σύµβασης Εργασίας 151/1978 , οι οποίες επιτάσσουν τον διακανονισµό των όρων απασχόλησης στη δηµόσια διοίκηση µε διαπραγµατεύσεις ή διαδικασία περιβαλλόµενη από εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αµεροληψίας, όσο και του άρθρου 5 της ∆ΣΕ 154/1981 , το οποίο απαιτεί να λαµβάνονται συµβατά µε τις εθνικές συνθήκες µέτρα για την προώθηση της συλλογικής διαπραγµάτευσης . Επίσης, τα άρθρα 6 και 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη κατοχυρώνουν το δικαίωµα αυτό.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται σχετικά, ότι µε την ανωτέρω συνταγµατική διάταξη «περιωρίσθη η υπό το κράτος των προγενεστέρων συνταγµάτων αναγνωριζόµενη παντοδυναµία του νοµοθέτου» και ότι µε αυτή «τίθεται φραγµός εις την παντοδυναµία του νοµοθέτου κατά τη ρύθµισιν των εν λόγω θεµάτων, ούτως ώστε να καθίσταται αντίθετος προς την συνταγµατικήν ταύτην διάταξιν η άσκησις της νοµοθετικής αρµοδιότητας κατά τρόπο άγοντα εις πλήρη αποδυνάµωσιν του θεσµού», ενώ ειδικότερα για τις αποδοχές των εργαζοµένων, η Ολοµέλεια δέχθηκε ότι ο καθορισµός των αποδοχών τους «δεν µπορεί να γίνει από το νόµο κατά τρόπο αποκλειστικό, να αφαιρεθεί δηλαδή από την ύλη της συλλογικής συµβάσεως» .

Με τις προβλέψεις αυτές, αλλά και τις μεταγενέστερες νομοθετικές επεμβάσεις στην διαδικασία της διαιτησίας, ανατρέπεται η μεταρρυθμιστική προσπάθεια που είχε ξεκινήσει στην δεκαετία του 1990 για τον εξορθολογισμό της ρύθμισης των συλλογικών διαφορών, με την θέσπιση νέο-κορπορατιστικών θεσμών, όπως ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ).

Β-3 Άλλες παραβιάσεις του οικονομικού συντάγματος και των κοινωνικών δικαιωμάτων

Ιδιαίτερα προβληματικές συνταγματικά είναι οι ρυθμίσεις του άρθρου Δεύτερου του νόμου 3845/2010 σχετικά με τον ελάχιστο νόμιμο μισθό, όπως κατοχυρώνεται με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Κατ’αρχάς προβλέπεται στην παρ. 7 η δυνατότητα απόκλισης από τον ελάχιστο νόμιμο μισθό βάσει των προβλέψεων κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών σσε. Η ρύθμιση αυτή είναι οριακής συνταγματικότητας, αφενός ενόψει της κατοχύρωσης από το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος δίκαιων συνθηκών εργασίας, αφετέρου –και κυρίως- λόγω της κατοχύρωσης στην ίδια διάταξη της ίσης αμοιβής για ίση εργασία.

Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 22 παρ. 1 και 2 λειτουργεί όχι μόνον ως κατευθυντήρια διάταξη αλλά και ως γνήσιο υποκειμενικό δικαίωμα που κατοχυρώνει δίκαιες, ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες εργασίας . Δίκαιες συνθήκες εργασίας είναι αυτές που εξασφαλίζουν το σεβασμό της ανθρώπινης αξίας και την ανάπτυξη της προσωπικότητας , σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και σε ανταπόκριση με το οικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή στη χώρα . Συμπεριλαμβάνουν την απαίτηση για ένα αξιοπρεπή μισθό και ένα λογικό ωράριο εργασίας . Ενόψει των παραπάνω, η κατάργηση, ουσιαστικά, του κατώτατου νόμιμου μισθού φαίνεται να προσκρούει στις ανωτέρω συνταγματικές επιταγές .

Πρόδηλα αντισυνταγματική και αντίθετη στο κοινοτικό δίκαιο είναι, εξάλλου, η ρύθμιση της παρ. 9 ε, η οποία προβλέπει ότι με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να καθορίζεται κατώτατο ημερομίσθιο των νέων ηλικίας κάτω των 25 ετών που εισέρχονται στην αγορά εργασίας για πρώτη φορά, προφανώς κατώτερο από αυτό που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Η εν λόγω ρύθμιση είναι, κατ’αρχάς, ευθέως αντίθετη στο δεύτερο εδάφιο του άρ. 22 παρ. 1Σ, που παρέχει στον εργαζόμενο δικαίωμα να αξιώσει ίση αμοιβή για ίση εργασία , εφόσον οι εν λόγω νέοι θα πληρώνονται λιγότερο για ίδια εργασία.

Είναι, όμως, και κραυγαλέα αντίθετη στις ρυθμίσεις των Οδηγιών 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 και 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000, που απαγορεύουν κάθε δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας στον τομέα της απασχόλησης και ενσωματώθηκαν στην εθνική έννομη τάξη με το ν. 3304/2005 «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού» .

Περαιτέρω, με την παρ. 8 του άρθρου Τρίτου του νόμου επεκτείνονται οι ανωτέρω περιορισμοί και περικοπές αποδοχών και στις ατομικές συμβάσεις εργασίας. Ο νόμος είναι, επί του προκειμένου, αντίθετος στην ελευθερία των συμβάσεων, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, . Κατά τη νομολογία: «Με την ελευθερία των συµβάσεων, δεν συµβιβάζεται καταρχήν, µεταγενέστερη επέµβαση του νοµοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ελευθερία των συµβάσεων προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγµατος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών, καθώς επίσης και κατά τις περιπτώσεις που ασκείται προς βλάβη της εθνικής οικονοµίας . Για τους ίδιους λόγους, δεδομένου ότι οι διαιτητικές αποφάσεις συνταγματικά εξομοιώνονται με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είναι αντισυνταγματικές και οι ρυθμίσεις του άρθρου 51 του μεταγενέστερου νόμου 3871/2010, που ορίζουν ότι οι διαιτητικές αποφάσεις που χορηγούν μισθολογικές αυξήσεις για τα έτη 2010 και 2011 είναι ανίσχυρες και ανεφάρμοστες.

Οι εν λόγω περικοπές κατά πάσα πιθανότητα προσκρούουν και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών, που κατοχυρώνει το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, την οποία μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας . Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα "περιουσιακής φύσεως" και τα κεκτημένα "οικονομικά συμφέροντα" και ειδικότερα απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά . Παρόμοιας φύσης είναι και τα ενοχικά δικαιώματα επί του μισθού τα οποία απορρέουν από την εργασιακή σχέση, όπως και οι νόμιμες προσδοκίες απαιτήσεων, όπως είναι και αυτές που απορρέουν από σσε .

Η εναλλακτική λύση της επαναδιαπραγμάτευσης

Οι πολιτικές του μνημονίου εμφανίζονται από τους απολογητές τους ως μονόδρομος. Και όμως, αν όλα πάνε «καλά», σύμφωνα με τις αποδοχές του ίδιου του μνημονίου, το χρέος από το 119% του ΑΕΠ που βρίσκεται σήμερα, θα εκτιναχθεί το 2013, τελευταίο έτος του Προγράμματος Στήριξης, μεταξύ του 150% και 177% του ΑΕΠ . Αυτό σημαίνει ότι ενώ σήμερα το χρέος εξυπηρετείται από το 5% περίπου του ΑΕΠ μετά τη «σωτηρία» μας από τις πολιτικές του μνημονίου θα χρειαστεί να δαπανούμε για το σκοπό αυτό τουλάχιστον το 8% του ΑΕΠ, ή πάνω από το 20% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Και όλα αυτά υπό τις ιδιαίτερα αμφίβολες προϋποθέσεις ότι α) θα υπάρξει ανάκαμψη της οικονομίας από την τροχιά συρρίκνωσης που επιβάλλουν οι περιοριστικές πολιτικές και β) ότι η χώρα θα αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές με ικανοποιητικούς όρους .

Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα διαχείρισης χρέους αυτού του μεγέθους, όποιοι και να είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης. (Με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 8%, που είναι εξωπραγματικός για δυτική χώρα μετά την δεκαετία του 1960, το χρέος απλώς θα παραμένει σταθερό, σε ασφυκτικά επίπεδα για την πραγματική οικονομία). Εξίσου προφανές είναι ότι οι μόνοι κερδισμένοι από τον διακανονισμό αυτό είναι οι ιδιώτες δανειστές μας, κυρίως γαλλικές και γερμανικές τράπεζες, οι οποίοι έχουν την ευκαιρία να ξεπουλήσουν τώρα τα ελληνικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους.

Η μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση είναι η αναδιάρθρωση του χρέους, μέσω της επαναδιαπραγμάτευσης του τώρα, και όχι όταν θα έχει αυξηθεί κατά 100-150 δισεκατομμύρια Ευρώ επιπλέον . Δεν υπάρχει νομικός φραγμός για αυτό. Κατά την κρατούσα στο διεθνές δίκαιο θέση, τα κράτη μπορούν πάντα να ματαιώνουν ή να αναστέλλουν την αποπληρωμή των χρεών τους με μονομερή κυριαρχική πράξη, εφόσον αντιμετωπίζουν κατάσταση ανάγκης, αδυνατούν δηλαδή να ικανοποιήσουν ταυτόχρονα τους δανειστές τους και τις βασικές κοινωνικές ανάγκες της πολιτείας .

Η περίπτωση της επαναδιαπραγμάτευσης χρέους από την Αργεντινή (2002) εντάσσεται σε αυτό το νομικο-πολιτικό πλαίσιο. Παρά την κριτική που ασκήθηκε εναντίον της από μεγάλο τμήμα της αμερικανικής θεωρίας , η εν πολλοίς μονομερής αυτή αναδιάρθρωση κρίθηκε σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο από εθνικά και διεθνή δικαστήρια . Ακόμη εντυπωσιακότερη υπήρξε η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους του Ισημερινού (2008) . Ήταν η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία όπου ένα κράτος επαναδιαπραγματεύθηκε δημόσιο χρέος χωρίς να επικαλεστεί κατάσταση ανάγκης, αλλά απλώς τον άδικο χαρακτήρα του (“odious debt”) . Ήδη, κατόπιν συμφωνίας με τους δανειστές τους, οι δύο αυτές χώρες έχουν εξαγοράσει το μεγαλύτερο τμήμα του χρέους τους στο 30% μόλις της αρχικής του τιμής.

Προφανώς και η επαναδιαπραγμάτευση θα έχει σημαντικό κοινωνικό κόστος, εφόσον για ένα μεγάλο διάστημα (στην Αργεντινή διάρκεσε δύο ολόκληρα χρόνια) θα είναι από δύσκολη έως αδύνατη η δανειοδότηση από τις διεθνείς αγορές, με συνέπεια οι ανελαστικές κρατικές δαπάνες (μισθοδοσία, συντάξεις, κοινωνική πολιτική) να πρέπει να καλύπτονται αποκλειστικά από τη άμεση και έμμεση φορολογία. Επίσης το τραπεζικό σύστημα θα υποστεί μεγάλο κλονισμό, ενώ ιδιαίτερα σοβαρές θα είναι οι επιπτώσεις στο Ευρώ και γενικότερα στη συνοχή της Ευρωζώνης.

Εάν, όμως, η επαναδιαπραγμάτευση γίνει αποτελεσματικά και συνδυαστεί με τις διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν ανάγκη το κράτος και η οικονομία μας (όπως θα τις αποφασίσουμε εμείς και όχι οι δανειστές μας) η επόμενη γενιά θα έχει μια ελπίδα. Ίσως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση στο ιστολόγιο