Σε όλες τις χώρες οι ισχυροί της
εξουσίας θέλουν να έχουν προνομιακούς διαύλους επικοινωνίας με την δικαιοσύνη,
εντός και εκτός της νομιμότητας. Δεν αντιμετωπίζονται, όμως, παντού με τον ίδιο
τρόπο. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, μόλις οι ανακριτές που διερευνούσαν την
ανάμειξη Σαρκοζύ σε οικονομικά σκάνδαλα αντιλήφθηκαν ότι ο πρώην Πρόεδρος
γνώριζε, λόγω διαρροών, απόρρητα στοιχεία της διαδικασίας, έσπευσαν να
παγιδεύσουν τα τηλέφωνα του και τα τηλέφωνα του δικηγόρου του, για να
εντοπίσουν τον ένοχο.
Στην δική μας χώρα, αντιθέτως, οι
δικαστικές διαρροές έχουν γίνει τμήμα της πολιτικής καθημερινότητας. Το
απόρρητο της προανάκρισης είναι το πιο σύντομο δικαστικό ανέκδοτο. Τα έγγραφα, πάντως,
της ποινικής δικογραφίας μπορεί να γίνονται φεϊγβολάν από πολλές πηγές, με
συνηθέστερο ύποπτο τους δικηγόρους υπεράσπισης. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για
τις διαρροές από την διάσκεψη των δικαστηρίων, όπου κανείς άλλος εκτός από τους
δικαστές δεν έχει πρόσβαση. Σύμφωνα με το άρθρο 251 του Ποινικού Κώδικα
(«Παραβίαση του δικαστικού απορρήτου») όποιος δημοσιοποιεί ή μεταφέρει
πληροφορίες για δικαστικές αποφάσεις που δεν έχουν ακόμη εκδοθεί, τιμωρείται με
φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
Και όμως, το τελευταίο διάστημα,
οι «διαρροές» αποφάσεων με σημαντικό πολιτικό αντίκτυπο, ιδίως από το Συμβούλιο
της Επικρατείας, αποτελούν τον κανόνα, με τελευταίο κρούσμα την προαναγγελία
της απόφασης για την ΕΡΤ. Το κακό ξεκίνησε από την ανακοίνωση, καλοκαίρι του
2011, στο αποκορύφωμα της εξέγερσης των πλατειών και παραμονές της ψήφισης του
μεσοπρόθεσμου μνημονιακού προγράμματος, ότι η Ολομέλεια έκρινε συνταγματικό το
πρώτο μνημόνιο. Προφανώς δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίος ο χρόνος και η
σκοπιμότητα της ανακοίνωσης μιας παρόμοιας απόφασης, η δημοσίευση της οποίας
έγινε πολλούς μήνες μετά, το 2012.
Η καθιερωμένη πλέον αυτή πρακτική εμπλέκει το
καλύτερο δικαστήριο που έχουμε σε ένα πολιτικό παιχνίδι που λερώνει το κύρος
του και υπονομεύει την ουδετερότητα και την αξιοπιστία του. (Προφανώς δεν
γίνεται λιγότερο απαράδεκτη η τακτική αυτή επειδή, ενίοτε, διαρρέονται και
αποφάσεις «αντιμνημονιακές», όπως αυτή για τις αποδοχές των ενστόλων.) Σε
συνδυασμό δε με την εξίσου απαράδεκτη καθυστέρηση έκδοσης αποφάσεων επί
υποθέσεων με αυτόχρημα πολιτικό και κατεπείγοντα χαρακτήρα, όπως η επιστράτευση
των απεργών του Μετρό και της εκπαίδευσης, αποκτά εκρηκτικό χαρακτήρα.
Ακόμη πιο επικίνδυνα φαίνεται να
είναι τα παιχνίδια που επιχειρεί η κυβέρνηση να παίξει με τον Άρειο Πάγο σε
σχέση με τη Χρυσή Αυγή. Εδώ τον πρώτο ρόλο έχουν αναλάβει, ως φερέφωνα, οι
συστημικές εφημερίδες, οι οποίες ήδη ανακοινώνουν, ως αυτοεκπληρούμενη
προφητεία, την επικείμενη απαγόρευση λειτουργίας του νεοφασιστικού κόμματος ή τη
μη αναγόρευση υποψηφίων του λόγω των ποινικών διώξεων σε βάρος της ηγεσίας του.
Κάτι τέτοιο, όμως, αποκλείεται απολύτως από το Σύνταγμα μας, το οποίο δεν
επιτρέπει να τεθεί κόμμα εκτός νόμου. Ακόμη και όσοι (λίγοι) συνταγματολόγοι
έχουν διατυπώσει αντίθετη άποψη, τη συνδέουν με μεταρρύθμιση του υφιστάμενου
συνταγματικού ή νομικού πλαισίου που είτε θα προβλέπει πρόσθετα κωλύματα
εκλογιμότητας (π.χ. παραπομπή με αμετάκλητο βούλευμα για κακούργημα) είτε νέα
αρμοδιότητα του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου ως προς τη διερεύνηση της
ειλικρίνειας της προβλεπόμενης δήλωσης συμμόρφωσης προς το Σύνταγμα που
υποβάλλει η ηγεσία των κατερχόμενων στις εκλογές κομμάτων.
Όπως έχει σήμερα η κατάσταση, η
αρμοδιότητα του Α΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου να ανακηρύττει τις κομματικές
υποψηφιότητες είναι καθαρά διοικητική, όχι δικαστική. Με απλά λόγια, δηλαδή, το
Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει το ζήτημα της συμφωνίας ή όχι της
δράσης ενός κόμματος με το Σύνταγμα, απλώς ελέγχει εάν έχουν κατατεθεί εκ
μέρους του τα προβλεπόμενα από το νόμο δικαιολογητικά. Αλλοίμονο, άλλωστε, εάν
το μείζον θέμα της απαγόρευσης λειτουργίας κόμματος μπορούσε να κριθεί με
συνοπτικές διαδικασίες. Όπου συνταγματικά προβλέπεται παρόμοια δικαστική
αρμοδιότητα, οι σχετικές δίκες κρατούν χρόνια. (Από το 1951 έως το 1956
συζητούσε το –ταχύ στην εκδίκαση, γενικά- Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας
την απαγόρευση του κομμουνιστικού κόμματος.)
Η πολιτική δράση της Χρυσής Αυγής
πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη σύγκρουση των ιδεών και την κοινωνική της
απομόνωση, όχι με τον εισαγγελέα. (Άλλο, φυσικά, το ζήτημα να τιμωρηθούν
παραδειγματικά οι εγκληματικές πράξεις μελών και στελεχών της). Οι μεθοδεύσεις
απαγόρευσης της δεν βλάπτουν την ίδια,
αλλά την Δημοκρατία. Βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν προβληματίζει τους κύκλους της
Νέας Δημοκρατίας που προωθούν τα σενάρια αυτά, με προφανή μικροκομματική
σκοπιμότητα να προσεταιριστούν τους άστεγους ψηφοφόρους της. Άλλωστε οι ίδιοι
είναι αυτοί που έχουν ενσωματώσει στη ρητορική τους σχεδόν ολόκληρη την
ακροδεξιά της ατζέντα.
Δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία,
11/3/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου