Η διαφθορά των
πολιτικών δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνικό γνώρισμα. Αποτελεί παγκόσμιο
φαινόμενο, το οποίο μάλιστα διαπλέκεται με τις γενικότερες τάσεις
παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αντιμετώπιση της ως
διεθνούς οικονομικού εγκλήματος ουσιαστικά ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας του
1970, με την ψήφιση στις Η.Π.Α. του νόμου για την ποινικοποίηση της δωροδοκίας
ως μέσου για την επίτευξη επιχειρησιακών συμφωνιών με αλλοδαπά κράτη (Foreign
Corrupt Practices Act -1977-). Ήδη έχει συναφθεί σειρά ανάλογων διεθνών
συνθηκών κατά της διαφθοράς, οι σημαντικότερες των οποίων είναι η Σύμβαση του
ΟΟΣΑ για την Καταπολέμηση της Δωροδοκίας Αλλοδαπών Δημοσίων Λειτουργών σε
διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές (1997) και η Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της
Διαφθοράς (2003). Υπό μια έννοια, μάλιστα, η διαφθορά συνιστά την εφαρμογή της
ηθικής της αγοράς στον υπέρτατο βαθμό,
όπου όλα μπορούν να αγοραστούν ή να πωληθούν.
Αυτό που
διαφοροποιεί τη χώρα μας, όμως, από τις άλλες δυτικές δημοκρατίες είναι ότι η
νομή των δημοσίων πόρων, μέσω της διαπλοκής οικονομικών ελίτ και κυβερνητικής
εξουσίας, αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό της συγκρότησης του πολιτικού
συστήματος. Η κρατικοδίαιτη ελληνική αστική τάξη, μακράν της προτεσταντικής
ηθικής των ομολόγων της ευρωπαϊκών, θεωρούσε ανέκαθεν ως το αποτελεσματικότερο
μέσο πλουτισμού το πολιτικό μέρισμα που αντλούσε από τις «ειδικές» σχέσεις της
με την εξουσία, είτε μέσω «νόμιμων» τρόπων (π.χ. καναλάρχες που ανταλλάσσουν
την πολιτική επιρροή των καναλιών τους με δημόσιες συμβάσεις) είτε και παράνομων
(μίζες και δωροδοκίες). Με την έννοια αυτή στην Ελλάδα η πολιτική διαφθορά
είναι ο κανόνας, παρά η εξαίρεση.
Στο παρελθόν το
πολιτικό σύστημα μπορούσε να διατηρεί μέσω των δεσμών συνενοχής των εναλλασσόμενων
κομμάτων του δικομματισμού την
ατιμωρησία των εκλεκτών του. Ο λόγος για τον οποίο βλέπουμε το τελευταίο
διάστημα την αποκάλυψη πραγμάτων που όλοι υποψιαζόμασταν χωρίς να μπορούμε να
τα αποδείξουμε, οφείλεται ακριβώς στην κατάρρευση του πολιτικού συστήματος και
την αδυναμία του να εξασφαλίσει πλέον την ομερτά σε όλη της την έκταση. Ακόμη
και σήμερα, όμως, ο κολασμός δεν έχει φτάσει στον πυρήνα του παλαιοκομματισμού.
Οι πολιτικοί που έχουν φτάσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου είναι, εν πολλοίς,
«ψόφια άλογα», που αποσκοπούσαν να παίξουν το ρόλο αποδιοπομπαίου τράγου για
την εκτόνωση της λαϊκής απαίτησης για πλήρη κάθαρση.
Δεν
προστατεύονται όμως μόνον οι παλαιοί ένοχοι από τους παλαιοκομματικούς
συνενόχους. Η συμβίωση του δικομματισμού σε ενιαίο κυβερνητικό σχήμα και η
αδιαφάνεια των μνημονιακών πολιτικών έχει παράξει νέο κύμα διαφθοράς, ιδίως ως
προς τις ιδιωτικοποιήσεις και την διαπλοκή τραπεζών και ΜΜΕ. Η συνενοχή Νέας
Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ για τη συγκάλυψη της νέας αυτής διαφθοράς έχει για πρώτη
φορά λάβει ομολογημένο και επίσημο, θεσμικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, με σειρά
νόμων και πράξεων νομοθετικού περιεχομένου απαλλάχθηκαν από κάθε ευθύνη,
ποινική, αστική, διοικητική ή άλλη, τα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδας, οι
διοικήσεις των Τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων για την διαχείριση των
κρατικών ομολόγων στο πλαίσιο του PSI, οι διοικήσεις και τα στελέχη των τραπεζών για δάνεια σε ΝΠΔΔ
και κόμματα, των διοικητικών συμβουλίων δημόσιων οργανισμών για την
ιδιωτικοποίηση τους, τα μέλη του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους για τις γνωμοδοτήσεις τους επί των μνημονίων και
δανειακών συμβάσεων, μέχρι και ο ειδικός διαχειριστής της ΕΡΤ κ. Μάναλης για
την εμπλοκή του στο σκάνδαλο της κατάργησης της δημόσιας τηλεόρασης!
Οι ρυθμίσεις
αυτές είναι πρωτοφανείς. Η προσβολή του κράτους δικαίου δεν έχει προηγούμενο,
εφόσον οι ένοχοι αυτοί δεν απαλλάσσονται από τις ευθύνες μόνο για παρελθούσες,
αλλά και για μελλοντικές πράξεις, σαν να παίρνουν λευκή κάρτα για παρανομία (license to steal…). Και, προφανώς, στιγματίζουν
ανεξίτηλα με τεκμήριο ενοχής τους εμπλεκομένους σε αυτές, εφόσον μόνον ένοχοι
έχουν ανάγκη αμνήστευσης.
Οι διατάξεις
αυτές είναι προφανώς αντισυνταγματικές και δεν θα προστατεύσουν τους ενόχους
από τον πελέκι της δικαιοσύνης. Για το λόγο αυτό τα ποντίκια των δύο πάλαι ποτέ
κομμάτων εξουσίας τρέχουν να εγκαταλείψουν το καράβι που βουλιάζει, αν
προλάβουν. Η δικαιοσύνη θα έχει το λόγο επ’αυτών. Η μελλοντική προοδευτική
διακυβέρνηση έχει το καθήκον να προωθήσει τις αναγκαίες θεσμικές αλλαγές: όχι
μόνο την κατάργηση του επαίσχυντου άρθρου 86, που εξασφαλίζει σήμερα την ατιμωρησία
των επίορκων υπουργών, αλλά γενικότερα, την πλήρη αναμόρφωση του πολιτικού
συστήματος, με την εισαγωγή νέων μορφών λογοδοσίας.
Ελευθεροτυπία,
21/1/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου