Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Γιώργου Κατρούγκαλου, Το κοινωνικό κράτος σε πολιορκία



Το κοινωνικό κράτος σε πολιορκία
(Προδημοσίευση από σχετική έκδοση του ΕΚΚΕ αφιερωμένη στις μνημονιακές πολιτικές)



Abstract

The article presents critically the constitutional aspects of the austerity measures taken in the framework of the “Memoranda’s” policies of the  package of loans given to Greece by IMF and EU. The new rules which implement the related policy guidelines form a “parallel constitution” in the sense that they are contrary to many constitutional norms, including the fundamental principle of “Social State”. The normative functions of the latter are described in the first part of the essay, whereas the second part deals more specifically with the unconstitutionality of the “Memoranda” policies.


Η χώρα βρίσκεται από το 2009 (τουλάχιστον) σε ένα φαύλο κύκλο κρίσης ανταγωνιστικότητας και έκρηξης του δημόσιου χρέους που συνδυάζεται, πλέον, με συρρίκνωση της πραγματικής οικονομίας, με άδηλη έκβαση. Οι πολιτικές του μνημονίου, όμως, όχι μόνον απέτυχαν να βγάλουν τη χώρα από την κρίση, αλλά υπονομεύουν μία από τις θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος, την αρχή του κοινωνικού κράτους.

Α- Η αρχή του κοινωνικού κράτους

Α-1 Η αρχή του κοινωνικού κράτους ως βασική συνιστώσα του ελληνικού οικονομικού συντάγματος

Η αρχή του κοινωνικού κράτους αναγνωρίσθηκε πανηγυρικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001. Η νέα διάταξη, όμως, της παρ. 1 του άρθρου 25 στην πραγματικότητα δεν εισήγαγε στην πραγματικότητα για πρώτη φορά, αλλά απλώς επιβεβαίωσε την κατοχύρωση της αρχής ήδη στο Σύνταγμα του 1975/1986: Όπως εύστοχα παρατηρείται[1], δεδομένου ότι πρόκειται για θεμελιώδη συνταγματική αρχή, δεν θα ήταν ανεκτή η το πρώτον θέσπιση της στο πλαίσιο της αναθεωρητικής διαδικασίας. Υπό την εκδοχή αυτή, θα αλλοιωνόταν ανεπίτρεπτα και κατά παράβαση του άρθρου 110 παρ. 1 του Σ. η βάση και η μορφή του πολιτεύματος αφού παρόμοιες γενικές αρχές αναπόφευκτα τις συνδιαμορφώνουν. Το ότι όμως η αρχή ήδη συγκαταλεγόταν μεταξύ των θεμελιωδών αρχών δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να παραμείνει εκτός συνταγματικού κειμένου[2].
Υπέρ της σιωπηρής κατοχύρωσης της αρχής ήδη στο αρχικό κείμενο του Συντάγματος του 1975 ήταν άλλωστε εξαρχής και η θέση του μεγαλύτερου τμήματος της θεωρίας[3], ενώ μάλιστα ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η αρχή, εν σπέρματι, μπορεί να ανιχνευτεί και σε προγενέστερα συνταγματικά κείμενα. Ετσι, ο Μανιτάκης[4] θεωρεί ότι οι απαρχές της θα πρέπει να αναζητηθούν ήδη στο Σύνταγμα του 1864, λόγω της αναγνώρισης εκεί των δικαιωμάτων του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι. Ο δε Θεμιστοκλής Τσάτσος[5] έγραφε ότι, παρ’όλη τη μη αναγραφή της στο Σύνταγμα του 1952, η αρχή του κοινωνικού κράτους αποτελούσε “γνώρισμα του διέποντος την πολιτείαν πνεύματος”,
Στο Σύνταγμα του 1975, εν πάση περιπτώσει, η κατοχύρωση της αρχής είναι βεβαία και μάλιστα ab initio, και πριν δηλαδή από την πανηγυρική της επιβεβαίωση από τον αναθεωρητικό νομοθέτη. Η δε sedes materiae της εντοπίζεται κυρίως σε τρεις δέσμες αλληλοσυμπληρούμενων διατάξεων: αυτή των κοινωνικών δικαιωμάτων, αυτή των συνταγματικών κοινωνικών σκοπών και ρητρών και τέλος αυτή που περιλαμβάνει συναφείς (“κοινωνικούς”) περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων[6]. Ήδη δε από το 1993 και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με σημαντικές αποφάσεις της Ολομέλειας του είχε πανηγυρικά αναγνωρίσει την ύπαρξη της αρχής[7], ακολουθώντας χρονικά ορισμένες πρωτοποριακές αποφάσεις δικαστηρίων ουσίας[8]. Συνεπώς, η σημασία της ρητής καθιέρωσης της αρχής έγκειται, κυρίως, στο ότι θέτει οριστικά εκτός νομικής αμφισβήτησης τη συνταγματική κατοχύρωση των υποχρεώσεων του κράτους στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής.
Το κοινωνικό κράτος αποτελεί «ιδία πολιτειολογική μορφή»[9], η οποία, ως θεμελιώδης οργανωτική αρχή, προσδιορίζει το πολίτευμα, ιδίως ως προς τις σχέσεις πολίτη-κράτους και τις συναφείς αρμοδιότητες και υποχρεώσεις της πολιτειακής εξουσίας. Οι επί μέρους  λειτουργίες της που θα εξετασθούν στη συνέχεια, ουσιαστικά αποτελούν επί μέρους  εκφάνσεις και συνέπειες τούτου του γεγονότος. Άλλωστε, όλες οι θεμελιώδεις αρχές βρίσκονται σε σχέση γενικού προς ειδικού αναφορικά με τις υπόλοιπες συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τις εξειδικεύουν[10]. Ετσι και η αρχή του κοινωνικού κράτους, όπως εύστοχα παρατηρείται[11], δεν βρίσκεται με τα κοινωνικά δικαιώματα σε σχέση ελάσσονος προς μείζον, αλλά όλου προς μέρος. Αποτελεί άμεσα ισχύον δίκαιο[12], που δεν ενεργεί μόνον ερμηνευτικά, δεσμεύοντας την δικαστική εξουσία, αλλά με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, δεσμεύοντας όλες τις συντεταγμένες εξουσίες: είναι ένας από τους παράγοντες προσδιορισμού της αρχής της νομιμότητας της διοίκησης[13], ενώ υποχρεώνει και το νομοθέτη να οργανώσει το κράτος ανάλογα με τους σκοπούς του.
Η σημαντικότερη λειτουργία του έγκειται στον προσδιορισμό του οικονομικού συντάγματος. Το Σύνταγμα δεν αποσκοπεί στη ρύθμιση μόνον της οργάνωσης του κράτους αλλά του συνόλου των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων Ετσι, η αρχή του κοινωνικού κράτους και το πλέγμα των συνταγματικών διατάξεων στις οποίες αυτή ερείδεται συγκαθορίζει τον πολιτειολογικό «τύπο»[14] του σύγχρονου κράτους ως προς το λεγόμενο οικονομικό[15] και κοινωνικό[16],[17] σύνταγμα.
Το οικονομικό σύστημα που προστατεύεται από αυτή και το συνολικό πλέγμα των σχετικών συνταγματικών ρυθμίσεων -ιδίως αυτές του άρθρου 5 παρ. 1 και 3 (οικονομική ελευθερία) και 17 (προστασία της ιδιοκτησίας)[18], ως προς την καθιέρωση της παραδοσιακής καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και των συναφών με αυτή ελευθεριών, και αυτές  των άρθρων 25 παρ. 2 και 4, 106 και 17 παρ. 1[19] του Συντάγματος ως προς τις κοινωνικές υποχρεώσεις και τον προσανατολισμό της κρατικής δράσης- είναι η λεγόμενη στη Γερμανία[20] «κοινωνική οικονομία της αγοράς»[21], ή «κοινωνικά δεσμευμένη ελεύθερη οικονομία»[22]. Κατά την αναλυτικό χαρακτηρισμό του Α. Τάχου, πρόκειται για ένα οικονομικό καθεστώς α)φιλελεύθερο-αστικό, β)κεφαλαιοκρατικό, γ) ταξικό και δ) επεμβατικό[23].  Από συνταγματική άποψη αυτό σημαίνει ότι ναι μεν το καπιταλιστικό σύστημα της ελεύθερης αγοράς δεν επιτρέπεται να καταργηθεί υπέρ ενός άλλου τρόπου κοινωνικής οργάνωσης[24], αλλά και ότι ο κρατικός παρεμβατισμός είναι όχι απλώς επιτρεπτός, αλλά και επιβεβλημένος.
Με άλλα λόγια, η αρχή του κοινωνικού κράτους δεν καθιστά απλώς ανεκτούς τους περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία και ιδιοκτησία αλλά επιβαλλόμενους ως κρατική υποχρέωση[25], τόσο για να αντιμετωπισθούν οι επιβλαβείς παρενέργειες της ανεξέλεγκτης ελευθερίας της αγοράς[26], όσο και για να κατοχυρωθούν και προωθηθούν οι συνταγματικές αξίας της κοινωνικής δικαιοσύνης και ουσιαστικής ισότητας. Ετσι, οι περιορισμοί στην οικονομική ελευθερία[27] (περιορισμοί επαγγέλματος, μονοπωλιακή άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων, περιορισμοί και έλεγχοι στο εμπόριο και στη βιομηχανία) και στη συμβατική ελευθερία (ενοικιοστάσιο, αναγκαστική μίσθωση γαιών, αγορανομικές διατάξεις)[28] είναι συνταγματικοί[29], εφ’όσον, βεβαίως, επιβάλλονται με νόμο, για να εξυπηρετηθεί συνταγματικά καθοριζόμενο δημόσιο συμφέρον[30], είναι αποχρώντες[31], γενικοί και αφηρημένοι[32] και δεν προσβάλλουν τον πυρήνα της οικονομικής ελευθερίας[33], αφήνοντας εύλογο περιθώριο για την ανάπτυξη της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας και τον αυτοπροσδιορισμό του ατόμου[34].
Θα πρέπει να γίνει δεκτό, όπως δέχεται πάγια και η γερμανική νομολογία, ότι οι περιορισμοί του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας (αλλά και της ιδιοκτησίας) θα πρέπει να είναι μικρότερης έντασης στις περιπτώσεις που αυτή λειτουργεί ως στοιχείο που διασφαλίζει την προσωπική ελευθερία και τον αυτοπροσδιορισμό του ατόμου, όπως, π.χ., στις περιπτώσεις επαγγελματικής ελευθερίας. Απεναντίας «η αρμοδιότητα του νομοθέτη να καθορίζει το περιεχόμενο και τα όρια της ιδιοκτησίας είναι τόσο ευρύτερη όσο περισσότερο το υποκείμενο της ιδιοκτησίας ασκεί μία κοινωνική λειτουργία και έχει μία κοινωνική διάσταση»[35], όπως συμβαίνει, ιδίως, στις μεγάλες επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Α-2 Ο επικαθορισμός του ελληνικού οικονομικού συντάγματος από το κοινοτικό δίκαιο

Μετά από την ένταξη μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, το ελληνικό οικονομικό σύνταγμα επικαθορίζεται έντονα από το οικονομικό σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης[36], το οποίο είναι ουσιωδώς διαφορετικό, γιατί δεν περιλαμβάνει την κοινωνική αρχή. Το εν πολλοίς νομολογιακό αυτό δημιούργημα του Δικαστηριου της Ευρωπαϊκής Ένωσης[37] έχει εύστοχα χαρακτηριστεί ως «μια τεχνική διακυβέρνησης του φιλελευθερι­σμού»[38], που στοχεύει, κυρίως, στην καθιέρωση «θεσμικών εγγυήσεων για ανοιχτές αγορές»[39]. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι, για το λόγο αυτό, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει ένα «ισχυρό οικονομικό σύνταγμα», σε αντιπαράθεση με το «ήπιο οικονομικό σύνταγμα» των επιμέρους χωρών[40]. Στην πραγματικότητα, όμως, το οικονομικό σύνταγμα της ΕΕ εμφανίζεται ως «ισχυρότερο» από αυτό των κρατών απλώς και μόνον λόγω της έλλειψης μετριασμού της φιλελεύθερης αρχής από την -απούσα στην κοινοτική τάξη- αρχή του κοινωνικού κράτους[41]
Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη, όπως, άλλωστε, και η Συνθήκη για τη Θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης (στο εξής Συνταγματική Συνθήκη), της οποίας επαναλαμβάνει τη μεγάλη πλειονότητα των ρυθμίσεων, δεν επιφέρει καμιά ουσιαστική αλλαγή στο οικονομικό σύνταγμα της Ένωσης. Ειδικότερα, όπως και η Συνταγματική Συνθήκη (άρθρο Ι-3 παρ. 3) έτσι και η Μεταρρυθμιστική  Συνθήκη περιλαμβάνει (στο νέο άρθρο 2 παράγραφος 3 ΣυνθΕΚ). στους στόχους της Ένωσης «την άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς[42]». Η διατύπωση αυτή αποτελεί κατά το δεύτερο ήμισυ της φραστική πρόοδο σε σχέση με την αντίστοιχη της Συνθήκης του Μάαστριχτ («οικονομία ελεύθερης αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό»).
Οι υποθέσεις Viking[43] και Laval[44] (όπως και οι Rüffert[45] και  Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου[46] που τις ακολούθησαν) αποτελούν τις πιο ακραίες πρόσφατες αποφάσεις του ΔΕΚ που επιβεβαιώνουν στον υπερθετικό βαθμό την αποδομητική επίδραση της νομολογίας του επί των εργασιακών δικαιωμάτων[47]. Και στις δύο υποθέσεις, συνδικαλιστικές οργανώσεις ανάλαβαν συλλογική δράση σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να εξασφαλίσουν την προστασία που τους παρείχε η εθνική κοινωνική νομοθεσία. Ωστόσο, τα εθνικά εργασιακά δικαιώματα, τα οποία απολαύουν συνταγματικής προστασίας στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και υιοθετούνται ρητώς στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, θεωρήθηκαν από το Δικαστήριο ότι περιορίζουν ανεπίτρεπτα την αρχή της ελεύθερης εγκατάστασης -άρθρο 43 ΕΚ- (στην υπόθεση Viking) ή την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών -άρθρο 49- (στην υπόθεση Laval).
Η συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού ως μοναδική ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική που επιβλήθηκε με τη Συνθήκη του Μάστριχτ επιχειρείται να συμπληρωθεί με τη γερμανικής έμπνευσης ρήτρα του δημοσιονομικού κανόνα,, που κατατέθηκε στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 4ης  Φεβρουαρίου 2011. Κατά την πρόβλεψη αυτή τα εθνικά κράτη θα πρέπει να κατοχυρώσουν σε συνταγματικό επίπεδο την υποχρέωση να τηρούν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς ή, εν πάση περιπτώσει, να συντηρούν το έλλειμμά τους κάτω από το όριο του 3%. Η πρόταση αυτή υποκριτικά αποκρύπτει το γεγονός ότι τα ελλείμματα των περιφερειακών χωρών ανταποκρίνονται ακριβώς στα πλεονάσματα των χωρών του κέντρου, που επωφελήθηκαν πλήρως από το οικονομικό πλαίσιο της ΟΝΕ[48]. Εάν υιοθετηθεί, θα έχει μηδενική επιρροή ως προς την διαμόρφωση του χρέους και των ελλειμμάτων, αλλά ιδιαίτερα αρνητική επίδραση στη φυσιογνωμία των ευρωπαϊκών κοινωνικών κρατών, που θα πρέπει να μειώσουν ακόμη περαιτέρω τις δαπάνες των συστημάτων κοινωνικής προστασίας.
     Όπως τονίζουν οι Ph. Alston και J.H.H. Weiler, όχι μόνο η ρητορική της Κοινότητας σπανίως βρίσκει ανταπόκριση στην πρακτική της στον κοινωνικό τομέα[49], αλλά ακόμη και η επίσημη κοινοτική jargon χρησιμοποιεί κυρίως τους όρους «κοινωνική προστασία» ή «κοινωνικό αποκλεισμό», και όχι τον όρο «κοινωνικά δικαιώματα», που έχει σαφές  ιστορικά και πυκνότερο κανονιστικά περιεχόμενο. Το κοινωνικό αυτό έλλειμμα δεν είναι «ποσοτικό», δεν οφείλεται, δηλαδή, κυρίως στην έλλειψη κοινοτικών κοινωνικών αρμοδιοτήτων (αν και είναι γεγονός ότι στα θέματα του δικαίου κοινωνικής ασφάλειας μόνον συμπληρωματικές αρμοδιότητες έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση)[50]. Το έλλειμμα είναι δομικό και ανάγεται στην διαφορετική ποιότητα των οικονομικών συνταγμάτων της Ένωσης και των Κρατών-Μελών.
Τούτο οφείλεται στο ότι η ύπαρξη ενός «Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου», συνδιαμορφωμένου όχι μόνον από τη φιλελεύθερη αρχή αλλά και από τη συνταγματική αρχή του «Κοινωνικού Κράτους», είναι πραγματικότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αποκλειστικά στο επίπεδο των Κρατών–Μελών[51]. Πρακτικά, όλα τα ευρωπαϊκά συντάγματα (με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου), ενσωματώνουν αυτή την αρχή είτε ρητώς, μέσω μια συνταγματικής ρήτρας περί «Κοινωνικού Κράτους», είτε έμμεσα, με αναγωγή στο συνολικό σύστημα της συνταγματικής τάξης και, ιδίως, σε ένα κατάλογο θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων.   Αντιθέτως, η αρχή αυτή είναι απούσα από τις Συνθήκες και το οικονομικό Σύνταγμα της Ένωσης, όπως διαμορφώθηκε από τη νομολογία του ΔΕΚ.
Η δομική αυτή αντίθεση οδηγεί στον επικαθορισμό του ελληνικού οικονομικού συντάγματος, ο οποίος δεν επέρχεται μόνον απευθείας από την εφαρμογή των ρυθμίσεων του κοινοτικού δικαίου, αλλά και από μια νέα ανάγνωση των εθνικών συνταγματικών κανόνων υπό το φως του κοινοτικού δικαίου και ιδίως των αρχών του ανταγωνισμού στην οποία προβαίνει ο εθνικός δικαστής. Για παράδειγμα, ήδη διαπιστώνεται στη νομολογία του Συμβουλίου τη Επικρατείας μια τάση μεγαλύτερου ελέγχου του κρατικού παρεμβατισμού, από ότι στην παλαιότερη νομολογία[52].
Η επιρροή του κοινοτικού δικαίου συνδυάζεται με τις γενικότερες τάσεις που διαμορφώνονται την τελευταία εικοσαετία, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, για την επιστροφή στον αυτορρυθμιστικό ρόλο της αγοράς, τον περιορισμό των κρατικών επεμβάσεων στην οικονομία και την “επαναφεουδοποίηση” (refeudalization) των διοικητικών δομών, αλλά και των εργασιακών σχέσεων, μέσω της ελαστικότητας, των άτυπων μορφών εργασίας και της αναγνώρισης πλήρων δικαιωμάτων και μόνιμης εργασιακής σχέσης μόνον σε μια μειοψηφία εργαζομένων[53].
Στο πλαίσιο αυτό, οι σχέσεις κράτους και διοικουμένων  τείνουν να γίνουν αποκεντρωμένες και επιλεκτικές, με σημαντικότερο  χαρακτηριστικό την εξασθένιση της μονομερούς διοικητικής δράσης και την ενίσχυση των συμβατικών μορφών. Γενικότερα, εμφανίζεται για πρώτη φορά η προοπτική της σταδιακής εξασθένισης της κρατικής κυριαρχίας: Ενώ ο αποκλειστικός ρυθμιστικός ρόλος του εθνικού κράτους ήδη μοιάζει να εξασθενεί ραγδαία σαν συνέπεια δύο φαινομενικά αντίρροπων τάσεων,της παγκοσμιοποίησης[54] και της ενδοκρατικής περιφερειοποίησης (regionalization)[55]
Να σημειωθεί πάντως ότι η σχετική αποδυνάμωση του Κράτους-Έθνους δεν σημαίνει ούτε πλήρη υπέρβαση του, ούτε αποδιοργάνωση του. Αντίθετα, διατηρεί τη βασική υπευθυνότητα  για την οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων, π.χ. σε τομείς όπως η κοινωνική πολιτική και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις[56], αλλά και για τους βασικούς διορθωτικούς χειρισμούς για την αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων[57] και την εσωτερική αναδιάρθρωση της οικονομίας. Άλλωστε, ορισμένα από τα πρωταγωνιστικά κράτη των ύστερων νέων χρόνων, όπως η Ιαπωνία και οι νέες βιομηχανικές χώρες του Pacific Rim, βασίζονται ακριβώς σε ένα νέου τύπου κρατικό συν-προγραμματισμό της οικονομίας από το Κράτος (πχ. στην Ιαπωνία από το παντοδύναμο Υπουργείο MITI) και τα μεγάλα ολιγοπώλια.
Συνεπώς, το εθνικό κράτος κάθε άλλο παρά νεκρό δεν είναι[58].  Για το λόγο αυτό, η επιρροή του ευρωπαϊκού δικαίου, αν και καθοριστική, δεν αρκεί για την πλήρη αλλαγή πολιτειολογικού παραδείγματος και την εγκατάλειψη του κοινωνικού κράτους. Υποστηρίζεται, βεβαίως, ότι «οι συνταγματικοί σκοποί της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφομοιώνουν και τελικώς υποκαθιστούν τους υποβαθμισμένους εθνικούς συνταγματικούς σκοπούς, (με  συνέπεια) η συνοχή της εθνικής συνταγματικής τάξης, βρίσκεται σε διαρκή αποδόμηση[59]
Και όμως, η αναπόφευκτη από την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση «ερμηνεία του ελληνικού οικονομικού Συντάγματος υπό το φως του κοινοτικού δικαίου»[60] δεν μπορεί να φτάσει ως το σημείο να καταργήσει τη θεμελιώδη αρχή του κοινωνικού κράτους ή βασικά θεμελιώδη συστατικά του οικονομικού συντάγματος, όπως τα κοινωνικά δικαιώματα. Κάτι τέτοιο θα ήταν ευθέως αντίθετο στη δημοκρατική αρχή, που επιβάλει ο επαναπροσδιορισμός των κρατικών θεμελιωδών αρχών να ανάγεται, τελικά, σε απόφαση του κυρίαρχου Λαού. Συναφώς, η πρόσφατη σημαντική απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου για τη Συνθήκη της Λισαβόνας, ρητά θέτει ως όρια της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου το σεβασμό των θεμελιωδών αρχών των εθνικών εννόμων τάξεων και ιδίως της κοινωνικής αρχής[61].
Πρέπει, τέλος, να υπογραμμιστεί ότι η σοβούσα κρίση ανέδειξε το εγγενές διαρθρωτικό πρόβλημα της ΟΝΕ και της επιρροής της στην πραγματική οικονομία: Η νομισματική ενοποίηση δεν συνοδεύθηκε από μηχανισμούς οικονομικής ενοποίησης, που να επιτρέπουν ανακύκλωση πλεονασμάτων  και άλλα διαρθρωτικά μέσα παρεμβατικής πολιτικής υπέρ των φτωχότερων κρατών. Υπό την παρούσα κατάσταση, λοιπόν, είναι αναπόφευκτη η μετακίνηση πλούτου από τις λιγότερο προς τις περισσότερο παραγωγικές χώρες, με το Ευρώ να αποτελεί βρόγχο ασφυξίας για κράτη με μειωμένη ανταγωνιστικότητα, όπως αυτά του Ευρωπαϊκού νότου.

Β- Το «παρασύνταγμα» του μνημονίου

Ως γνωστό, με τον όρο αυτό «παρασύνταγμα» περιγράφει η ελληνική συνταγματική ιστορία το σύνολο των μετεμφυλιακών νομοθετικών και κανονιστικών μέτρων κατά των ατομικών δικαιωμάτων που ήταν μεν αντίθετα στο ισχύον, τότε, Σύνταγμα του 1952, εφαρμόζονταν όμως παράλληλα με αυτό, με επίκληση της ανάγκης απόκρουσης του φάσματος του κομμουνισμού. Τα δύο μνημόνια «Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» και «Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής» που ενσωματώνει ως παραρτήματα ο ν. 3845/2010 και η «εκτελεστική» τους μεταγενέστερη νομοθεσία ουσιαστικά αποτελούν ένα νέο «παρασύνταγμα», γιατί η εφαρμογή τους προϋποθέτει αναγκαστικά τον παραμερισμό πολλών θεμελιωδών ρυθμίσεων του οικονομικού –και όχι μόνον- συντάγματος. Μάλιστα, η έκταση και η ένταση των επεμβάσεων που επιφέρει η υπό κρίση βίαιη αναπροσαρμογή του ελληνικού οικονομικού συντάγματος, σε συνδυασμό με την έξωθεν επιβολή της, δικαιολογεί απολύτως τον ισχυρισμό του Προέδρου του νεοσυσταθέντος Οργανισμού Αποκρατικοποιήσεων ότι επιχειρείται να επιβληθεί «δίκαιο κατεχόμενης χώρας»[62].

Β-1 Αντισυνταγματική η μη κύρωση των δανειακών συνθηκών

Η πρώτη μείζων παραβίαση συνταγματικού κανόνα αφορά τη μη κύρωση από τη Βουλή των υπό κρίση δανειακών συμβάσεων. Κατά το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος, «οι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις, και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, τίποτε δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο, ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά τους Ελληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει». Οι υπό κρίση συμφωνίες ή συμβάσεις δανεισμού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο πλαίσιο εφαρμογής του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας εντάσσονται αναμφισβήτητα στις πιο πάνω περιπτώσεις[63].
Μάλιστα, ενόψει του ότι η εφαρμογή τους συνιστά, εν τοις πράγμασι[64], σημαντικότατους περιορισμούς της κρατικής κυριαρχίας[65], αν και τυπικά δεν υφίσταται παραχώρηση αρμοδιοτήτων στο ΔΝΤ, πιστότερο στο πνεύμα του Συντάγματος θα ήταν οι σχετικές συμβάσεις να υπαχθούν στην παρ. 2 του άρθρου 28 και να κυρωθούν με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.
Αντιθέτως, μέχρι σήμερα, οι σχετικές συμβάσεις δεν έχουν έρθει προς κύρωση στη Βουλή ούτε καν με την τακτική νομοθετική διαδικασία. Ο νόμος 3845/2010 που συμπεριλαμβάνει ως παραρτήματα τα  δύο αρχικά μνημόνια, ήτοι το «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» και το Μνημόνιο  Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής», δημοσιεύθηκε στις 6/5/2010, ενώ η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης μεταξύ αφενός της Ελληνικής Δημοκρατίας ως δανειολήπτη και αφετέρου κρατών μελών της Ευρωζώνης και του ΚfW ως δανειστών συνάφθηκε αργότερα, στις 8/5/2010. Συνεπώς, τόσο το αρχικό, όσο και το πρόσφατο τροποποιημένο μνημόνιο δεν έχουν κυρωθεί σύμφωνα με τη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία.
Ειδικότερα, με το άρθρο πρώτο παράγραφος 4 του ν. 3845/2010, παρασχέθηκε στον Υπουργό Οικονομικών η εξουσιοδότηση να εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο και να υπογράφει κάθε μνημόνιο συνεργασίας, συμφωνία ή σύμβαση δανεισμού, διμερή ή πολυμερή, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη - μέλη της ζώνης του ευρώ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκειμένου να εφαρμοστεί το πρόγραμμα του «μηχανισμού στήριξης». Προβλέφθηκε δε, επίσης, ότι τα εν λόγω μνημόνια, συμφωνίες και συμβάσεις θα εισάγονται στη Βουλή για κύρωση. Στη συνέχεια, όμως, με το άρθρο μόνο παράγραφος 9 του νόμου 3847/2010 προβλέφθηκε ότι τα διεθνή αυτά κείμενα θα εισάγονται στην Βουλή όχι για «κύρωση», αλλά απλώς για «συζήτηση» και «ενημέρωση”». λες και η Βουλή είναι λέσχη συζητήσεων. Ουσιαστικά, δηλαδή, ο νόμος, κατ’ευθεία παράβαση του άρθρου 36 παρ. 2 του Συντάγματος, εξουσιοδότησε τον Υπουργό Οικονομικών να συνάψει τη μόνη δεσμευτική, από πλευράς διεθνούς και συνταγματικού δικαίου, σύμβαση με το ΔΝΤ και τις χώρες της Ευρωζώνης  χωρίς κύρωση από τη Βουλή.
Είναι αλήθεια ότι η  κυβέρνηση, παλινωδώντας, κατέθεσε, μετά και από την κριτική που ασκήθηκε, στις 4/6/2010 νομοσχέδιο στη Βουλή για την κύρωση της δανειακής σύμβασης, που δεν έχει ακόμη συζητηθεί. Τούτο όμως δεν έγινε για να γίνει σεβαστή η επιταγή του άρθρου 36 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά η επιταγή των δανειστών μας, για την μεγαλύτερη δυνατή εξασφάλιση των απαιτήσεων τους. (Απόδειξη για αυτό αποτελεί το γεγονός ότι το νομοσχέδιο αυτό δεν έρχεται για συζήτηση στη Βουλή, αν και μεσολάβησε ήδη η υπογραφή από τον Υπουργό Οικονομικών του πρώτου «επικαιροποιημένου» μνημονίου.)
Η εν λόγω σύμβαση ορίζει ως εφαρμοστέο δίκαιο το αγγλικό και αρμόδιο δικαστήριο, κατ’αποκλειστική δικαιοδοσία, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αποφάσεις του οποίου θα είναι πλήρως δεσμευτικές και άμεσα εκτελεστές. Το βασικότερο: Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.5 «ο Δανειολήπτης αμετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία από νομικές διαδικασίες σε σχέση με την παρούσα Σύμβαση, περιλαμβανομένων, χωρίς περιορισμούς, της ασυλίας όσον αφορά την άσκηση αγωγής, δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή και όσον αφορά την εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του στο βαθμό που δεν το απαγορεύει δεσμευτικό δίκαιο» (mandatory law)».
Από την παραπάνω διατύπωση (και δεδομένου ότι το δεσμευτικό δίκαιο στο οποίο αναφέρεται το εν λόγω άρθρο δεν είναι το ελληνικό, αλλά το αγγλικό) η χώρα μας φαίνεται να παραιτείται από κάθε ασυλία της δημόσιας περιουσίας[66],  ώστε να είναι στο έλεος των δανειστών μας ακόμη και τα ακατάσχετα δημόσια πράγματα, από τα δημόσια κτίρια και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων μέχρι τον οπλισμό των ενόπλων δυνάμεων. Η σύμβαση αυτή, που δεν έχει προηγούμενο στη συνταγματική μας ιστορία, ούτε, νομίζω, ανάλογο στο διεθνές δίκαιο, συνιστά de facto εκχώρηση της εξωτερικής οικονομικής κυριαρχίας κατά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας[67].
Το χειρότερο είναι ότι η σύμβαση αυτή αποσκοπεί στο να θωρακίσει τους δανειστές μας απέναντι στο μοναδικό νομικό όπλο που έχει απομείνει στη χώρα μας: σε αντίθεση με όλες τις άλλες χώρες που προχώρησαν σε επαναδιαπραγμάτευση του χρέους τους, το ελληνικό δημόσιο χρέος διέπεται κατά 90% των σχετικών κεφαλαίων από το ελληνικό δίκαιο. Αυτό δίνει την δυνατότητα σε μια ελληνική κυβέρνηση που θα επιθυμούσε να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους αποπληρωμής του (που αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική έξοδο από την κρίση) να το πράξει με απλή μεταβολή του εθνικού νομικού πλαισίου[68].  Με την υπαγωγή του στο αγγλικό δίκαιο αυτή η δυνατότητα αποκλείεται.
Οι σημαντικότερες, όμως, παραβιάσεις της συνταγματικής τάξης είναι οι επεμβάσεις του νόμου 3845/2010 στο ουσιαστικό οικονομικό σύνταγμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την πρόβλεψη της παρ. 9 του άρθρου Δεύτερου, η εφαρμογή των μέτρων που υιοθετεί πρέπει να κινείται «στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου». Ενδεχόμενη αντίθεση με το Σύνταγμα δεν φαίνεται να απασχόλησε ιδιαίτερα τους συντάκτες του…

Β-2 Αντισυνταγματικοί περιορισμοί της συλλογικής αυτονομίας

Το άρθρο Τρίτο του ν. 3845/2010 περιλαμβάνει, κατ’εφαρμογή των πολιτικών του μνημονίου,  σειρά ρυθμίσεων για την μείωση των αποδοχών όχι μόνον των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.  Είναι σαφές ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις αποτελούν σημαντικό περιορισμό της συλλογικής αυτονομίας, όπως κατοχυρώνεται συνταγματικά από την παρ. 2 του άρθρ. 22[69]. Βάσει της συνταγματικής αυτής διάταξης, η συλλογική διαπραγµάτευση αποτελεί τον κύριο ρυθµιστικό παράγοντα των εργασιακών σχέσεων, κατά περιορισμό της παντοδυναμίας του νομοθέτη[70], με αποτέλεσμα όρος συλλογικής σύµβασης εργασίας να μην µπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί µε τυπικό νόµο.
Τα ανωτέρω ενισχύονται τόσο από τις διατάξεις του άρθρου 8 της ∆ιεθνούς Σύµβασης Εργασίας  151/1978[71], οι οποίες επιτάσσουν τον διακανονισµό των όρων απασχόλησης στη δηµόσια διοίκηση µε διαπραγµατεύσεις ή διαδικασία περιβαλλόµενη από εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αµεροληψίας, όσο και του άρθρου 5 της ∆ΣΕ 154/1981[72], το οποίο απαιτεί να λαµβάνονται συµβατά µε τις εθνικές συνθήκες µέτρα για την προώθηση της συλλογικής διαπραγµάτευσης[73]. Επίσης, τα άρθρα 6 και 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη[74] κατοχυρώνουν το δικαίωµα αυτό.
 Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται σχετικά, ότι µε την ανωτέρω συνταγµατική διάταξη «περιωρίσθη η υπό το κράτος των προγενεστέρων συνταγµάτων αναγνωριζόµενη παντοδυναµία του νοµοθέτου» και ότι µε αυτή «τίθεται φραγµός εις την παντοδυναµία του νοµοθέτου κατά τη ρύθµισιν των εν λόγω θεµάτων, ούτως ώστε να καθίσταται αντίθετος προς την συνταγµατικήν ταύτην διάταξιν η άσκησις της νοµοθετικής αρµοδιότητας κατά τρόπο άγοντα εις πλήρη αποδυνάµωσιν του θεσµού», ενώ ειδικότερα για τις αποδοχές των εργαζοµένων, η Ολοµέλεια δέχθηκε ότι ο καθορισµός των αποδοχών τους «δεν µπορεί να γίνει από το νόµο κατά τρόπο αποκλειστικό, να αφαιρεθεί δηλαδή από την ύλη της συλλογικής συµβάσεως»[75].
Με τις προβλέψεις αυτές, αλλά και τις μεταγενέστερες νομοθετικές επεμβάσεις στην διαδικασία της διαιτησίας, ανατρέπεται η μεταρρυθμιστική προσπάθεια που είχε ξεκινήσει στην δεκαετία του 1990 για τον εξορθολογισμό της ρύθμισης των συλλογικών διαφορών, με την θέσπιση νέο-κορπορατιστικών θεσμών, όπως ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ).

Β-3 Άλλες παραβιάσεις του οικονομικού συντάγματος και των κοινωνικών δικαιωμάτων

Ιδιαίτερα προβληματικές συνταγματικά είναι οι ρυθμίσεις του άρθρου Δεύτερου του νόμου 3845/2010 σχετικά με τον ελάχιστο νόμιμο μισθό, όπως κατοχυρώνεται με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Κατ’αρχάς προβλέπεται στην παρ. 7 η δυνατότητα απόκλισης από τον ελάχιστο νόμιμο μισθό βάσει των προβλέψεων κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών σσε.  Η ρύθμιση αυτή είναι οριακής συνταγματικότητας, αφενός ενόψει της κατοχύρωσης από το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος δίκαιων συνθηκών εργασίας, αφετέρου –και κυρίως- λόγω της κατοχύρωσης στην ίδια διάταξη της ίσης αμοιβής για ίση εργασία.
Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 22 παρ. 1 και 2 λειτουργεί όχι μόνον ως κατευθυντήρια διάταξη αλλά και ως γνήσιο υποκειμενικό δικαίωμα που κατοχυρώνει δίκαιες, ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες εργασίας[76]. Δίκαιες συνθήκες εργασίας είναι αυτές που εξασφαλίζουν το σεβασμό της ανθρώπινης αξίας και την ανάπτυξη της προσωπικότητας[77], σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και σε ανταπόκριση με το οικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή στη χώρα[78]. Συμπεριλαμβάνουν την απαίτηση για ένα αξιοπρεπή μισθό[79] και ένα λογικό ωράριο εργασίας[80]. Ενόψει των παραπάνω, η κατάργηση, ουσιαστικά, του κατώτατου νόμιμου μισθού φαίνεται να προσκρούει στις ανωτέρω συνταγματικές επιταγές[81].
Πρόδηλα αντισυνταγματική και αντίθετη στο κοινοτικό δίκαιο είναι, εξάλλου, η ρύθμιση της παρ. 9 ε, η οποία προβλέπει ότι με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να καθορίζεται κατώτατο ημερομίσθιο των νέων ηλικίας κάτω των 25 ετών που εισέρχονται στην αγορά εργασίας για πρώτη φορά, προφανώς κατώτερο από αυτό που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Η εν λόγω ρύθμιση είναι, κατ’αρχάς, ευθέως αντίθετη στο δεύτερο εδάφιο του άρ. 22 παρ. 1Σ, που παρέχει στον εργαζόμενο δικαίωμα να αξιώσει ίση αμοιβή για ίση εργασία[82], εφόσον οι εν λόγω νέοι θα πληρώνονται λιγότερο για ίδια εργασία.
Είναι, όμως, και κραυγαλέα αντίθετη στις ρυθμίσεις των Οδηγιών 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 και 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000,  που απαγορεύουν κάθε δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας στον τομέα της απασχόλησης και ενσωματώθηκαν στην εθνική έννομη τάξη με το ν. 3304/2005 «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού»[83].
Περαιτέρω, με την παρ. 8 του άρθρου Τρίτου του νόμου επεκτείνονται οι ανωτέρω περιορισμοί και περικοπές αποδοχών και στις ατομικές συμβάσεις εργασίας. Ο νόμος είναι, επί του προκειμένου,  αντίθετος στην ελευθερία των συμβάσεων, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος,[84]. Κατά τη νομολογία: «Με την ελευθερία των συµβάσεων, δεν συµβιβάζεται καταρχήν, µεταγενέστερη επέµβαση του νοµοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ελευθερία των συµβάσεων προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγµατος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών, καθώς επίσης και κατά τις περιπτώσεις που ασκείται προς βλάβη της εθνικής οικονοµίας[85]. Για τους ίδιους λόγους, δεδομένου ότι οι διαιτητικές αποφάσεις συνταγματικά εξομοιώνονται με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είναι αντισυνταγματικές και οι ρυθμίσεις του άρθρου 51 του μεταγενέστερου νόμου 3871/2010, που ορίζουν ότι οι διαιτητικές αποφάσεις που χορηγούν μισθολογικές αυξήσεις για τα έτη 2010 και 2011 είναι ανίσχυρες και ανεφάρμοστες.
Οι εν λόγω περικοπές  κατά πάσα πιθανότητα προσκρούουν και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών, που κατοχυρώνει το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, την οποία μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας[86]. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα "περιουσιακής φύσεως" και τα κεκτημένα "οικονομικά συμφέροντα" και ειδικότερα απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά[87]. Παρόμοιας φύσης είναι και τα ενοχικά δικαιώματα επί του μισθού τα οποία απορρέουν από την εργασιακή σχέση, όπως και οι νόμιμες προσδοκίες απαιτήσεων, όπως είναι και αυτές που απορρέουν από σσε[88].

Γ- Η προοπτική εξόδου από την κρίση

Η μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση είναι η μονομερής αναδιάρθρωση του χρέους τώρα, και όχι όταν θα έχει αυξηθεί κατά 100-150 δισεκατομμύρια Ευρώ επιπλέον[89]. Δεν υπάρχει νομικός φραγμός για αυτό. Κατά την κρατούσα στο διεθνές δίκαιο θέση, τα κράτη μπορούν πάντα να ματαιώνουν ή να αναστέλλουν την αποπληρωμή των χρεών τους με μονομερή κυριαρχική πράξη, εφόσον αντιμετωπίζουν κατάσταση ανάγκης, αδυνατούν δηλαδή να ικανοποιήσουν ταυτόχρονα τους δανειστές τους και τις βασικές κοινωνικές ανάγκες της πολιτείας[90].
Η περίπτωση της επαναδιαπραγμάτευσης χρέους από την Αργεντινή (2002) εντάσσεται σε αυτό το νομικο-πολιτικό πλαίσιο. Παρά την κριτική που ασκήθηκε εναντίον της από μεγάλο τμήμα της αμερικανικής θεωρίας[91], η εν πολλοίς μονομερής αυτή αναδιάρθρωση κρίθηκε σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο από εθνικά και διεθνή δικαστήρια[92]. Ακόμη εντυπωσιακότερη υπήρξε η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους του Ισημερινού (2008) [93]. Ήταν η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία όπου ένα κράτος επαναδιαπραγματεύθηκε δημόσιο χρέος χωρίς να επικαλεστεί κατάσταση ανάγκης,  αλλά απλώς τον άδικο χαρακτήρα του (“odious debt”)[94]. Ήδη, κατόπιν συμφωνίας με τους δανειστές τους, οι δύο αυτές χώρες έχουν εξαγοράσει το μεγαλύτερο τμήμα του χρέους τους στο 30% μόλις της αρχικής του τιμής.
Προφανώς και αυτή η λύση θα έχει σημαντικό κοινωνικό κόστος, εφόσον για ένα μεγάλο διάστημα  θα είναι από δύσκολη έως αδύνατη η δανειοδότηση από τις διεθνείς αγορές, με συνέπεια οι ανελαστικές κρατικές δαπάνες (μισθοδοσία, συντάξεις, κοινωνική πολιτική) να πρέπει να καλύπτονται αποκλειστικά από τη άμεση και έμμεση φορολογία. Επίσης το τραπεζικό σύστημα θα υποστεί σοβαρό κλονισμό και θα απαιτηθεί η κρατικοποίηση ενός  σημαντικού τμήματος του, ώστε να εξασφαλιστεί η ρευστότητα της αγοράς. Τέλος, ιδιαίτερα σοβαρές θα είναι οι επιπτώσεις στο Ευρώ και γενικότερα στη συνοχή της Ευρωζώνης.
Παρόλα αυτά, το «παρασύνταγμα» του μνημονίου και οι σχετικές πολιτικές πρέπει να ανατραπούν άρδην. Από τη μεριά γιατί δεν εισφέρουν διέξοδο από την κρίση, αλλά αντιθέτως σύρουν τη χώρα στην εξαθλίωση. Από την άλλη μεριά γιατί υπονομεύουν τη συνταγματική σύνταξη του οικονομικού συστήματος και, σε τελική ανάλυση, την ίδια την δημοκρατική αρχή.
Και τούτο γιατί  στο πλαίσιο του σύγχρονου συνταγματισμού, η πρωταρχική ρύθμιση της αγοράς μέσω των συνταγματικών κανόνων δεν σημαίνει απλώς την υποταγή του οικονομικού στοιχείου στο πολιτικό. Σηματοδοτεί, πρωτίστως, την καθιέρωση της δημοκρατικής αρχής ως υπέρτατου κανόνα της συγκρότησης και των δύο αυτών υποσυστημάτων (πολιτικού και οικονομικού) της κοινωνικής συμβίωσης. Το φιλελεύθερο σύνθημα «no taxation without representation» δεν συνιστά μόνον κανόνα σχετικό με την πολιτική αντιπροσώπευση, αλλά και κατευθυντήρια αρχή για την ρύθμιση των οικονομικών θεμάτων με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις βασικές πολιτικές συναινέσεις της κοινωνίας. Όπως η γυμνή πολιτική ισχύς οροθετείται και νομιμοποιείται από τις «πολιτικές» ρυθμίσεις του Συντάγματος, έτσι και οι «οικονομικές» του διατάξεις θέτουν ένα αντίστοιχο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις σχέσεις κράτους-αγοράς και πολίτη. Μόνον οι απολογητές της γυμνής και αδιαμεσολάβητης δύναμης, πολιτικής ή οικονομικής, μπορούν να αδιαφορούν για το τι λέει το Σύνταγμα.
Και αυτό όχι μόνον για λόγους υπεράσπισης της δημοκρατικής αρχής, αλλά και για λόγους αποτελεσματικότητας. Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται ευρείες κοινωνικές συναινέσεις.  Μόνο εάν γίνουν με σεβασμό του Συντάγματος (προφανώς, αν χρειάζεται, και με αναθεώρηση του[95]) μπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαία νομιμοποίηση, που είναι όρος της αποτελεσματικής εφαρμογής τους.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνική
Ανδρουλάκης Β., O προσδιορισμός των κατευθύνσεων της οικονομικής δραστηριότητας  Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου (ΕΦΔΔ) 1-2007,
 Ανθόπουλος Χ., 1993, Το πρόβλημα της λειτουργικής δέσμευσης των        θεμελιωδών δικαιωμάτων, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας
Βαρουφάκης Γ., 2010, Η αισιόδοξη πλευρά της χρεοκοπίας, http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=70&smid=382&ArticleID=2121.
Βενιζέλος Ε., 1984, ΄Ορια της αναθεώρησης του Συντάγματος του 1975, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής
Βενιζέλος Ε., 1990, Το Γενικό συμφέρον και οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής
Γέροντας Α., 1985,  Διοικητικό οικονομικό δίκαιο, Αθήνα: Σάκκουλας
Γέροντας Α., 1985α, Σύγχρονοι προβληματισμοί του παροχικού κράτους, Νομικές Μελέτες του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Κομοτηνή
Γέροντας Α., Επίκαιρα προβλήματα του κοινωνικού κράτους, Το Σύνταγμα (ΤοΣ) 1987
Γεωργιάδης Απ., 1999, Ενοχικό ∆ίκαιο, Γενικό Μέρος, Αθήνα, αρ. 3 επ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΕΡΓΟ Η ΕΜΠΕΡΙΕΧΕΤΑΙ ΣΕ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΤΟΜΟ???. Αυτοτελές.
 Γιαννακόπουλος Κ., Μεταξύ συνταγματικών σκοπών και συνταγματικών ορίων: Η διαλεκτική εξέλιξη της συνταγματικής πραγματικότητας στην εθνική και στην κοινοτική έννομη τάξη, ΕφΔΔ 5/2008, σελ. 733-762
Γιαννακόπουλος Κ., Προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού και διαφάνεια: Όρια ή σκοποί του κρατικού παρεμβατισμού,  ΕΦΔΔ 6-2006 758-7633
Γκλαβίνης, Π., 2010, Το Μνημόνιο της Ελλάδος στην ευρωπαϊκή, διεθνή και εθνική έννομη τάξη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας
Δαγτόγλου Π.,  1991, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα, Αθήνα: Σάκκουλας
Δαγτόγλου Π., Γνωμοδότηση, Νομικό Βήμα (ΝοΒ) 1981, σ. 597-611.
Δεληγιάννης Γ., Οικονομική ελευθερία και κρατική παρέμβαση, ΝοΒ 1992, σ. 1180-1192.
Δελλής Γ., 2008, Κοινή ωφέλεια και αγορά, τόμ. Α, Αθήνα: Σάκκουλας
Δημακόπουλου Κ, 1977, Γύρω από την έννοια του σκληρού πυρήνα της δημοκρατίας δυτικού τύπου, ΤοΣ, 102-119.
Δημητρόπουλος Α., 1994, Συνταγματικά δικαιώματα, 4η έκδ., Αθήνα Α. Σάκκουλας,
  Καζάκος Π., 2007, Αναθεώρηση του Συντάγματος και Οικονομία. Δοκίμια οικονομικής ανάλυσης των συνταγματικών θεσμών, Αθήνα: Παπαζήσης
  Καζάκος Π., 2007α, Το ‘οικονομικό Σύνταγμα’ της ΕΕ με και χωρίς αναθεώρηση των Συνθηκών: Θεσμικές εγγυήσεις για ανοιχτές αγορές,  Ευρωπαίων Πολιτεία, τ.1, σ. 93-152.
Καζάκος Π., 2010, Από τον ατελή εκσυγχρονισμό στην κρίση - Μεταρρυθμίσεις, χρέη και αδράνειες, 1993-2010, Αθήνα: Πατάκης, Αθήνα
Καράκωστα Β., 2005, Περιουσία και υπερνομοθετική προστασία της περιουσίας, ΔΙΚΗ 2005, 617-631.
Κασιμάτης Γ., 1972, Τα συνταγματικά όρια της ιδιοκτησίας, Αθήνα, ΕΚΔΟΤΗΣ? Δεν υπάρχει μνεία εκδότη
Κασιμάτης Γ., 1974, Περί της αρχής της επικουρικότητος του κράτους. Συμβολή εις την έρευναν της σχέσεως κράτους και κοινωνίας, ΤΟΠΟΣ ΕΚΔ. & ΕΚΔΟΤΗΣ Δεν υπάρχει μνεία εκδότη
Κασιμάτης Γ., 1985,  Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ,  Τόμ. Α, Αθήνα: Α. Σάκκουλας
Κατρούγκαλος Γ., 1986, Οι λειτουργίες της αρχής του κοινωνικού κράτους στο Σνύταγμα του 1975, Επιθεώρηση Δικαίου Κοινωνιών Ασφαλίσεων (ΕΔΚΑ), 10/1996, σελ.657-665.
Κατρούγκαλος Γ., 1998, Το κοινωνικό κράτος στη μεταβιομηχανική εποχή, Αθήνα: Σάκκουλας
Κατρούγκαλος Γ., Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις των δημοσίων υπαλλήλων: ένα παράδειγμα αμφισβήτησης του "αναθεωρητικού κεκτημένου" της αναθεώρησης του 2001, ΤΟΣ 2006, σ..457-472.
Κατρούγκαλος Γ., 2006, Τα κοινωνικά δικαιώματα, Αθήνα: Σάκκουλας
Κατρούγκαλος Γ., Memorana sunt servanda?
 ΕΦΔΔ 2/2010, 151-163.
Κοντιάδης Ξ., 1997, Κράτος πρόνοιας και κοινωνικά δικαιώματα, Αθήνα: Σάκκουλας
Κουκιάδης Γ., Η κίνηση για την δημιουργία ανθρώπινων όρων εργασίας, ΕΕργΔ 1978.1
Κουκιάδης Γ., 1984, Εργατικό δίκαιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις και κοινωνική πολιτική, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας
Κουκιάδης Ι., 2009, Εργατικό ∆ίκαιο - Ατοµικές εργασιακές σχέσεις, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας
Κουκιάδης Ι., Εργασιακό δίκαιο κατεχόμενης χώρας, Ελευθεροτυπία, 12.12. 2010
Κρανιδιώτης Γ., Ο Ευρωπαϊκός κοινωνικός χάρτης, 1961-1976, Επιθεώρηση ΕΚΚΕ, 28, 1976.198. σ. 212).
Λεβέντης Γ., 1981, Συλλογική αυτονομία και κρατικός παρεμβατισμός στο εργατικό δίκαιο, Αθήνα: Σάκκουλας
Λεβέντης Γ., Τα κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη, ΤοΣ 1976, 121-145
Μάνεσης Αρ., 1986, Οι κύριες συνιστώσες του συστήματος θεμελιωδών δικαιωμάτων του Συντάγματος 1975, στο: Οι Συνταγματικές Ελευθερίες στην πράξη, Αθήνα: Σάκκουλας και σε και ΝοΒ 1986, σ. 621-644.
Μάνεσης Αρ., 1992, Η πραγμάτωση της συνταγματικής προστασίας της νεότητας στο ισχύον δίκαιο. Χαριστήρια στον Ιωάννη Δεληγιάννη, Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Νομικής Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,  Θεσσαλονίκη.   
 Μάνεσης Αρ., 1995, Η προβληματική της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, Στο: Βασιλούνη, ΄Οψεις προστασίας ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ΄Ιδρυμα Μαραγκοπούλου, Αθήνα: Εστία.
Μάνεσης Αρ., Μανιτάκης Α. & Παπαδημητρίου Γ., 1991, Η υπόθεση Ανδρεάδη και το «Οικονομικό Σύνταγμα», Αθήνα: Σάκκουλας
Μανιτάκης Α., 1994, Κράτος δικαίου και έλεγχος της συνταγματικότητας, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας
Μαριάς, Κ., Η Δανειακή Σύμβαση Ελλάδας – κρατών Ευρωζώνης υπό το πρίσμα των θεσμών και του δικαίου της Ε.Ε., ΝοΒ τεύχος Νοεμβρίου 2010, σ. 2204-2220.
 Μαυριάς Κ., 1986, Τα κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του 1975, στο: Οι Συνταγματικές Ελευθερίες στην πράξη, Πρακτικά Α’ Συνεδρίου Ενωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων, Αθήνα: Α. Σάκκουλας, , σ. 183-199.
Μαυριά Κ., 2000, Συνταγματικό δίκαιο Ι, Αθήνα: Α. Σάκκουλας
Μουδόπουλος Σ., 1987, Το δικαίωμα εργασίας στο άρθρο 22, παρ. 1 του Συντάγματος, στο Σύνταγμα και εργασιακές σχέσεις,  Επιθεώρησης Εργατικού Δικαίου, σ. 113-127.
Μπόσκοβιτς K., Κοινοτικός δικαστής και οικονομικό σύνταγμα: Η συμβολή του ΔΕΚ στη διαμόρφωση του συντακτικού οικονομικού προτύπου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ΤοΣ 2, 2001.189-200.
Παπαδημητρίου Γ., 1993, Η αρχή του κοινωνικού κράτους στη μεταπολιτευτική Ελλάδα (1974-1991), στο: Ο φιλελευθερισμός και το κοινωνικό ζήτημα, Φιλελεύθερες απαντήσεις στην κοινωνική πρόκληση, Αθήνα, σ. 193-217.
Παπαδηµητρίου Κ., 2006, Το κοινωνικό δικαίωµα στην εργασία, στο «Κοινωνικά δικαιώµατα και κρίση του Κράτους Πρόνοιας» - Όµιλος Αριστόβουλος Μάνεσης, Αθήνα, Παπαζήσης.
Παπαδημητρίου Τ., 1994, Η διασφάλιση του κατώτατου ορίου του καθαρού εισοδήματος του εργαζομένου, Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου,  1994/2, σ. 113-120.
Παραρά Π., 1982, Corpus, Ι, Αθήνα: Σάκκουλας
Παραρά  Π.,  1989, Ελευθερία και ισότητα στη σύγχρονη Γαλλία, Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας
Παυλόπουλος Π., 2011, Τα ανυπέρβλητα προβλήματα συνταγματικής κατοχύρωσης του δημοσιονομικού κανόνα, Εισήγηση στο Συνέδριο του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου (ΚΕΣΔ) στο Συνέδριο Δημοκρατία, Σύνταγμα. Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, αφιερωμένο στη μνήμη του Δημήτρη Θ. Τσάτσου,  Αθήνα, 17-18 Φεβρουαρίου 2011 (υπό δημοσίευση στα σχετικά πρακτικά)
  Παυλόπουλος Π., Υπερασπίζοντας το Σύνταγμα, Καθημερινή, 18.7.2010
   Σβώλος Αλ., Μαριδάκης Γ. & Σπυρόπουλος Ι., 1941, Περί οικονομικού ελέγχου της Ελλάδος, Θέμις, τεύχ. ΝΓ΄, σ. 27-31
  Σκανδάμης Ν., Προστασία των ατομικών δικαιωμάτων οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού χαρακτήρα στην κοινοτική δικαιοταξία, ΤοΣ, 1986, σ. 61-83.
  Σκανδάμης Ν., 2006, Το παράδειγμα της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας
Σταθόπουλος Μ., Οικονομική ελευθερία, οικονομικό σύστημα και Σύνταγμα, ΤοΣ 1981, .σ 517-532
Σταθόπουλος Μ., 2004, Γενικό Ενοχικό ∆ίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Α. Σάκκουλοας
Σταματόπουλος Σ., 2000, Αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του ελληνικού δημοσίου, Αθήνα-Κομοτηνή:, Α. Σάκκουλας
Στεργίου Α., 1994, Η συνταγματική κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας
Τάχος Α., 1976, Διοικητικόν οικονομικόν δίκαιον, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας
Τραυλός Δ., Το δικαίωμα εργασίας στο πεδίο έντασης μεταξύ Συντάγματος και κοινωνικής πραγματικότητας, ΤοΣ 1975, σ. 738-757.
Τραυλός-Τζανετάτος Δ., 1977, Εργατικό δίκαιο και βιομηχανική κοινωνία, Αθήνα: Σάκκουλας
Τροβά Ε., 1996, Οικονομικό Σύνταγμα και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Εισήγηση στα Πρακτικά του Συνεδρίου «Το Σύνταγμα» για τα είκοσι χρόνια του Συντάγματος του 1975, Αθήνα: Σάκκουλας.
Τσάτσου Θ., 1970, Το πρόβλημα της ερμηνείας εν τω συνταγματικώ δικαίω, Επετηρίς Επιστημονικών Ερευνών Πανεπιστημίου Αθηνών,  Αθήνα.
 Τσάτσος Δ., 1982, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Α, Αθήνα, Α. Σάκκουλας.
Τσούκα Π., Η αρχή του κοινωνικού κράτους στη γερμανική νομολογία, TοΣ 1993, σ. 785-790.
Χρυσόγονος Κ., 2000, Μια βεβαιωτική αναθεώρηση, Αθήνα: Σάκκουλας
Χρυσόγονος Κ., 2002, Ατοµικά και κοινωνικά  δικαιώµατα, Αθήνα: Σάκκουλας
Χρυσόγονου Κ., 2004, Η νομοθετική ρύθμιση της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Δημοσίου με τον ν.3068/2002, Δίκη, σ. 117-139.
Χρυσόγονος, Κ.,  2010, Η χαμένη τιμή της Ελληνικής Δημοκρατίας, ΝοΒ, τεύχος 6/2010, σ. 1362-1375.

Ξενόγλωσση
Alston Ph. & Weiler J.H.H., 1999, An Ever Closer Union in Need of a Human Rights Policy: The European Union and Human Rights, HLR Jean Monnet Paper 1
Badura P., Θεμελιώδη προβλήματα του Οικονομικού Συντάγματος, ΝοΒ 1976.
Baquero J. Cruz, 2002, Between Competition and Free Movement, Hart, Oxford
Barnard C., 2008, Social Dumping or Dumping Socialism?, The Cambridge Law Journal,  67, 262-280.
Bäthge M., Oberbeck H., 1985 Zur Entwicklung von Arbeit und Beschäftigung im Dienstleistungssektor, στο Alvater E., Baethge M., Arbeit (επιμ.) Über die Zukunft der Arbeitsgesellschaft, VSA-Verlag, Hamburg, ΣΕΛΙΔΕΣ
Behrens P., 1994, Die Wirtschaftsverfassung der Europäischen Gemeinschaft, στο  G. Braggermeier (επιμ..), Verfassungen für ein ziviles Europa, Baden-Baden, Nomos,51-75.
Blanke Th., 2007, Viking und Laval vor dem Europäischen Gerichtshof, Arbeit und Recht,  7-8, 249-254.
Böhm F., 1950, Wirtschaftsordnung und Staatsverfassung, Recht und Staat, H. Tübingen.
    Buchheit L.C. & Gulati G. Mitu, 2009, The Coroner’s Inquest, International Financial Law Review, τεύχ 2, 31-45.
Castles F. G., 2002, The European Social Policy Model: Progress since the Early 1980s, European Journal of Social Security, τεύχ. 3/4, 299-313
Cavallini J., 2008, Une action collective licite en droit interne peut être contraire à la liberté d’etablissement consacrée par la traité de Rome, La Semaine Juridique – Social, 1086-1099.
Chander, Α. 2004, Odious Securitization, 53 EMORY L.J.    53, 924-940.
Cruz J. B., 2002, Between Competition and Free Movement, Hart, Oxford
Davies A. C. L., 2008, One Step Forward, Two Steps Back? The Viking and Laval Cases in the ECJ, Industrial Law Journal,    37, 126-148.
de Wilmars M., 1988, Réflexions sur lordre juridico-économique de la Communauté européenne, στο J. Dutheil de La Rochere & J. Vandamme, (επιμ.) Interventions publiques et droit communautaire, Paris, Pedone
Dickerson M., 2004, A Politically Viable Approach to Sovereign Debt Restructuring 53 EMORY L.J.,  923-945.
Drach  D. & Gertler M.S., 1991, The World Economy and the Nation-State, στο D. Drache & M.S. Gertler (επιμ.), The Νew Era of Global Competition, McGill-Queen's University Press, Monteral and  Kingston.
Fabricius F., 1995, Der Schutz sozialer Rechte in der Bundesrepublik Deutschland, στο ΄Οψεις της προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ΄Ιδρυμα Μαραγκοπούλου, Αθήνα: Εστία.
Gulati M. & Buchheity L. C., 2010, How to Restructure Greek Debt, Duke Working Papers, Duke University, http://scholarship.law.duke.edu/working papers/47.
Hack L. & Hack I., 1986, Gesamtarbeiter, aufgemischt und umgeforscht, Veränderte Strukturen industrieller Produktionssysteme, Prokla, nr. 64, Rotbuch Verlag, Berlin
Hauriou Μ., 1925, La théorie de l’institution et de la fondation, Essai de vitalisme social, Cahiers de la Nouvelle Journée, 4.
Hauriou M., 1928, Précis du Droit Constitutionnel, Paris
Hedemann J.W., 1922, Grundzüge des Wirtschaftsrechts Mannheim, Berlin und Leipzig.
Heller Th., 1996, Comments on the Economic Constitution of the European Community’, στο F. Snyder (επιμ.) Constitutional Dimensions of European Economic Integration, London.
Hennecke F., Gesetzgebung im Leistungsstaat, DoV 1988, 768-780.
Hirsch J., 1986, Der Sicherheitsstaat: Das "Modell Deutschland," seine Krise und die neuen sozialen Bewegungen. In: Telos, No. 54 185-195.
  Jessop B., Changing Forms and Functions of the State in an Era of Globalization and Regionalization, Εισήγηση στο Συνέδριο EAEPE, Paris, 4-7/11/1993.
Jessop B., 1993, Structural Competitiveness and Strategic capacities,  Rethinking State and International Capital, στο Sjoestrand S.-E. (επιμ), Institutional Change, Theoretical and Empirical Findings, Sharpe, N. York, Chapter 11.
Jorges Ch., 1997, The Market without the State? The “Economic Constitution” of the European Community and the Rebirth of Regulator Policies, European Integration online Papers (EioP), τεύχ. 1, αρ. 19
Jorges Ch., 2005, What is Left of the European Economic Constitution? A Μelancholic Εulogy, European Law Review, τεύχ. 30, σ. 461-489 
 Katrougalos G., 1993, La crise de légitimité de l’administration, Αthens: Sakkoulas
Katrougalos G., 1996, The Implementation of Social Rights in Europe, Columbia Journal of European Law, τεύχ.1, σ.    σελ. 277-312.
 Kocher E., 2008, Fundamental Social Rights in Community Law and in the German Constitution – Equivalent Rights?, The International Journal of Comparative Labour Law and Industrial Relations, Τεύχ. 24:3, p. 385-396.
Kremer M. & Jayachandran1 S., 2002, Odious Debt, Harvard Seminar,  http://204.180.229.21/external/np/res/seminars/2002/poverty/mksj.pdf.
  Lothian T., 1995, The Criticism of the Third-World Debt and the Revision of Legal Doctrine, 13 WIS. INT’L L.J.  Wis. Int'l L.J. 421-460.
Maduro  M.P, 1998, We the Court, The European Court of Justice and the European Economic Constitution, Hart Publishing, Oxford - Portland Oregon 
Malberg  J. & Sigerman T., 2008, Industrial Actions and EU Economic Freedoms: The Autonomous Collective Bargaining Model Curtailed by the ECJ, Common Market Law Review, τεύχ. 45,    674-693
  Mancina E. F., 2004, Note: Sinners in the Hands of an Angry God: Resurrecting the Odious Debt Doctrine in International Law, 36 GEO. WASH. INT’L L. REV. , 139-1260
Nipperdey H.C., 1965, Soziale Marktwirtschaft und Grundgesetz, Köln, Berlin, München
Orlandini G., 2007, Right to Strike, Transnational Collective Action and European Law: Time to Move On? Jean Monnet Working Paper 8/07
Poiares Maduro M.., 1999, Striking the Elusive Balance between Economic Freedom and Social Rights in the EU, στο Ph. Alston (επιμ.), The EU and Human Rights, Oxford University Press    449-472. .
Porzecanski A.C., 2005, From Rogue Creditors to Rogue Debtors: Implications of Argentina’s Default, Chicago Journal of International Law, 6 (1) 31-50
Porzecanski. C., 2010, When Bad Things Happen to Good Sovereign Debt Contracts: The Case of Ecuador. MPRA Paper No. 20857, American University, http://mpra.ub.uni-muenchen.de/20857.

Rödl   F.,  2005, Europäisches Verfassungsziel ‘soziale Marktwirtschaft’ - kritische Anmerkungen zu einem populären Modell, Integration, τεύχ. 2, σ. 150-161.
Sauter W., 1998, The Economic Constitution of the European Union, Columbia Journal of European Law, τεύχ. 4, 27-168
Schnapp F. E., 1992.Sozialstaat, στο I. Münz & Ph. Künig (επιμ.) Grundgesetz Kommentar, C.H. Beckösche Verlagsbuchhandlung, München, 1046-1060.
 Schwarcz S. L. 2011, Facing the Debt Challenge of Countries that are Too Big to Fail, στο R.W.Kolb (επιμ.), Sovereign Debt: From Safety to Default (υπό δημοσ.).
Stern K., 1977, Das Staatsrecht der Bundesrepublik Deutschland, τευχ. 1???? 
Teague  P., 1995, Europe of the Regions and the Future of National Systems of Industrial Relations, στο A. Amin, J. Tomaney (επιμ), Behind the Myth of the European Union, Routledge, London,     149-73
Teyssié B.,  2008, Esquisse du droit communautaire des conflits collectifs, La Semaine Juridique – Social, τεύχ. 1075, 15-18.
Thomas S., 2008, La jurisprudence de la Cour de justice et du Tribunal de première instance. Chronique des arrets, Arrêt «Laval», Revue du droit de l’ Union européenne, τεύχ. 1, . 495-498.
Tietje C., 2005, Die Argentinien-Krise aus rechtlicher Sicht: Staatsanleihen und Staateninsolvenz, Beiträge zum Transnationalen Wirtschaftsrecht, τεύχ. 37, σ. 13.
Weiss L., 1997, Globalization and the Myth of the Powerless State, New Left Review, τεύχ. I/225, September-October , 3-27.
Zacher H., 1965, Aufgaben einer Theorie der Wirtschaftverwaltung, in Festschrift für F. Böhm, Tübingen
Ζacher Η., 1993, Αbhandlungen zu Sozialrecht, Μüller Verlag, Ηeidelberg




[1]  Βλ. Κ. Χρυσόγονου, Μια βεβαιωτική αναθεώρηση, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 2000,  σ. 67.
[2] ibidem, σ. 67 επ.
[3] Βλ.  σχετικά Αρ. Μάνεση, Οι κύριες συνιστώσες του συστήματος θεμελιωδών δικαιωμάτων του Συντάγματος 1975, in οι Συνταγματικές Ελευθερίες στην πράξη, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1986, σ. 20 κ.ε, ιδίως σ. 22, του ίδιου, Η πραγμάτωση της συνταγματικής προστασίας της νεότητας στο ισχύον δίκαιο, Χαριστήρια στον Ιωάννη Δεληγιάννη, Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Νομικής Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1992, σ. 239, του ίδιου, Η προβληματική της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων σε Οψεις προστασίας ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, Ιδρυμα Μαραγκοπούλου, Εστία, Αθήνα, 1995, σ. 172 κ.ε.,  Δ.  Τσάτσο, Συνταγματικό Δίκαιο, τ.’ Α', Αθήνα, 1982, σ. 254, 258, , Γ. Κασιμάτη, Τα συνταγματικά όρια της ιδιοκτησίας, Αθήνα, 1972, σ. 67, του ίδιου, Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, Α, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1985, σ. 61, Κ. Μαυριά, Συνταγματικό  Δίκαιο Ι, Αθήνα, 2000, σ. 321 κ.ε., του ίδιου, Τα κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του 1975, in Οι Συνταγματικές Ελευθερίες στην πράξη, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1986, σ. 183, 191 κε.Β’, Π. Παραρά,  Corpus, Ι, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1982, σ. 8, Γ. Παπαδημητρίου, Η αρχή του κοινωνικού κράτους στη μεταπολιτευτική Ελλάδα (1974-1991) σε Ο φιλελευθερισμός και το κοινωνικό ζήτημα, Φιλελεύθερες απαντήσεις στην κοινωνική πρόκληση, Αθήνα, 1993.193, Π. Δαγτόγλου, Γνωμοδότηση, ΝοΒ 1981.1356,  του ίδιου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1991, σ. 56, Γ. Λεβέντη, Τα κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη, ΤοΣ 1976.121 (σ. 137), Μ. Σταθόπουλο, Οικονομική. ελευθερία, οικονομικό σύστημα και Σύνταγμα, ΤοΣ 1981.517-523, Γ. Κουκιάδη, Εργατικό δίκαιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις και κοινωνική πολιτική, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1984, σ. 45 κ.ε., Δ. Τραυλό, Το δικαίωμα εργασίας στο πεδίο έντασης μεταξύ Συντάγματος και κοινωνικής πραγματικότητας, ΤοΣ 1975.738 (σ. 745 κ.ε.), Γ. Κατρούγκαλου, Το κοινωνικό κράτος στη μεταβιομηχανική εποχή, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1998, Ξ. Κοντιάδη, Κράτος πρόνοιας και κοινωνικά δικαιώματα, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1997, passim, Α. Γέροντα, Επίκαιρα προβλήματα του κοινωνικού κράτους, ΤοΣ 1987.44 και του ίδιου, Σύγχρονοι προβληματισμοί του παροχικού κράτους, Νομικές Μελέτες του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Κομοτηνή, 1985,  Χ. Ανθόπουλο, Το πρόβλημα της λειτουργικής δέσμευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 142-149, Α. Στεργίου, Η συνταγματική κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1994. Από την αλλοδαπή βιβλιογραφία, την καθιέρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους στο Σύνταγμα του 1975 δέχεται ο Η. Ζacher, Αbhandlungen zu Sozialrecht, Μüller Verlag, Ηeidelberg, 1993, σ. 13.
[4]Α. Μανιτάκη, Κράτος Δικαίου και έλεγχος της συνταγματικότητας, ibidem.
[5] Θ. Τσάτσου, Το πρόβλημα της ερμηνείας εν τω συνταγματικώ δικαίω, Επετηρίς Επιστημονικών Ερευνών Πανεπιστημίου Αθηνών, 1970, σ. 270.
[6] Βλ. και Γ. Κατρούγκαλο, Το κοινωνικό κράτος στη μεταβιομηχανική εποχή, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1998, Κεφάλαιο 1 του Δεύτερου Μέρους, του ίδιου, Οι λειτουργίες της αρχής του κοινωνικού κράτους στο Σύνταγμα του 1975/1986, ibidem.
[7]ΣτΕ (Ολ.) 2690/93, ΔιΔικ 1994.334 και 2692/93 ΤοΣ 1994.895..
[8] Κατά τις ΕφΛαρ 21/1988 ΕΔΠΟΛΥΚ/1989 (141), και ΕφΛαρ 690/1987 Δ/ΝΗ/1989 (365 , «κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. β' ν. 813/1978, προς καθορισμό του μισθώματος, που πραγματοποιείται στην ελεύθερη αγορά με σύμβαση (πάντοτε στα πλαίσια μιας δίκαιης διανομής εθνικού εισοδήματος και με τα κριτήρια του κοινωνικού Κράτους δικαίου - πρβλ. ΕφΛ 297/1986 στον Αρμ. 1987, σελ. 34), λαμβάνεται υπόψη η θέση και η κατάσταση του μισθίου (…)». Κατά την ΕφΛαρ 297/1986 ΑΡΜ/1987 (30), σχετική με αμοιβή δικηγόρου από απαλλοτρίωση, «δεν είναι επιτρεπτή η επίκληση ή εφαρμογή της επιεικείας στα ζητήματα της δικαστικής δαπάνης,γενικότερα όμως υπάρχει κάποτε σύγκρουση κοινωνικού Κράτους και κράτους Δικαίου». Κατά την ΕφΛαρ 166/1985 ΑΡΜ/1988 (165) «το άρθρον 22 παρ. 1 Συντάγματος 1975, ευρίσκεται εις στενήν επαφήν προς τας αρχάς του κοινωνικού κράτους (τας οποίας ασπάζεται το κράτος) και απαλύονται οισκληρότητες διά καταλλήλων μετασχηματισμών (Maunz - Durig, usw, Rdnr. 95) προς προστασίαν της προσωπικότητος του ατόμου.» (Όλες οι αποφάσεις αυτές του Εφετείου Λάρισας είχαν ως Εισηγητή τον Εφέτη Βασ. Κυπραίο).
Κατά την ΕφΚερκ 37/1999 ΔΕΕ/1999 (884), «η συνέχιση της λειτουργίας της επιχειρήσεως και η εξακολούθηση της απασχολήσεως σημαντικού αριθμού εργαζομένων, αποτελεί κορυφαίο στόχο του κοινωνικού κράτους, εντεταγμένου στο άρθρ. 22 παρ. 1 του Συντάγματος». Πρβλ. και τις ΕφΑθ 725/1990 ΑΡΜ/1990 (857), ΕφΠειρ ΔΕΕ/1999 (415) 5 1997.
[9] Πρβλ. τον Γ. Κασιμάτη, Αρχή επικουρικότητος, ο.π., σ. 143.
[10]Ετσι ο Γ. Κασιμάτης, Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, Α, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1985,σ. 61
[11] Βλ. Α. Στεργίου, Η συνταγματική κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης, ο.π. σ. 23, με παραπομπή στον Χ. Ανθόπουλο, Το πρόβλημα της λειτουργικής δέσμευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων εν όψει του άρθρου 25 παρ. 2, 3 και 4 του Συντάγματος, ο.π. , σ. 105 κ.ε., που κάνει λόγο για γενική ratio των κοινωνικών δικαιωμάτων. Οπως όμως προαναφέρθηκε παραπάνω, όλα τα δικαιώματα κατοχυρώνονται ως αυτοσκοπός και όχι σε εξάρτηση με κάποια αρχική αιτία ή έναν τελικό σκοπό. Επομένως, όπως και η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας δεν αποτελεί τη ratio των ατομικών δικαιωμάτων, έτσι και το κοινωνικό κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παίζει ένα τέτοιο ρόλο ως προς τα κοινωνικά.
[12] Πρβλ. BVerfGE 1, 97 (105),    6,32  (41).
[13] Βλ. ενδεικτικά BVerfGE 13, 377 (381).
[14] Πρβλ. Schnapp F. E., Sozialstaat, in I. Münz, Ph. Künig Grundgesetz Kommentar, C.H. Beckösche Verlagsbuchhandlung, München, 1992.1046, BVerfGE 8, 274 (329) .
[15] Η έννοια του οικονομικού Συντάγματος συστηματοποιήθηκε κυρίως από τον J.W. Hedemann (Grundzüge des Wirtschaftsrechts (1922)) σαν συμπλήρωση των προσεγγίσεων που εστίαζαν αποκλειστικά τη συνταγματική ανάλυση στο "πολιτικό" σύνταγμα. Ομως η αρχική χρήση του όρου στην γερμανική νομική γλώσσα ανάγεται στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης και ειδικότερα στο οικονομικό σύστημα των συμβουλίων που καθιέρωνε το αρ. 165. Βλ. σχετικά Π. Παραρά Ελευθερία και ισότητα στη σύγχρονη Γαλλία, Α. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1989, σ. 194, βλ. επίσης σημ. 196, 197, σ. 196-197, πρβλ. Α. Γέροντα, Διοικητικό οικονομικό δίκαιο, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1985, σ. 117 κ.ε.. Για τη συνταγματική σημασία της έννοιας, βλ. P. Badura, Θεμελιώδη προβλήματα του Οικονομικού Συντάγματος, ΝοΒ 1976.833, σ. 835, H. Zacher, Aufgaben einer Theorie der Wirtschaftverwaltung, in Festschrift für F. Böhm, Tübingen, 1965, σ. 63, F. Böhm, Wirtschaftsordnung und Staatsverfassung, in Recht und Staat, H. 153/154, Tübingen, 1950. Για το ελληνικό οικονομικό σύνταγμα βλ. ιδίως Α. Τάχο, Διοικητικόν οικονομικόν δίκαιον, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1976, σ. 109 κ.ε., Α. Γέροντα, Διοικητικό οικονομικό δίκαιο, ο.π., σ. 122 κ.ε., σ. 169 κ.ε., Αρ. Μάνεση, Α. Μανιτάκη, Γ. Παπαδημητρίου, Η υπόθεση Ανδρεάδη και το «Οικονομικό Σύνταγμα», Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1991, Ε. Βενιζέλο, Τα όρια της αναθεώρησης του Συντάγματος του 1975, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1984, του ίδιου, Το Γενικό συμφέρον και οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1990, σ. 29 κ.ε., Α. Δημητρόπουλο, Συνταγματικά δικαιώματα, Δ’ Εκδοση, Αθήνα, 1994, σ. 603 κ.ε., Μ. Σταθόπουλο, Οικονομική Ελευθερία, οικονομικό σύστημα και Συνταγμα, ΤοΣ 1981.517, Γ. Λεβέντη, Συλλογική αυτονομία και κρατικός παρεμβατισμός στο εργατικό δίκαιο, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1981, σ. 83 κ.ε., Ε. Τροβά, Οικονομικό Σύνταγμα και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Εισήγηση στο Συνέδριο του περιοδικού «Το Σύνταγμα» για τα είκοσι χρόνια του Συντάγματος του 1975, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1996.
[16] Ο όρος πρωτοσυναντάται στον M. Hauriou (La théorie de l’institution et de la fondation, Essai de vitalisme social, Cahiers de la Nouvelle Journée, 4/1925 και Précis du Droit Constitutionnel, Paris, 1928), για να προσδιορίσει, χονδρικά, το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων εκτός stricto sensu πολιτικού συστήματος. Περισσότερα για την έννοια του κοινωνικού Συντάγματος βλ. σε G. Katrougalos, La crise de légitimité de l’administration, Sakkoulas Fr., Αθήνα, 1993, σ. 49.
[17] Το Σύνταγμα του 1952 (αρ. 100 παρ. 2) αναφερόταν ρητά στο «κρατούν κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς» σε σχέση με την υποχρέωση νομιμοφροσύνης των δημοσίων υπαλλήλων. Ούτε η θεωρία ούτε η νομολογία όμως προσπάθησαν να εξειδικεύσουν την έννοια, της οποίας η χρησιμότητα αποσκοπούσε απλώς στη νομική τυποποίηση των μετεμφυλιακών διωγμών. Αντιθέτως, η γερμανική νομολογία προσδιόρισε τον πυρήνα της «θεμελιώδους ελεύθερης δημοκρατικής τάξης» (freiheitlich-demokratische Grundordnung), ιδίως στην απόφαση τη σχετική με τη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD, BVerfGE 5, 140). Σε αυτήν θεωρεί ότι εντάσσονται ιδίως ο αυτοπροσδιορισμός του λαού, ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως του δικαίωματος στη ζωή και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, η ελευθερία, ισότητα, η λαϊκή κυριαρχία, η διάκριση των εξουσιών, η ευθύνη κυβέρνησης, η νομιμότητα της διοίκησης, η ανεξαρτησία των δικαστηρίων και ο πολυκομματισμός. Βλ. σχετικά Κ. Δημακόπουλου, Γύρω από την έννοια του σκληρού πυρήνα της δημοκρατίας δυτικού τύπου, ΤοΣ, 1977, ιδίως σ. 102 κ.ε..
[18] Ο Ε. Βενιζέλος (Ορια της αναθεώρησης του Συντάγματος, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1984 σ. 167 κ.ε.) κάνει λόγο για «αρχαϊκό πυρήνα» του Συντάγματος.
[19] Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται ο λειτουργικός περιορισμός της ιδιοκτησίας, που δεν μπορεί να ασκείται σε βάρος του γενικού συμφέροντος.
[20] Βλ. αντί άλλων, Kl. Stern, Das Staatsrecht der Bundesrepublik Deutschland, 1977, τ. I, σ. 677.
[21] Βλ. την κλασική ανάλυση του H.C. Nipperdey, Soziale Marktwirtschaft und Grundgesetz, Köln, Berlin, München, 1965.
[22] Ο Γ. Κουκιάδης (Εργατικό δίκαιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις και κοινωνική πολιτική, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1984, σ. 39-40) γράφει ότι το ελληνικό Σύνταγμα καθιερώνει «σύστημα ημικοινωνικοποιημένης οικονομίας με ευρύτατατες δυνατότητες εξέλιξης». Ανάλογα ο Λεβέντης, ο.π. σ. 87, πρβλ. και του ίδιου, Τα κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη, ΤοΣ 1976.136.
[23]Α. Τάχος, Διοικητικόν οικονομικόν δίκαιον, ό.π., σ. 105.
[24] Για τα όρια που τίθενται στη στοχοθεσία της κοινωνικής πολιτικής από το οικονομικό σύστημα της αγοράς και το δικαίωμα ιδιοκτησίας βλ., αντί άλλων, Δ. Τραυλό-Τζανετάτο, Εργατικό δίκαιο και βιομηχανική κοινωνία, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1977, σ. 126-127, Ε. Βenda, Das sozialstaatliche System der Βundesrepublik Deutschland und seine Grenzen, ΖfSh/SGΒ, 1984, σ. 1 κ.ε.
[25]Πρβλ. Μ. Σταθόπουλου, Οικονομική Ελευθερία, οικονομικό σύνταγμα και Σύνταγμα, ό.π., σ. 527, F. Hennecke, Gesetzgebung im Leistungsstaat, DoV 1988.771.
[26]Ετσι η BVerfGE 5, 85.
[27] Βλ., αντί άλλων Γ. Δεληγιάννη, Οικονομική ελευθερία και κρατική παρέμβαση, ΝοΒ 1992.1180, ιδίως σ. 1195 κ.ε.
[28] Βλ. και Π. Δαγτόγλου, Γνωμοδότηση, ΝοΒ 1981, σ. 1359.
[29] Βλ., αντί άλλων, ΣτΕ 1094/87 (Ολ.), ΤοΣ 1987.279, 1095/87, ΤοΣ 1987.313, και τις σχετικές εισηγήσεις Μποτόπουλου.
[30] Οπως είναι, π.χ., η δημόσια υγεία (ΣτΕ 723/82), η προστασία εργαζομένων (ΣτΕ 262/82), αλλά, κυρίως, η επίτευξη του κρατικού ρυθμιστικού ρόλου στην οικονομία (ΣτΕ 1094/87, ΝοΒ 35, 973836/83, 2193/82, 3139/76). Πρβλ. Β. Μποτόπουλο, Εισήγηση στην ΣτΕ (Ολ) 297/85, ΝοΒ 1985.184.
[31] Δηλαδή αναγκαίοι και κατάλληλοι. Βλ. σχετικά ΣτΕ 514/82, 2944/80, 2301/81 κ.λ.π.. Πρβλ. BVerfGE 30 250, 30 292.
[32] Βλ., ενδεικτικά, ΣτΕ 1340/82, 1786/81. Πρβλ. BVerfGE 40, 109 και την 12, 354 (355,367), κατά την οποία η αρχή του κοινωνικού κράτους δεν παρέχει εξουσιοδότηση για αυθαίρετη δράση που θα κατέλυε την αρχή της ισότητας, όχι μόνον από την άποψη επιβολής περιορισμών αλλά και αναγνώρισης προνομίων. Πρβλ. F. Fabricius, Der Schutz sozialer Rechte in der Bundesrepublik Deutschland, σε Οψεις της προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ο.π. σ. 287.
[33] Βλ., π.χ. ΣτΕ 3003/83, 2193/82, 1985/81, 685/81.
[34] Πρβλ. BVerfGE 33,303 (334).
[35] BVerfGE 50, 290, (340), μετάφραση Π. Τσούκα, Η αρχή του κοινωνικού κράτους στη γερμανική νομολογία , ο.π. σ. 794.
[36] Βλ. W. Sauter, The Economic Constitution of the European Union, 4 Columbia Journal of European Law 1998, σ. 27 επ, Th. Heller, ‘Comments on the Economic Constitution of the European Community’, in F. Snyder (Ed.) Constitutional Dimensions of European Economic Integration, London, 1996, Ch. Jorges, The market without the state? The “Economic Constitution” of the European Community and the rebirth of regulator policies, European Integration online Papers (EioP), τ. 1, αρ. 19, 1997, του ίδιου, What is left of the European Economic Constitution? A melancholic eulogy, European Law Review 30 (2005), 461-489  Mertens De Wilmars, Réflexions sur lordre juridico-économique de la Communauté européenne, σε  J. Dutheil De La Rochere et J. Vandamme, Interventions publiques et droit communautaire, Paris, Pedone, 1988, σ. 1 , P. Behrens, Die Wirtschaftsverfassung der Europäischen Gemeinschaft, σε  G. Braggermeier (Hrsg.), Verfassungen für ein ziviles Europa, Baden-Baden, Nomos, 1994, σ. 7, K. Μποσκοβιτς, Κοινοτικός δικαστής και οικονομικό σύνταγμα: η συμβολή του ΔΕΚ στη διαμόρφωση του συντακτικού οικονομικού προτύπου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ΤοΣ 2, 2001,  J. Baquero Cruz, between Competition and Free Movement, Hart, Oxford, 2002.
[37] Βλ., ιδίως, M.P Maduro, We the Court, The European Court of Justice and the European Economic Constitution, Hart Publishing, Oxford - Portland Oregon 1998.
[38] Ν. Σκανδάμης, Το παράδειγμα της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σελ. 31.
[39] Π. Καζάκος, Το ‘οικονομικό Σύνταγμα’ της ΕΕ με και χωρίς αναθεώρηση των Συνθηκών: Θεσμικές εγγυήσεις για ανοιχτές αγορές,  Ευρωπαίων Πολιτεία, τ.1/2007, σελ. 93-152.
[40] Βλ., π.χ., J. Baquero Cruz, Between Competition and Free Movement, ό.π., σ. 74.
[41] Για παράδειγμα, τα άρθρα 39 παράγραφος (2) του ισπανικού συντάγματος και το άρθρο 120 του ιταλικού συντάγματος, τα οποία ουσιαστικά θέτουν αρχές παρόμοιες με αυτές των τεσσάρων κοινοτικών ελευθεριών, δεν ορίζουν ένα «ασθενές οικονομικό σύνταγμα», επειδή εφαρμόζονται μόνον ως προγραμματικές διατάξεις, όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές της προηγούμενης άποψης. Απλώς συνδυάζονται ρυθμιστικά κατά την εφαρμογή τους με την αντίθετης σκόπευσης κανονιστική αρχή του κοινωνικού κράτους και καταλήγουν έτσι σε ρυθμιστικά αποτελέσματα που δεν είναι τόσο ακραία φιλελεύθερα όσο το κοινοτικό οικονομικό σύνταγμα.
[42] Βλ., αντί άλλων, F. Rödl,  Europäisches Verfassungsziel ‘soziale Marktwirtschaft’ - kritische Anmerkungen zu einem populären Modell, Integration, 2-2005, 150-161.
[43]  Υπόθεση C-438/05, της 11ης Δεκεμβρίου 2007.
[44]  Υπόθεση C-341/05, της 18ης Δεκεμβρίου 2007.
[45] Υπόθεση C-346/06 της 24ης Μαΐου 2008.
[46] Υπόθεση C-319/06, της 15ης Αυγούστου 2008.
[47] Βλέπε για τις αποφάσεις αυτές J. Malberg/T. Sigerman, Industrial actions and EU economic freedoms: The autonomous collective bargaining model curtailed by the ECJ, Common Market Law Review, τόμ. 45, 2008, σ. 1115 - 1146, E. Kocher, Fundamental Social Rights in Community Law and in the German ConstitutionEquivalent Rights?, The International Journal of Comparative Labour Law and Industrial Relations, τόμ. 24/3, 2008, σ. 385 - 396, J. Cavallini, Une action collective licite en droit interne peut être contraire à la liberté detablissement consacrée par la traité de Rome, La Semaine JuridiqueSocial αρ. 1086, 2008, σ. 36 - 37, G. Orlandini, Right to Strike, Transnational Collective Action and European Law: Time to Move On? Jean Monnet Working Paper 8/07, 2007, Th. Blanke, Viking und Laval vor dem Europäischen Gerichtshof, Arbeit und Recht, 2007, σ. 249 - 254, B. Teyssié, Esquisse du droit communautaire des conflits collectifs, La Semaine Juridique – Social αρ. 1075, 2008, σ. 15 - 18, S. Thomas, La jurisprudence de la Cour de justice et du Tribunal de première instance. Chronique des arrets, Arrêt «Laval», Revue du droit de l’ Union européenne, αρ. 1, 2008, σ. 181 - 192, A. C. L. Davies, One Step Forward, Two Steps Back? The Viking and Laval Cases in the ECJ, Industrial Law Journal 2008, σ. 126 - 148, C. Barnard, Social dumping or dumping socialism?, The Cambridge Law Journal 2008, σ. 162 - 164.
[48] Π. Παυλόπουλου, Τα ανυπέρβλητα προβλήματα συνταγματικής κατοχύρωσης του δημοσιονομικού κανόνα, Εισήγηση στο ΚΕΣΔ, 2011, υπό δημοσίευση στα σχετικά πρακτικά.
[49] Ph. Alston and J. H. H. Weiler, An Ever Closer Union in Need of a Human Rights Policy: The European Union and Human Rights, HLR Jean Monnet Paper 1, 1999.Cf. Poiaresbid, Striking the elusive balance between Economic Freedom and Social Rights in the EU, in Ph. Alston (Ed.), The EU and Human Rights, Oxford University Press, 1999, σ. 449.
[50] Βλ. τα άρθρα 136-145 ΣυνθΕΚ, πρβλ. ενδεικτικά, Ν. Σκανδάμη, Προστασία των ατομικών δικαιωμάτων οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού χαρακτήρα στην κοινοτική δικαιοταξία, ΤοΣ, 1986.68, σ. 69
[51] Σχετικά με τις διαφορές που αφορούν την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων στο Αγγλοσαξονικό και στο Ευρωπαϊκό πρότυπο βλ. G. KATROUGALOS, The implementation of social rights in Europe, Columbia Journal of European Law 1, 1996. Η αντίθεση μεταξύ των δύο μοντέλων αντικατοπτρίζεται επίσης και στα θεσμικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής πολιτικής. Βλ. F. G. Castles, The European Social Policy Model: Progress since the Early 1980s, European Journal of Social Security, τ. 3/4, 299-313, 2002, που χρησιμοποιεί μια απλή στατιστική τεχνική για να εξετάσει εάν υπάρχει διακεκριμένη ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική και εάν μια τέτοια πολιτική έχει παγιωθεί κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και του 1990.
[52] Βλ. ενδεικτικά, ΣτΕ 2194/2006 , ΣτΕ Ολ 3665/2005, ΣτΕ Ολ. 252/2008. Πρβλ. Β. Ανδρουλάκη, O προσδιορισμός των κατευθύνσεων της οικονομικής δραστηριότητας ΕΦΔΔ 1-2007, Κ. Γιαννακόπουλου, Προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού και διαφάνεια: όρια ή σκοποί του κρατικού παρεμβατισμού;  ΕΦΔΔ 6-2006.
[53] Πρβλ. M. Bäthge, Oberbeck H., Zur Entwicklung von Arbeit und Beschäftigung im    Dienstleistungssektor, in Alvater E., Baethge M., Arbeit 2000, Über die Zukunft der Arbeitsgesellschaft, VSA-Verlag, Hamburg, 1985, L. Hack, Hack I., Gesamtarbeiter, aufgemischt und umgeforscht, Veränderte Strukturen industrieller Produktionssysteme, Prokla, nr. 64, Rotbuch Verlag, Berlin, 1986, σ46.
[54] D. Drach, M.S. Gertler, The world economy and the nation-state, in D. Drache and M.S. Gertler (eds), The new Era of global competition, McGill-Queen's University Press, Monteral and  Kingston, 1991.
[55] B. Jessop, Changing Forms and Functions of the State in an Era of Globalization and Regionalization, Paper for the EAEPE Conference, Paris, 4-7/11/1993, του ίδιου, Structural Competitiveness and Strategic capacities,  Rethinking State and International Capital, in Sjoestrand S.-E., Institutional Change, Theoretical and Empirical Findings, Sharpe, N. York, 1993.
[56] P. Teague, Europe of the Regions and the future of national systems of industrial relations, in A. Amin, J. Tomaney (Eds), Behind the Myth of the European Union, Routledge, London, 1995.
[57] Πρβλ. J. Hirsch, Der Sicherheitsstaat. Das "Model Deutschland", seine Krise und die "neue soziale Bewegungen", 2.  Auflage, Frankfurt/Main, 1986, σ. 194 κ.ε..
[58] Βλ. Σχετικά L. Weiss, Globalization and the Myth of the Powerless State New Left Review I/225, September-October 1997. 
[59] Κ. Γιαννακόπουλος, Μεταξύ συνταγματικών σκοπών και συνταγματικών ορίων: η διαλεκτική εξέλιξη της συνταγματικής πραγματικότητας στην εθνική και στην κοινοτική έννομη τάξη, ΕΦΔΔΔ 5/2008, σ. 751.
[60] Βλ. σχετικά Γ. Δελλή, Κοινή Ωφέλεια και Αγορά, Τόμος Α, Α. Σάκκουλας, σ. 264.
[61] BVerfGE 2 BvE 2/08 της 30.6.2009.
[62] Ι. Κουκιάδης, Εργασιακό δίκαιο κατεχόμενης χώρας, Ελευθεροτυπία, Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010.
[63] Βλ. και Π. Παυλόπουλο, Υπερασπίζοντας το Σύνταγμα, Καθημερινή 18-07-10.
[64] Μέσω της αιρεσιμότητας (conditionality) της μη καταβολής της επόμενης δόσης,  η κυβέρνηση δεσμεύεται απολύτως ως προς την άσκηση της οικονομικής πολιτική από τις αυστηρές προδιαγραφές του μνημονίου. Βλ. σχετικά με τις πολιτικές της αιρεσιμότητας T. Lothian, The Criticism of the Third-World Debt and the Revision of Legal Doctrine, 13 WIS. INTL L.J. 1995.421, σ. 442.
[65] «Ο διεθνής έλεγχος αποτελεί περιορισμόν και δη σημαντικόν των κυριαρχικών δικαιωμάτων του Κράτους» παρατηρούσε ο Σβώλος, μαζί με τους Μαριδάκη και Σπυρόπουλο, γνωμοδοτώντας επί της επίδρασης στην λαϊκή κυριαρχία των ελέγχων της Διεθνούς Επιτροπής που είχε συσταθεί το 1897 για την καταβολή της πολεμικής αποζημίωσης προς την Τουρκία. Η εν λόγω Επιτροπή είχε συγκροτηθεί για να μην προσβληθούν τα κεκτημένα δικαιώματα των άλλων διεθνών δανειστών της Ελλάδας. Βλ. Αλ. Σβώλο, Γ. Μαριδάκη, Ι. Σπυρόπουλο, Περί οικονομικού ελέγχου της Ελλάδος, Θέμις ΝΓ΄, 1941, 27-31.
[66] Κατά παράβαση, συνεπώς, του άρθρου 4 παρ.1 εδ. α’ ν. 3068/2002. Πρβλ.  Σ. Σταματόπουλου, Αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος  του ελληνικού δημοσίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ.289 επ., Κ. Χρυσόγονου, Η νομοθετική ρύθμιση της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Δημοσίου με τον ν.3068/2002, Δίκη 2004, σ.5 επ..
[67] Βλ. σχετικά Κ. Χρυσόγονο, Ο μηχανισμός «στήριξης της ελληνικής οικονομίας» από την οπτική της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής εισήγησης του συγγραφέα σε εκδήλωση του ΔΣΑ στις 15.6.2010.
[68] Βλ. σχετικά M. Gulati, L. C. Buchheity How to Restructure Greek Debt, Duke Working Papers, Duke University, 2010, http://scholarship.law.duke.edu/working papers/47, πρβλ. S. L. Schwarcz, Facing the Debt Challenge of Countries that are Too Big to Fail, σε  Robert W. Kolb (editor), Sovereign Debt: From safety to Default, υπό δημοσίευση το 2011.
[69] Βλ. σχετικά και τις παρατηρήσεις της Έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, σ. 7 κ.ε., επίσης την Έκθεση της ίδιας επί του Νσχ «Προστασία της εθνικής οικονοµίας - Επείγοντα µέτρα για την αντιµετώπιση της δηµοσιονοµικής κρίσης» (ν.3383/2010).
[70] Βλ. Κ. Χρυσόγονο, Ατοµικά και Κοινωνικά  ∆ικαιώµατα, 2002, σελ. 485.
[71] Κυρώθηκε µε τον ν. 2405/1996.
[72] Κυρώθηκε µε το ν. 2403/1996.
[73] Βλ. σχετικά Γ. Κατρούγκαλου, Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις των δημοσίων υπαλλήλων: ένα παράδειγμα αμφισβήτησης του "αναθεωρητικού κεκτημένου" της αναθεώρησης του 2001 ΤΟΣ 2006.457.
[74] Κυρώθηκε µε τον ν. 1426/1984.
[75] ΣτΕ (Ολ) 632/1978, ΤοΣ 1978, σελ. 178.
[76] Βλ. Γ. Κατρούγκαλο, Τα Κοινωνικά Δικαιώματα, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 2006, σ. 133 k.e.
[77] Πρβλ. Γ. Λεβέντη, Τα κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη, ΤοΣ 1976.121, σ. 164, Γ. Κουκιάδη, Η κίνηση για την δημιουργία ανθρώπινων όρων εργασίας, ΕΕργΔ 1978.1.
[78] Πρβλ. και τις σχετικές παρατηρήσεις της Κυβερνητικής Επιτροπής του Κοινωνικού Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης, CG/Ch. Soc. (74) 14.  σ. 6) σ. 211. Ανάλογη είναι και η διάταξη του άρθρου 18 του Θεμελιώδους Νόμου της ΟΔΓ, κατά την οποία «η αμοιβή της εργασίας πρέπει να ανταποκρίνεται στην εργασιακή απόδοση και να εξασφαλίζει στους εργαζόμενους και στις οικογένειες τους διαβίωση σύμφωνη προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».
[79] Ο όρος "αξιοπρεπής" μισθός αναφέρεται στο άρθρο 4 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και ερμηνεύεται ως "ο μισθός εκείνος που ικανοποιεί τις κοινωνικές, οικονομικές και πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου." (Συμπεράσματα Ι, σ. 26 βλ. και Γ. Κρανιδιώτη, Ο Ευρωπαϊκός κοινωνικός χάρτης, 1961-1976, Επιθεώρηση ΕΚΚΕ, 28, 1976.198. σ. 212).
[80] Πρβλ. και το άρθρο 2 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Κατά τα όργανα ελέγχου της εφαρμογής του Χάρτη, ο όρος "λογικός" είναι σχετικός και προσδιορίζεται από τις εκάστοτε περιστάσεις της εθνικής οικονομίας.
[81]  Βλ. τις σχετικές παρατηρήσεις της Έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, σ. 6,  πρβλ. Ι. Κουκιάδη, Εργατικό ∆ίκαιο-Ατοµικές εργασιακές σχέσεις, 2009, σελ. 32 και 43 επ., Γ. Λεβέντη, Τα κοινωνικά δικαιώµατα του πολίτη, ό.π., σελ.126, Κ. Χρυσόγονο, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ό.π., σ. 522, Σ. Μουδόπουλο, Το δικαίωμα εργασίας στο άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος, σε Σύνταγμα και εργασιακές σχέσεις, Εκδοση Επιθεώρησης Εργατικού Δικαίου, Αθήνα, 1987.113, σ. 124,  Τ. Παπαδημητρίου, Η διασφάλιση του κατώτατου ορίου του καθαρού εισοδήματος του εργαζομένου, Ανάτυπο ∆. Τραυλού- Τζανετάτου, Το δικαίωµα εργασίας στο πεδίο έντασης µεταξύ Συντάγµατος και κοινωνικής πραγµατικότητας, σε Εργατικό δίκαιο και βιοµηχανική κοινωνία, 1977, σελ. 104. Κ. Παπαδηµητρίου, Το κοινωνικό δικαίωµα στην εργασία σε «Κοινωνικά δικαιώµατα και κρίση του Κράτους Πρόνοιας» - Όµιλος Αριστόβουλος Μάνεσης, 2006, σ. 93-125.
[82] Βλ. π.χ. ΑΠ (Ολ.) 32/93, 2057/90, ΕΕΝ 1991.799.
[83]  Οι εξαιρέσεις που εισάγει το άρθρο 11 παρ. 1 α του νόμου ως «δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας» πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευτούν ως εκ της φύσης τους, οτι  αφορούν σε  μέτρα θετικής και όχι δυσμενούς διάκρισης.
[84] Bλ., αντί άλλων, Μιχ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό ∆ίκαιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, § 13 αρ. 5 επ., 58 επ., και Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό ∆ίκαιο, Γενικό Μέρος, Αθήνα, 1999, αρ. 3 επ.
[85] ΑΠ 1465/2001, Ελλ∆νη 2003, σελ. 986
[86] Βλ. πάγια νοµολογία του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου, στο εξής Ε.∆.∆.Α., Pressos Compania Naviera SA κατά Βελγίου της 20.11.1995, Pine Valley Development κατά Ιρλανδίας της 2.11.1991, Γεωργιάδης κατά Ελλάδος της 28.3.2000, ΣτΕ 3739/1999, Ε.∆.Κ.Α. 1999, σελ. 16
[87] Βλ. ΟλΑΠ 40/1998, 33/2002
[88] Van der Mussele v. Belgium, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1983, Series A no. 70, σ. 23, σκ. 48, Pine Valley Developments v. Ireland απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1991, Series A no. 222, σ. 23, σκ. 51; Pressos Compania Naviera S.A. v. Belgium, απόφαση της 20ης Νοεμβρίου 1995, Series A no. 332, σ. 21, σκ. 31, πρβλ. ενδεικτικά Β. Καράκωστα, Περιουσία και υπερνομοθετική προστασία της περιουσίας, ΔΙΚΗ 2005, 547 και ΑΠ 1295/2004 και 104/2009ΑΠ (Ολ.) 33/2002, ΑΠ 1465/2001 ΑΠ (Ολ) 40/1998, ΑΠ 510/2002, 957/2002, 71/2003, 79/2003.
[89] Βλ. σχετικά  Γ. Βαρουφάκη, Η αισιόδοξη πλευρά της χρεοκοπίας, 2010, προσβάσιμο σε http://www.protagon.gr/Default.aspx?tabid=70&smid=382&ArticleID=2121. Για το ότι η επαναδιαπραγμάτευση θα πρέπει να γίνεται όσο το δυνατόν νωρίτερα, βλ. M. Dickerson, A Politically Viable Approach To Sovereign Debt Restructuring 53 EMORY L.J., 2004.997.
[90] Βλ. περισσότερα επ’αυτού σε Γ. Κατρούγκαλο, Memorana sunt servanda?, ΕΦΔΔ 2/1010, σ. 151.
[91] Βλ. ενδεικτικά, A.C. Porzecanski, From Rogue Creditors to Rogue Debtors: Implications of Argentina’s Default, CHICAGO JOURNAL OF INTERNATIONAL LAW, Summer 2005, 331.
[92] Βλ., αντί άλλων, C. Tietje, Die Argentinien-Krise aus rechtlicher Sicht: Staatsanleihen und Staateninsolvenz, Beiträge zum Transnationalen Wirtschaftsrecht, vol. 37, σ. 13.
[93] A. C. Porzecanski, When Bad Things Happen to Good Sovereign Debt Contracts: The Case of Ecuador. MPRA Paper No. 20857, American University, February 2010, προσβάσιμο στον ιστότοπο http://mpra.ub.uni-muenchen.de/20857, σ. 15.
[94] Για τη θεωρία του «Odious Debt» βλ. E. F. Mancina, Note: Sinners in the Hands of an Angry God: Resurrecting the Odious Debt Doctrine in International Law, 36 GEO. WASH. INT’L L. REV. 2004. 1239 σ. 167, Anupam Chander, Odious Securitization, 53 EMORY L.J. 2004, 923, M. Kremer, S. Jayachandran1, Odious Debt, Harvard Seminar, 2002 προσβάσιμο σε: http://204.180.229.21/external/np/res/seminars/2002/poverty/mksj.pdf. Βλ. επίσης τον ιστότοπο σχετικής ΜΚΟ σε http://www.odiousdebts.orgL. C. Buchheit and G. Mitu Gulati, The Coroner’s Inquest, INTERNATIONAL FINANCIAL LAW REVIEW, September 2009. 2.
[95] Πρβλ. Π. Καζάκο, Αναθεώρηση του Συντάγματος και Οικονομία. Δοκίμια οικονομικής ανάλυσης των συνταγματικών θεσμών,  Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2007, και του ίδιου, Από τον ατελή εκσυγχρονισμό στην κρίση - Μεταρρυθμίσεις, χρέη και αδράνειες 1993-2010, Πατάκης, Αθήνα, 2010.

Αναζήτηση στο ιστολόγιο