Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Οι απεργίες και η σταθερότητα του νεκροταφείου
                                                       Γιώργου Κατρούγκαλου

Πολλοί λατρεύουν την τάξη. Για να φάνε βάζουν τραπεζομάντηλο πάνω στο τραπέζι, αν έχουν, ή σκουπίζουν με το χέρι τους τα ψίχουλα, όταν το χέρι τους δεν είναι κουρασμένο.
Αλλά το τραπέζι τους στήνεται, και το σπίτι τους επίσης, σ’έναν κόσμο που βουλιάζει μες στο βούρκο.
(…) Α, τι ωφελεί, χωμένος μέχρι το λαιμό στη λάσπη, να κρατάς τα νύχια των χεριών σου καθαρά;
Μπ. Μπρεχτ, Πολλοί λατρεύουν την τάξη, 1933

Ομοβροντία άρθρων και αναλύσεων στα συστημικά ΜΜΕ προσπαθούν να μας δείξουν πόσο επικίνδυνες είναι οι απεργίες των καθηγητών και των άλλων εργαζομένων, γιατί θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα, στην οποία τάχα μας έχει οδηγήσει η κυβερνητική πολιτική. Οι ίδιοι κύκλοι εμφανίζουν τις απεργίες και τις κινητοποιήσεις της περιόδου, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως συνταγματική εκτροπή και συνεπώς ως διπλή απειλή: όχι μόνον κατά της οικονομίας, αλλά και της δημοκρατίας.
Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι απλώς μακριά από την πραγματικότητα, ουσιαστικά την αντιστρέφουν απολύτως. Στο πρώτο σκέλος τους, προσπαθούν να διασώσουν το διαβόητο success story, παρά την προφανή του κατάρρευση. Η μόνη σταθερότητα στην οποία οδηγεί η κυβερνητική πολιτική, είναι αυτή του νεκροταφείου. Η οικονομία εξακολουθεί να είναι παγιδευμένη στη σπείρα αργού θανάτου που την έχει οδηγήσει η συνταγή του μνημονίου: το χρέος διογκώνεται, ενώ η παραγωγική βάση της χώρας συνεχίζει να συρρικνώνεται. Τα πρόσθετα έσοδα από τον τουρισμό δεν μπορεί να κρύψουν την καθίζηση των εσόδων από τη ναυτιλία, την υποχώρηση των εξαγωγών, τη σημαντική και συνεχιζόμενη πτώση της βιομηχανικής παραγωγής και της μεταποίησης, την εξαφάνιση, ουσιαστικά της οικοδομικής δραστηριότητας και των μικρεμπόρων.
Δεν είναι μόνο, συνεπώς, το καλάθι της νοικοκυράς που υποφέρει. Τα μακροικονομικά μεγέθη όχι απλώς δεν βελτιώνονται, αλλά βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση. Ο αποπληθωρισμός του τελευταίου διαστήματος δεν αποτελεί όψιμη επιτυχία του σεναρίου της εσωτερικής υποτίμησης, αλλά θανάσιμη παγίδα, από την οποία ακόμη και πανίσχυρες οικονομίες, όπως η Ιαπωνική, παλεύουν χρόνια να ξεφύγουν.  Και όλοι οι οικονομικοί παράγοντες το αντιλαμβάνονται αυτό: δεν είναι τυχαίο ότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος που μετρά περιοδικά το εργοδοτικό ΙΟΒΕ έκανε βουτιά το καλοκαίρι, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη που εμφανίζεται μια δειλή επιστροφή της αισιοδοξίας.
Ακόμη πιο υποκριτική είναι η θρηνωδία για την, τάχα, θεσμική εκτροπή που συνιστά η επίκληση της αξιωματικής αντιπολίτευσης για εκλογές και ανατροπή των πολιτικών αυτών. Και εδώ η αντιστροφή της πραγματικότητας είναι πλήρης: αποσιωπάται ότι πραγματική αντιδημοκρατική εκτροπή, αληθινό συνταγματικό πραξικόπημα, συνιστά το μνημονιακό παρασύνταγμα, που όχι μόνο συνέτριψε τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, αλλά την ίδια την κοινοβουλευτική δημοκρατία, με τις έξωθεν εντολές προς τη Βουλή, τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και την αγελαία πειθαρχία των πολυνομοσχεδίων του ενός άρθρου. Στο κάτω-κάτω, όταν στις δημοσκοπήσεις πάνω από το 75% των πολιτών απορρίπτουν την οικονομική συνταγή των μνημονίων, πώς είναι δυνατό η ανατροπή τους να είναι αντίθετη με τη δημοκρατία;
Γιατί όμως η απόρριψη παραμένει σε μεγάλο βαθμό βουβή; Θα δανειστώ πάλι από το Μπρέχτ την απάντηση: «Όταν σωρεύονται τα εγκλήματα, γίνονται αόρατα. Όταν οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, δεν ακούγονται πια.» (Μπ. Μπρεχτ, Όταν τα εγκλήματα πέφτουν σαν βροχή, 1935). Η κοινωνία είναι παραζαλισμένη από τα συνεχή χαστούκια του δόγματος του σοκ. Ακόμη και το μεγάλο της κομμάτι, που δεν έχει παγιδευτεί σε λογικές κοινωνικού αυτοματισμού του είδους «να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα», είναι απορροφημένη από τον αγώνα για την καθημερινή επιβίωση.
Για το λόγο αυτό οι συλλογικές διεκδικήσεις των απεργιών της εβδομάδας αποτελούν ελπίδα. Όχι μόνον για το δημόσιο σχολείο, ούτε καν για την δημόσια διοίκηση και το κοινωνικό κράτος. Για την ίδια την Δημοκρατία.


Όταν σωρεύονται τα εγκλήματα, γίνονται αόρατα. Όταν οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, δεν ακούγονται πια.
Μπ. Μπρεχτ, Όταν τα εγκλήματα πέφτουν σαν βροχή, 1935



Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία 17/9/2013


Ο αντιφασισμος, τελευταίο στάδιο του πολιτικαντισμού
Γιώργου Κατρούγκαλου

Ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής, Γ. Γερμενής, το είπε καθαρά πριν από τη σύλληψη του στην ΓΑΔΑ: «Ξηλώσανε την Αστυνομία και την ΕΥΠ για να καταφέρουν να μας συλλάβουν». Ομολόγησε, έτσι, αυτό που όλοι γνωρίζαμε και που το επιβεβαιώνουν τόσο η πρόσφατη Έκθεση του Συνήγορου του Πολίτη όσο και το Πόρισμα του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου: η δράση της Χρυσής Αυγής δεν ήταν μόνο εγκληματική, αλλά και παρακρατική, εφόσον απολάμβανε όχι μόνον της ανοχής αλλά και της συνενοχής τμήματος του κρατικού μηχανισμού και των Σωμάτων Ασφαλείας.
Όσο και αν χαρήκαμε όλοι για το τέλος της ατιμωρησίας (δεν είναι δα και μικρό πράγμα για πρώτη, ουσιαστικά, φορά από το τέλος της κατοχής να μπαίνουν στη φυλακή ακροδεξιά εγκληματικά στοιχεία) πρέπει ψύχραιμα να δούμε τόσο τις πολιτικές όσο και τις συνταγματικές πλευρές του δράματος. Το πρώτο, προφανές συμπέρασμα είναι ότι το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο  υπερεπαρκούσε για την αντιμετώπιση της παράνομης δράσης της Χρυσής Αυγής και, συνεπώς, οι ευθύνες της Κυβέρνησης για την μη έγκαιρη ενεργοποίηση του είναι μεγάλες. Οι ευθύνες αυτές δεν ξεπλύθηκαν ούτε με την όψιμη κινητοποίηση της, γιατί οι τελευταίες ενέργειες της κρύβουν όχι μόνο έναν ακραίο πολιτικαντισμό, αλλά και μια επικίνδυνη λογική παραμερισμού του Συντάγματος.
Ο πολιτικαντισμός φάνηκε στις δηλώσεις του πρωθυπουργού περί σταθερότητας, λίγο πριν την αναχώρηση του στην Αμερική. Ξεχνώντας το «κλείσιμο του ματιού» στην Χρυσή Αυγή του προηγούμενου διαστήματος (που του το καταμαρτύρησε μέχρι και ο  υπεύθυνος επικοινωνίας του ΠΑΣΟΚ) επιχείρησε να εμφανισθεί ως ο εγγυητής της ασφάλειας και των θεσμών. Πέραν από την κυβίστηση στάσης απέναντι στους νεοφασίστες, επιχειρείται εδώ η εξής πολιτική αλχημεία: να καταταχθούν όλοι όσοι ασκούν κριτική στο απαξιωμένο πολιτικό σύστημα του πάλαι ποτέ δικομματισμού και των διαπλοκών του στο ίδιο στρατόπεδο με τους εχθρούς της δημοκρατίας. Οι χρεωκοπημένοι, δηλαδή, πολιτικοί, που έριξαν τη χώρα στα βράχια του μνημονίου, ταυτίζουν τον εαυτό τους με τον κοινοβουλευτισμό και όσους τους ασκούν κριτική με τους νεοφασίστες.
Αυτό από μόνο του θα συνιστούσε πολιτική απάτη, αλλά δεν θα αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για τους θεσμούς, αν δεν συνοδευόταν από μια πρακτική αδιαφορίας για τις συνταγματικές προβλέψεις και συρρίκνωσης των εγγυήσεων των ατομικών ελευθεριών. Η Βουλή παραμερίσθηκε, ως προς την δίωξη των Χρυσαυγιτών Βουλευτών, αν και η άδεια της είναι απαραίτητη για την δίωξη όλων των εγκλημάτων που δεν είναι αυτόφωρα κακουργήματα, για όλες δηλαδή τις δολοφονίες και την παράνομη βία. Ανησυχητικότερα είναι τα δείγματα γραφής ως προς τις ελευθερίες: Λόγω του κλίματος των ημερών, σχεδόν απαρατήρητη πέρασε η απαγόρευση της συγκέντρωσης των Εφέδρων Αξιωματικών στο Σύνταγμα, που αντιμετώπισε μια γραφικότητα ως κίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια, κατ’ευθεία παράβαση του άρθρου 11 του Συντάγματος. Ακόμη πιο επικίνδυνη ήταν η παραδοχή της ΕΥΠ ότι προβαίνει σε προληπτικές, γενικευμένες υποκλοπές τηλεφωνικών επικοινωνιών με το διαβόητο κοριό-βαλιτσάκι, παρά την αντίθετη ρύθμιση του άρθρου 19 του Συντάγματος που απαιτεί πάντα προηγούμενη άδεια της δικαστικής αρχής για την άρση του απορρήτου, ενόψει συγκεκριμένης και όχι αφηρημένης απειλής για την εθνική ασφάλεια ή για διαλεύκανση ορισμένου, σοβαρού εγκλήματος.
Εκεί, όμως, που η περιφρόνηση του Συντάγματος φτάνει πλέον στα άκρα, είναι η φημολογούμενη νομοθετική πρωτοβουλία ώστε τυχόν παραίτηση των βουλευτών της Χρυσής Αυγής να μην οδηγήσει σε μερική, αναπληρωματική εκλογή, παρά την αντίθετη ρητή συνταγματική πρόβλεψη. (Σε πείσμα όσων κατά κόρον ακούστηκαν, ακόμη και για την περίπτωση του ψηφοδελτίου Επικρατείας υφίσταται ρητή και ειδική πρόβλεψη, αυτή του άρθρου 3 του ΠΔ 26/2012, που δεν ορίζει στην περίπτωση αυτή εκλογή, αλλά αναπλήρωση από τον πρώτο επιλαχόντα βουλευτή στην περιφέρεια που το κόμμα συγκέντρωσε στις τελευταίες εκλογές τις πιο πολλές ψήφους.)
Η Δημοκρατία δεν φοβάται τις εκλογές, ακόμη και εάν αυτές προκληθούν για αντιπερισπασμό από τους Χρυσαυγίτες. Η Δημοκρατία έχει Νόμους και κανείς δεν είναι πάνω από τους Νόμους της Δημοκρατίας.

Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία 1/10/2013
Ο φασισμός θα νικηθεί χωρίς εκπτώσεις στα δικαιώματα και τις συνταγματικές εγγυήσεις
Γιώργου Κατρούγκαλου, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου

Η λυδία λίθος για την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής είναι η διάκριση ανάμεσα στην πολιτική και την εγκληματική της δράση. Πράγματι, αυτή λειτουργεί δισυπόστατα: αφενός ως πολιτικό κόμμα, αφετέρου ως εγκληματική οργάνωση. Ακριβώς για το λόγο αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται πολιτικά στην πρώτη περίπτωση και με τον ποινικό κώδικα στη δεύτερη. Επομένως και μετά το πόρισμα του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δεν είναι κάθε μέλος της Χρυσής Αυγής αυτομάτως ύποπτο για ένταξη στην εγκληματική οργάνωση αλλά μόνο αυτοί, από τα στελέχη, τους βουλευτές, τα μέλη της που αποδεδειγμένα ενέχονται σε κακουργηματικές ενέργειες.
Αυτά δεν τα γνωρίζουμε τώρα, ανέκαθεν ίσχυαν και για το λόγο αυτό,  επειδή η βουλευτική ασυλία δεν παρέχει προστασία όταν τελούνται αυτόφωρα κακουργήματα, θα έπρεπε και οι βουλευτές της να έχουν συλληφθεί, όταν προέβαιναν σε εγκληματικές πράξεις ακόμη και μπροστά στις κάμερες της τηλεόρασης.  
Τούτο δε σημαίνει ότι η Χρυσή Αυγή μπορεί  να τεθεί εκτός νόμου ως πολιτικό κόμμα. Το Σύνταγμα μας δεν το επιτρέπει και η ιστορία δείχνει ότι παρόμοια μέτρα είναι και πολιτικά επικίνδυνα και αντιπαραγωγικά. Στη Γερμανία τέσσερα χρόνια μετά την απαγόρευση του ναζιστικού κόμματος απαγορεύθηκε και το κομμουνιστικό. Και στην Τουρκία οι ισλαμιστές ήρθαν στην εξουσία λίγο μετά την θέση τους εκτός νόμου.
Ενόψει των παραπάνω πως αξιολογείτε η πρόσφατη αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής από τη δικαιοσύνη και την Πολιτεία; Καταρχήν, είναι πια προφανές ότι η μη εφαρμογή του υπέρ αρκετού υφισταμένου νομοθετικού οπλοστασίου μαρτυρά όχι απλώς ανοχή αλλά συνενοχή ενός τμήματος του κρατικού μηχανισμού με τη Χρυσή Αυγή. Γι’ αυτό το λόγο η δράση της τελευταίας έχει χαρακτηριστικά και παρακρατικής οργάνωσης αλλά και η μεθόδευση που επιλέχθηκε από την Κυβέρνηση είχε χαρακτηριστικά σπουδής και θεατρικότητας που δεν συνάδουν με τη σοβαρότητα του ζητήματος και με την προστασία των θεσμών: Η σύλληψη των βουλευτών και του αρχηγού της Χρυσής Αυγής έγινε χωρίς την άδεια της Βουλής. Τούτο επιτρέπεται, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Συντάγματος, μόνο για τα αυτόφωρα κακουργήματα.  Ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι η πρόβλεψη του (αμφιλεγόμενου) άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα που χαρακτηρίζει το αδίκημα της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης ως διαρκές, αυτόφωρο κακούργημα επέτρεπε την δίωξη των Χρυσαυγιτών βουλευτών χωρίς την άρση της ασυλίας τους και πάλι απαιτείται η άδεια της Βουλής για την δίωξη των άλλων εγκλημάτων για τα οποία κατηγορούνται (τις ανθρωποκτονίες, τις απόπειρες ανθρωποκτονίας, την παράνομη βία κ.λ.π.). Ποιος ο λόγος, λοιπόν, πέραν του πολιτικού εντυπωσιασμού, να μην τοποθετηθεί συνολικά η βουλή απέναντι στα εγκλήματα αυτά;
Η εμμονή στην εφαρμογή του Συντάγματος δεν αποτελεί ποτέ κενό τύπο. Ακόμη και εάν, όμως, η αναγκαιότητα προηγούμενης άρσης της βουλευτικής ασυλίας θεωρηθεί βυζαντινολογία από μερικούς, όλοι θα συμφωνήσουμε ότι η ανάγκη καταπολέμησης του φασισμού δεν πρέπει να οδηγεί σε αλά καρτ συνταγματική νομιμότητα ούτε στον περιορισμό των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών.
Λόγω του κλίματος των ημερών, σχεδόν απαρατήρητη πέρασε η απαγόρευση της συγκέντρωσης των Εφέδρων Αξιωματικών στο Σύνταγμα, που αντιμετώπισε μια γραφικότητα ως κίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια, κατ’ευθεία παράβαση του άρθρου 11 του Συντάγματος. Ακόμη πιο επικίνδυνη ήταν η παραδοχή της ΕΥΠ ότι προβαίνει σε προληπτικές, γενικευμένες υποκλοπές τηλεφωνικών επικοινωνιών με το διαβόητο κοριό-βαλιτσάκι, παρά την αντίθετη ρύθμιση του άρθρου 19 του Συντάγματος που απαιτεί πάντα προηγούμενη άδεια της δικαστικής αρχής για την άρση του απορρήτου, ενόψει συγκεκριμένης και όχι αφηρημένης απειλής για την εθνική ασφάλεια ή για διαλεύκανση ορισμένου, σοβαρού εγκλήματος.
Ακόμη πιο επικίνδυνα είναι τα πράγματα ως προς τις μεθοδεύσεις για αλλαγή του εκλογικού νόμου, ώστε οι έδρες των βουλευτών της Χρυσής Αυγής να παραμείνουν κενές και να μη διεξαχθούν αναπληρωματικές τοπικές εκλογές σε περίπτωση παραιτήσεώς τους. Παρόμοιος Νόμος θα ήταν κραυγαλέα αντισυνταγματικός. Το άρθρο 53 του Συντάγματος επιτρέπει να παραμείνουν κενές βουλευτικές έδρες μόνο κατά το τελευταίο έτος της βουλευτικής περιόδου. Σε κάθε άλλη περίπτωση απαιτείται η διεξαγωγή τοπικών αναπληρωματικών εκλογών.  Συνεπώς, φωνές που προτείνουν με νέο  νόμο να οριστεί ότι τυχόν παραιτήσεις βουλευτών της Χρυσής Αυγής θα είναι καταχρηστικές δεν έχουν καμία επαφή με το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος. Μάλιστα θα οδηγήσουν σε ευθεία αλλοίωση της βούλησης του εκλογικού σώματος όπως προέκυψε από τις τελευταίες εκλογές. Δείτε για παράδειγμα το πώς θα αλλοιωθούν οι ειδικές πλειοψηφίες που προβλέπει το Σύνταγμα για την αναθεώρηση του ή για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας :   Απαιτούνται τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ήτοι με τα σημερινά δεδομένα 180 βουλευτές, εάν όμως μείνουν κενές οι έδρες της Χρυσής Αυγής θα αρκούν μόνο 169, όσες κατά σύμπτωση διαθέτει περίπου η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία μαζί με τη ΔΗΜΑΡ. Είναι αλήθεια ότι το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο αριθμός των βουλευτών μπορεί να είναι από διακόσιοι έως τριακόσιοι. Η σχετική όμως πρόβλεψη πρέπει να γίνει πριν από τις εκάστοτε εθνικές εκλογές και όχι εκ των υστέρων και αναδρομικά.
Υπάρχει άλλωστε τρόπος να προστατευθεί η εκλογική διαδικασία από επιχειρούμενη γελιοποίηση της, σε περίπτωση που οι Χρυσαυγίτες βουλευτές παραιτηθούν κατά κύματα. Ο νόμος μπορεί να προβλέψει, με πλειοψηφία των δύο τρίτων ότι αναπληρωματικές εκλογές θα διενεργηθούν συγκεντρωτικά, για παράδειγμα την πρώτη Κυριακή του Οκτώβρη αν οι παραιτήσεις λάβουν χώρα το πρώτο εξάμηνο και την πρώτη  Κυριακή του Φεβρουαρίου αν γίνουν το δεύτερο εξάμηνο.
Ακόμη πιο ολέθριες για την Δημοκρατία είναι οι προτάσεις, κατά τις οποίες ο Άρειος Πάγος θα πρέπει να έχει αρμοδιότητα να κρίνει (πώς;), στο πλαίσιο της υποβολής των υποψηφιοτήτων των κομμάτων, ποια από αυτά κείνται εντός και ποια εκτός του διαβόητου συνταγματικού τόξου. Πρόσφατα ο κ.Πάγκαλος απεκάλεσε τον Σύριζα τρομοκρατική οργάνωση, ο δε κ.Βόριδης αναρωτήθηκε αν το ΚΚΕ είναι εντός του Συνταγματικού τόξου.
Όλα αυτά μπορεί να εξυπηρετούν την προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας να εμφανισθεί ως εγγυητής της σταθερότητας, βάζοντας κάτω από το χαλάκι τα εκρηκτικά προβλήματα της κοινωνίας και της οικονομίας, δεν καταπολεμούν όμως το φασισμό, ούτε υπηρετούν την δημοκρατία.
Όποιος για να αντιμετωπίσει το φασισμό περιορίζει τα ατομικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες ουσιαστικά παραδίδει τα κλειδιά της Δημοκρατίας στους φασίστες. Στο χέρι μας είναι να μην επιτρέψουμε να γίνει κάτι τέτοιο.




Αναζήτηση στο ιστολόγιο