Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Γ. Κατρούγκαλου, Κρίση της κρατικής κυριαρχίας και κοινωνικό κράτος


  


Εισαγωγικά: Κυριαρχία και οικονομία


Ο σκοπός του άρθρου αυτού[1] δεν είναι να εμβαθύνει στον προσδιορισμό της νομικής έννοιας της κυριαρχίας, συζήτηση που μπορεί εύκολα να πάρει θεολογικά χαρακτηριστικά. Αποσκοπεί κυρίως στο να ανιχνεύσει τις επιπτώσεις που έχει η τρέχουσα οικονομική κρίση επί των πολιτειολογικών χαρακτηριστικών του κοινωνικού κράτους και, κυρίως, επί της πραγματικής άσκησης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Συνεπώς, δεν ενδιαφέρει εδώ η λεγόμενη εξωτερική κυριαρχία, ως κατευθυντήρια αρχή των διακρατικών σχέσεων, αλλά η  πραγματική ικανότητα χάραξης αυτοτελών και ανεξάρτητων δημόσιων πολιτικών.
 Είναι προφανές ότι η σοβούσα κρίση, αλλά και οι κυρίαρχες τις δύο τελευταίες δεκατίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές,  έχουν σοβαρά απομειώσει τη ρυθμιστική και οικονομική ικανότητα των κρατών να χαράσσουν οικονομικές πολιτικές της ίδιας κατεύθυνσης με το μεταπολεμικό συμβιβασμό του κοινωνικού κράτους[2]. Η τάση αυτή ενισχύεται από την υπέρμετρη διόγκωση του χρηματιστηριακού κεφαλαίου έναντι του παραγωγικού. Το χρηματιστηριακό κεφάλαιο είναι «πλασματικό»[3], δεν ανταποκρίνεται, δηλαδή, σε πραγματική παραγωγική δραστηριότητα. Κυκλοφορεί μέσω της ανταλλαγής με άλλες μονάδες κεφαλαίου, αλλά, στο σύνολο του δεν μπορεί να ανταλλαγεί με εμπορεύματα επειδή υπάρχει ανεπαρκής πλούτος εμπορευμάτων που υποστηρίζει μια ολοένα και μεγαλύτερη μάζα μη παραγωγικής δραστηριότητας.
Υπολογίζεται ότι ο συνολικός όγκος χρήματος που κινείται στην παγκόσμια χρηματική αγορά αυξήθηκε από 50 δισεκατομμύρια δολάρια το 1973 σε 2 τρισεκατομμύρια το 1987 (περίπου στα επίπεδα του συνολικού όγκου χρήματος στις ΗΠΑ), για να εκτοξευτεί στις ημέρες μας στα 140 τρισεκατομμύρια, ποσό υπερπολλαπλάσιο από το παγκόσμιο ΑΕΠ, που κινείται γύρω στα 60-70 τρις[4]. Ο όγκος χρήματος του διεθνούς εμπορίου πραγματικών αγαθών είναι πολύ μικρότερος και από το 10% των διαφόρων μορφών χρηματιστηριακών προϊόντων[5]. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το διεθνές αυτό χρηματιστηριακό κεφάλαιο ουσιαστικά δεν υπόκειται σε κανένα πολιτικό έλεγχο. Η αυτονομία του είναι χωρίς προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία και υπονομεύει κάθε κεντρική προσπάθεια σχεδιασμού ενιαίων οικονομικών πολιτικών, όπως δείχνει και η πρόσφατη πικρή εμπειρία της Ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης.
 Οι βασικές αλλαγές πολιτικής που επιφέρει η αδυναμία των κρατών να συντηρήσουν το μεταπολεμικό status quo μπορεί να συνοψισθούν στα εξής[6], σε σχέση πάντα με την προϋπάρχουσα κατάσταση: Η υλική βάση του σύγχρονου «φορντικού» κράτους υπήρξε η κρατικά εγγυημένη πλήρης απασχόληση, η οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας, η μαζική κατανάλωση και αναδιανεμητική πολιτική που βασίζονταν σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Φαινόταν ότι έχει επιτευχθεί η τελική συμφιλίωση των αντιτιθέμενων κοινωνικών συμφερόντων μέσω γενναίων κοινωνικών παροχών, των τριμερών κορπορατιστικών σχέσεων και της ομογενοποίησης των μαζικών πολιτικών κομμάτων. Το μεταμοντέρνο (ή μεταφορντικό κράτος[7])  αντίθετα, χαρακτηρίζεται από  την προσπάθεια επιστροφής στον αυτορυθμιστικό ρόλο της αγοράς, τον περιορισμό των κρατικών επεμβάσεων στην οικονομία και την “επαναφεουδοποίηση” (refeudalization) των εργασιακών σχέσεων, μέσω της ελαστικότητας, των άτυπων μορφών εργασίας και της αναγνώρισης πλήρων δικαιωμάτων και μονιμότητας μόνον σε μια μειοψηφία εργαζομένων.
Είναι σημαντικό όμως να σημειωθεί ότι οι αλλαγές αυτές, στο βαθμό που αποτυπώνονται νομικά σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, τυποποιούνται σχεδόν αποκλειστικά στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου και όχι στο επίπεδο των εθνικών συνταγμάτων. Οι θεμελιώδεις αξίες στις οποίες βασίστηκε το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη  εξακολουθούν να έχουν μεγάλη αποδοχή και νομιμοποίηση[8] και αυτό δημιουργεί σημαντικά προβλήματα συνταγματικής ασυμμετρίας ανάμεσα στις εθνικές συνταγματικές τάξεις και την διεθνή οικονομική τάξη. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης διαμορφώνεται πράγματι ένας «πολυεπίπεδος συνταγματισμός»[9], όπου πλέον οι Grundnormen μιας πολιτείας δεν διαμορφώνονται αποκλειστικά από το συντακτικό νομοθέτη, αλλά από την αλληλεπίδραση των συνταγματικών ρυθμίσεων με αυτές του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου.
Στη συνέχεια θα εξεταστούν τα βασικά πολιτειολογικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών κρατών, σε συνταγματικό επίπεδο (Α) και στη συνέχεια ο επικαθορισμός τους από διάφορα επίπεδα υπερεθνικού δικαίου (Β). Τέλος, γίνεται σύντομη μνεία στις επιπτώσεις που έχει στην εσωτερική κυριαρχία η τρέχουσα οικονομική κρίση. (Γ).

A- Κοινωνικό κράτος και οικονομικό Σύνταγμα

Το κοινωνικό κράτος αποτελεί «ιδία πολιτειολογική μορφή»[10], η οποία, ως θεμελιώδης οργανωτική αρχή, προσδιορίζει το πολίτευμα, ιδίως ως προς τις σχέσεις πολίτη-κράτους και τις συναφείς αρμοδιότητες και υποχρεώσεις της πολιτειακής εξουσίας. Όπως όλες οι θεμελιώδεις αρχές βρίσκονται σε σχέση γενικού προς ειδικού αναφορικά με τις υπόλοιπες συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τις εξειδικεύουν[11]. Ετσι και η αρχή του κοινωνικού κράτους, όπως εύστοχα παρατηρείται[12], δεν βρίσκεται με τα κοινωνικά δικαιώματα σε σχέση ελάσσονος προς μείζον, αλλά όλου προς μέρος. Αποτελεί άμεσα ισχύον δίκαιο[13], που δεν ενεργεί μόνον ερμηνευτικά, δεσμεύοντας την δικαστική εξουσία, αλλά με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, δεσμεύοντας όλες τις συντεταγμένες εξουσίες: είναι ένας από τους παράγοντες προσδιορισμού της αρχής της νομιμότητας της διοίκησης[14], ενώ υποχρεώνει και το νομοθέτη να οργανώσει το κράτος ανάλογα με τους σκοπούς του.
Η σημαντικότερη λειτουργία του έγκειται στον προσδιορισμό του οικονομικού συντάγματος. Το Σύνταγμα δεν αποσκοπεί στη ρύθμιση μόνον της οργάνωσης του κράτους αλλά του συνόλου των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων. Το «οικονομικό σύνταγμα» προσδιορίζει τις θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις που προσδιορίζουν και διέπουν το οικονομικό σύστημα μιας χώρας και ιδίως τις σχέσεις κράτους, αγοράς και πολίτη ως φορέα οικονομικής δραστηριότητας και κοινωνικών δικαιωμάτων[15].  Στο πλαίσιο του συγκερασμού της φιλελεύθερης και της κοινωνικής αρχής, όπως διαμορφώνεται στα ευρωπαϊκά κοινωνικά κράτη, ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει την οικονομική πολιτική εντός των ορίων του συστήματος της ελευθερίας της αγοράς, με σεβασμό όμως στις κοινωνικές προτεραιότητες που απορρέουν από την αρχή του κοινωνικού κράτους. Έτσι, παγίως γίνεται δεκτό στη Γερμανία ότι ο Θεμελιώδης Νόμος κατοχυρώνει συνταγματικά τόσο την οικονομία της αγοράς, όπως και την δυνατότητα κρατικού προγραμματισμού[16]. Ο τελευταίος όμως δεν επιτρέπεται να αναιρεί την πρωταρχικότητα της οικονομικής ελευθερίας[17]. Πρέπει, με άλλα λόγια, η κρατική επέμβαση και ο προγραμματισμός να είναι "προγραμματισμός για την ελευθερία", δηλαδή να είναι κυρίως ενδεικτικός και όχι εξαναγκαστικός και να μην απαγορεύει εναλλακτικές προς αυτόν ιδιωτικές πρωτοβουλίες.
Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι το Σύνταγμα έχει θέση ουδετερότητας απέναντι στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, όπως ακόμη δέχεται το μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής θεωρίας και  νομολογίας[18].  Το οικονομικό σύστημα που προστατεύεται από αυτή και το συνολικό πλέγμα των σχετικών συνταγματικών ρυθμίσεων – στο δικό μας Σύνταγμα ιδίως αυτές του άρθρου 5 παρ. 1 και 3 (οικονομική ελευθερία) και 17 (προστασία της ιδιοκτησίας)[19], ως προς την καθιέρωση της παραδοσιακής καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και των συναφών με αυτή ελευθεριών, και αυτές  των άρθρων 25 παρ. 2 και 4, 106 και 17 παρ. 1[20] του Συντάγματος ως προς τις κοινωνικές υποχρεώσεις και τον προσανατολισμό της κρατικής δράσης- είναι η λεγόμενη στη Γερμανία[21] «κοινωνική οικονομία της αγοράς»[22], ή «κοινωνικά δεσμευμένη ελεύθερη οικονομία»[23]. Κατά τον αναλυτικότερο χαρακτηρισμό του Α. Τάχου, πρόκειται για ένα οικονομικό καθεστώς α)φιλελεύθερο-αστικό, β)κεφαλαιοκρατικό, γ) ταξικό και δ) επεμβατικό[24]. 
Από συνταγματική άποψη αυτό σημαίνει ότι ναι μεν το καπιταλιστικό σύστημα της ελεύθερης αγοράς δεν επιτρέπεται να καταργηθεί υπέρ ενός άλλου τρόπου κοινωνικής οργάνωσης[25], αλλά και ότι ο κρατικός παρεμβατισμός είναι όχι απλώς επιτρεπτός, αλλά και επιβεβλημένος. Με άλλα λόγια, ο νομοθέτης έχει ευρύ περιθώριο να επιλέξει οποιαδήποτε οικονομική επιλογή επιθυμεί, αρκεί να κείται εντός δύο απαγορευμένων άκρων: του σοσιαλισμού (με την έννοια της κοινωνικής –όχι ατομικής- ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής) και του πλήρως αρρύθμιστου, φιλελεύθερου καπιταλισμού τύπου της προ New Deal εποχής.

Β- Ο επικαθορισμός των εθνικών οικονομικών συνταγμάτων από το διεθνές και το  κοινοτικό δίκαιο


Τα εθνικά συντάγματα, και το ελληνικό δεν αποτελεί εξαίρεση, επικαθορίζονται πλέον καθοριστικά τόσο από το διεθνές όσο και από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Ως προς το πρώτο επίπεδο, καθοριστική είναι η συμβολή διεθνών οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. Την επιρροή τους στην διαμόρφωση των οικονομικών κρατικών πολιτικών εξετάζουμε στην επόμενη παράγραφο.

       Β-1 Το διεθνές δίκαιο


Μία από τις βασικές διαφορές της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης από την πρώτη παγκοσμιοποίηση της βικτωριανής εποχής είναι ότι τότε το εμπόριο βασιζόταν κυρίως σε διμερείς συνθήκες, ενώ ήδη διέπεται από πολυμερείς. Το 1944, ενώ ακόμη δεν είχε τελειώσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η πλευρά των αυριανών νικητών σχεδίασε στο Bretton Woods τους θεσμούς διεθνούς οικονομικής συνεργασίας των επομένων δεκαετιών. Αρχικά λήφθηκε εκεί η απόφαση για την ίδρυση της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ως θεσμών διαχείρισης και αποτροπής των οικονομικών κρίσεων. Οι δίδυμοι αυτοί διεθνείς οργανισμοί ιδρύθηκαν από σαράντα τρεις χώρες, με σκοπό να αποτραπούν μελλοντικά οικονομικά κραχ σαν αυτά που είχαν  αποσταθεροποιήσει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, μέσω της προώθησης  οικονομικών πολιτικών που θα  περιόριζαν τη χρηματοοικονομική κερδοσκοπία και την αστάθεια των αγορών.
Το 1947, στην Αβάνα της Κούβας ξεκίνησε μια ανάλογη προσπάθεια για την ίδρυση ενός Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου που θα αναλάμβανε τη ρύθμιση του διεθνούς εμπορίου και όχι απλώς την αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων. Η πρώτη αυτή προσπάθεια υιοθετούσε, προφανώς, τα δόγματα της ελεύθερης αγοράς, Σύμφωνα με τον τότε Υπουργό Εμπορίου της Αμερικής,  «οι εκπρόσωποι 54 εθνών, κάθε επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης και με πληθώρα πολιτικών φιλοσοφιών, υιοθέτησαν ένα κώδικα κανόνων για το διεθνές εμπόριο που ενσωματώνει την ουσιώδη φιλοσοφία των ΗΠΑ για τη μεγιστοποίηση του ανταγωνισμού και την ελαχιστοποίηση των κρατικών ελέγχων»[26].
Η προσπάθεια αυτή δεν κατέληξε όμως παρά σε μία ρύθμιση σε επίπεδο διεθνούς δικαίου των διακρατικών εμπορικών σχέσεων, τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1947 (GATT). Αυτή επεδίωκε τον διακανονισμό του ελεύθερου εμπορίου μεταξύ καπιταλιστικών μεν κρατών, στο πλαίσιο όμως των ρυθμιστικών σχέσεων του παρεμβατικού κράτους πρόνοιας. Η GATT βασιζόταν κυρίως στην αρχή της μη διάκρισης ως προς τη θέσπιση τελωνειακών δασμών και γενικότερα παρόμοιων εξωτερικών εμποδίων στο διεθνές εμπόριο[27]. Τα μέτρα αυτά επικρίθηκαν ως αναποτελεσματικά από τους νέο-φιλελεύθερους υποστηρικτές της πλήρους απελευθέρωσης των αγορών, με το σκεπτικό ότι τα κράτη μπορούσαν να «κλέψουν», καταργώντας με το ένα χέρι τελωνειακούς δασμούς και με το άλλο να καταλήγουν σε ισοδύναμα προστατευτικά αποτελέσματα για τους εθνικούς παραγωγούς μέσω άλλων εσωτερικών κανονιστικών μέτρων[28].
 Η GATT απετέλεσε αντικείμενο επανειλημμένων επαναδιαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών-μελών της και ιδίως της «Τετράδας» των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών (“Quad”, δηλαδή ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία και Καναδάς)  που διαρκούσαν πολλά χρόνια. Ο τελικός «Γύρος» των διαπραγματεύσεων αυτών, ο λεγόμενος «Γύρος της Ουρουγουάης» (1982-1994) κατέληξε σε συμφωνία αφενός για σημαντική επέκταση των τομέων που ρυθμίζονται από το διεθνές δίκαιο και κυρίως για μια ποιοτική στροφή από την άρση απλώς των εξωτερικών εμποδίων στο εμπόριο σε μια συστηματική προσπάθεια εναρμόνισης των κρατικών πολιτικών, ούτως ώστε να εξουδετερωθούν όλες οι δυνατότητες προστατευτισμού. Έτσι, οι τομείς των διεθνών εμπορικών σχέσεων που ρυθμίζονται με διακρατικές συμφωνίες επεκτάθηκαν σε μεγάλο βαθμό και ήδη καλύπτουν τις εμπορικές πλευρές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας[29],  τις επενδύσεις[30] και, ιδίως, το  σύνολο σχεδόν των υπηρεσιών, μέσω της Γενικής Συμφωνίας για το Εμπόριο στις Υπηρεσίες (GATS)[31] .
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου ιδρύθηκε το 1995 για να ενισχύσει τη νομική εφαρμογή των παραπάνω συμφωνιών, μέσω ενός κατ’ουσία δικαιοδοτικού συστήματος και αποτελεί έκτοτε έναν από τους βασικούς παράγοντες της απελευθέρωσης των αγορών και των ιδιωτικοποιήσεων σε διεθνές επίπεδο[32]. Η GATS αποτελείται από τρία στοιχεία: ένα γενικό πλαίσιο, το οποίο περιέχει θεμελιώδεις υποχρεώσεις που αφορούν όλα τα μέλη του ΠΟΕ, εθνικούς καταλόγους ειδικών δεσμεύσεων σχετικά με την πρόσβαση στις αγορές και, τέλος, παραρτήματα που καθορίζουν ειδικούς όρους για διάφορους τομείς. Καλύπτει όλες τις υπηρεσίες εκτός από αυτές που "παρέχονται από την κυβερνητική αρχή", η οποία όμως ερμηνεύεται εντελώς στενά και αποσκοπεί στην πλήρη εξάλειψη κάθε προστατευτικής διάκρισης στον τομέα αυτό.
Η συμφωνία στηρίζεται στην αρχή του πλέον ευνοουμένου κράτους (αρχή NPF), σύμφωνα με την οποία κάθε μέλος οφείλει να εξασφαλίζει άνευ όρων στις υπηρεσίες και τους παρόχους υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που εξασφαλίζει στις υπηρεσίες και τους παροχείς οποιουδήποτε άλλου μέλους. Τόσο αυτή, όσο και οι άλλες Συμφωνίες του ΠΟΕ υποχρεώνουν τα κράτη να επανακαθορίσουν τη νομοθεσία τους, ώστε αυτή να εναρμονιστεί με τους κανόνες που περιέχουν[33].
Αντί δηλαδή της απλής ρύθμισης των συνοριακών ανταλλαγών, η έμφαση πλέον δίδεται στην εθνική ρύθμιση, η οποία συνδέεται στενά με την αρχή της μη διάκρισης εθνικών και αλλοδαπών οικονομικών παικτών, σε ό,τι αφορά την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Ο σκοπός πλέον έγκειται στην «εναρμόνιση» των εθνικών ρυθμιστικών κανόνων ώστε να επιτευχθεί μια «οικονομική ζωή χωρίς τριβές»[34]. Η εναρμόνιση, συνεπώς, υπερακοντίζει τη μη διάκριση, προς την κατεύθυνση ενός ολοκληρωμένου συστήματος κανόνων[35].
Οι συμφωνίες του ΠΟΕ αποκλίνουν από τις συνήθεις διεθνείς συμβάσεις και πλησιάζουν δομικά και τελολογικά με τις ρυθμίσεις του κοινοτικού δικαίου , στο βαθμό που επικαθορίζουν αναλυτικά νομικές ρυθμίσεις, διαδικασίες και υποχρεώσεις των εθνικών συστημάτων των κρατών[36]. Σημαντικότατη εξέλιξη προς την κατεύθυνση αυτή απετέλεσε και η δημιουργία στο πλαίσιο του ΠΟΕ ενός δικαιοδοτικού μηχανισμού υποχρεωτικής επίλυσης διαφορών (Dispute Settlement procedures)[37], δεσμευτικού για τα κράτη-μέλη.
Σύμφωνα με το σχετικό Κανονισμό (Dispute Settlement Understanding) προβλέπεται η λειτουργία Τμημάτων (Panels)  και «Ολομέλειας» (Appellate Body) με, κατ’ουσία, πλήρεις δικαιοδοτικές αρμοδιότητες. Οι αποφάσεις που εκδίδονται είναι εξοπλισμένες με σημαντικές οικονομικές κυρώσεις κατά των παραβατών κρατών και το σύνολο της σχετικής «νομολογίας» εξειδικεύει ερμηνευτικά το περιεχόμενο των Συμφωνιών. Προβλέπεται, βεβαίως, η δυνατότητα αυθεντικής ερμηνείας από τα ίδια τα κράτη μέλη, η πρόβλεψη όμως του άρθρου ΙΧ (2) ότι για το σκοπό αυτό απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων καθιστά ανέφικτη την ρύθμιση. Έτσι, ο ΠΟΕ ουσιαστικά κατευθύνεται από τα δικαιοδοτικά του όργανα.
Οι εν λόγω συμφωνίες, λόγω της πολυπλοκότητας τους και του αριθμού των κρατών που τις έχουν κυρώσει, μετά από πολυκύμαντες διαπραγματεύσεις, είναι πολύ δύσκολο να τροποποιηθούν, ενώ προβλέπουν σημαντικές κυρώσεις για τα κράτη-παραβάτες. Θέτουν, συνεπώς, ένα θεσμικό κεκτημένο υπέρ της πλήρους απελευθέρωσης των αγορών που είναι τεχνικά σχεδόν αδύνατο να ανατραπεί[38]. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι κανόνες δικαίου που θεσπίζονται με τον τρόπο αυτό λαμβάνονται χωρίς καμιά άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση[39] και αναπαράγουν τα θέσφατα του οικονομικού φιλελευθερισμού ανασχεδιάζοντας πλήρως τα οικονομικά συντάγματα των κρατών μελών και τις αξίες που αυτά ενσωματώνουν.
Οι απολογητές του ΠΟΕ υποστηρίζουν, πρώτον, την αυξημένη αποτελεσματικότητα του νέου θεσμού ως προς την γεφύρωση (“linkage”) των «εγωϊστικών», προστατευτικών κρατικών πολιτικών, λόγω του ημιαυτόνομου χαρακτήρα του[40] και δεύτερον την δυνατότητα του να ενσωματώσει και την προστατευτική διάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Κατά έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της άποψης αυτής, τον  Ernst-Ulrich Petersmann, τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι αγορές έχουν ένα κοινό «τέλος», οργανώνοντας τον διάλογο γύρω από τις κοινωνικές αξίες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους κοινωνικούς σκοπούς. Συνεπώς, η απελευθέρωση των αγορών θα πρέπει να θεωρηθεί και αυτή θεμελιώδες δικαίωμα, εφόσον μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματική προστασία βασικών ελευθεριών και κοινωνικών δικαιωμάτων, της ελευθερίας, της ιδιοκτησίας αλλά και της υγείας.[41]
Η θέση αυτή είναι και επιστημολογικά και συνταγματικά εσφαλμένη. Όπως γράφει ο Alston, σε αντίκρουσή της, «τα δικαιώματα που έχουν ως βάση τις συμφωνίες του ΠΟΕ δεν είναι και ούτε πρέπει να θεωρούνται ανάλογα με τα θεμελιώδη δικαιώματα.  Ο σκοπός τους είναι εντελώς διαφορετικός. Τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν ως θεμέλιο την αρχή της ανθρώπινης αξίας. Τα δικαιώματα τα σχετικά με το εμπόριο αναγνωρίζονται για εργαλειακούς λόγους και (…) κατοχυρώνουν αξιώσεις για την προώθηση συγκεκριμένων οικονομικών πολιτικών.[42]
Οι συμφωνίες του ΠΟΕ ουσιαστικά διαμορφώνουν ένα νέο οικονομικό υπερεθνικό σύνταγμα, διαφορετικό από τα οικονομικά συντάγματα των Ευρωπαϊκών κρατών, το οποίο προσδίδει υπερνομοθετική ισχύ στις βασικές κατευθύνσεις του νεοφιλελευθερισμού[43]. Κατά τον Ernst-Ulrich Petersmann το υπερκρατικό αυτό οικονομικό σύνταγμα βασίζεται στις εξής καταστατικές θεμελιώδεις αρχές: χρηματοοικονομική σταθερότητα, ανοικτές αγορές, συμβατική ελευθερία[44]. Ο οιονεί συνταγματικός χαρακτήρας του Οργανισμού προκύπτει από το γεγονός ότι τα όργανα του θεωρούν δεδομένη την αρμοδιότητα τους να ελέγχουν την συμβατότητα της νομοθεσίας των κρατών μελών με τις Συμφωνίες[45].
Στο πλαίσιο αυτό θετικές διακρίσεις για λόγους ουσιαστικής ισότητας, κοινωνικά δικαιώματα, η ίδια η αρχή της οικονομικής δημοκρατίας αποτελούν πλέον προβλήματα προς άρση και όχι αποδεκτούς κανόνες των νομικών συστημάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαφορετικής λογικής των αγορακεντρικών νομικών ρυθμίσεων του ΠΟΕ και της ανθρωποκεντρικής λογικής της προστασίας των δικαιωμάτων είναι η περίφημη απόφαση «ΕΚ-Ορμόνες»[46]. Σε αυτή το δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ (Appellate Body) έκρινε ότι η απαγόρευση από κοινοτικές οδηγίες της εισαγωγής ή εμπορίας κρεάτων με ορμόνες, μολονότι δεν κατέληγε σε διάκριση μεταξύ εθνικών και αλλοδαπών παραγωγών, αποτελούσε έμμεση απαγόρευση διεθνούς εμπορίου και παραβίαση της σχετικής Απόφασης του ΠΟΕ  (Agreement on Sanitary and Phytosanitary Measures -SPS Agreement-). Σε αντίθεση με τη γενική αρχή της προφύλαξης, όπως θεμελιώνεται σε εθνικά συντάγματα, στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη Διεθνή Συνθήκη του Ρίο[47] και η οποία δεν απαιτεί την ύπαρξη πλήρους επιστημονικής βεβαιότητας αλλά απλή πιθανολόγηση κινδύνου για τη λήψη προστατευτικών για την υγεία και το περιβάλλον προληπτικών μέτρων, η απόφαση του ΠΟΕ δεν είχε βασιστεί σε επαρκή επιστημονικά δεδομένα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προσκομίσει μελέτες από όπου προέκυπτε η καρκινογενής δράση των υπό κρίση ορμονών. Οι μελέτες αυτές όμως δεν θεωρήθηκαν επαρκείς. Μάλιστα, μια από τις σχετικές αιτιολογίες του ΠΟΕ ήταν ότι, ακόμη και εάν οι σχετικές μελέτες ήταν ακριβείς, μόνον 371 γυναίκες από αυτές που ζούσαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να προσβάλλονταν από καρκίνο του στήθους, πράγμα που, κατά τον Οργανισμό, φαίνεται να αποτελεί αποδεκτά χαμηλό ανθρώπινο κόστος, σε σχέση με τον πληθυσμό τη Ευρωπαϊκής Ένωσης[48].
Η συμφωνία με τη μεγαλύτερη επιρροή στον επικαθορισμό του οικονομικού συντάγματος είναι η GATS, η οποία γενικά επιδιώκει την εξαφάνιση όλων των μέτρων που είναι αδικαιολόγητα περιοριστικοί στον τομέα των υπηρεσιών[49]. Ως «μέτρα» θεωρούνται κάθε μορφής κανόνες δικαίου ή αποφάσεις κεντρικών ή περιφερειακών κρατικών οργάνων[50] σε όλες τις υπηρεσίες όλων των κλάδων[51], που μπορεί να έχει επίδραση στο εμπόριο των υπηρεσιών.[52]
Η πρώτη βασική σχετική υποχρέωση των κρατών είναι να μην λαμβάνουν μέτρα που συνεπάγονται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση στους παρόχους υπηρεσιών[53], ακόμη και εάν τα μέτρα αυτά δεν διαφοροποιούν ευθέως μεταξύ εθνικών και αλλοδαπών παρόχων ή αποτελούν παράπλευρες συνέπειες άλλων ζωτικών κρατικών πολιτικών, όπως, για παράδειγμα, η ευνοϊκότερη μεταχείριση επιχειρήσεων της λεγόμενης κοινωνικής οικονομίας.  Ενώ η GATS δεν επιβάλει ρητά την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, στους ιδιωτικοποιημένους τομείς η πρόσβαση σε ξένους επενδυτές θα πρέπει να είναι ελεύθερη, πράγμα που καθιστά την επανακρατικοποίηση ιδιαίτερα δύσκολη[54].
Ιδιαίτερη σημασία έχει η υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο XVI σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά. Απαγορευμένα μέτρα είναι αυτά που επιβάλλουν συγκεκριμένη νομική μορφή για την άσκηση μιας δραστηριότητας, περιορίζουν τη συμμετοχή ξένων κεφαλαίων ή την ιδιωτική συμμετοχή στην άσκηση συγκεκριμένων κοινωνικών υπηρεσιών (φροντίδα παιδιών, παροχή ύδατος, κ.λ.π.), ακόμη και εάν επιβάλλονται εξίσου σε εθνικούς και αλλοδαπούς φορείς. Εάν ένα κράτος έχει κυρώσει την GATS και επιθυμεί να επιβάλλει για λόγους εξυπηρέτησης υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος κάποιους περιορισμούς, θα πρέπει να καταβάλει αποζημίωση στα άλλα κράτη μέλη της συμφωνίας,  κατά το άρθρο XXI.
Η βασική φιλοσοφία του ΠΟΕ είναι ότι οι ανοικτές αγορές, η έλλειψη διακρίσεων και ο διεθνής ανταγωνισμός στο διεθνές εμπόριο καθορίζουν την ευημερία όλων των χωρών. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, ο λόγος ύπαρξης του Οργανισμού είναι ότι οι κυβερνήσεις εμποδίζονται από πολιτικές δεσμεύσεις να αναπτύξουν πιο αποτελεσματικές εμπορικές πολιτικές, ενώ μέσω της αμοιβαίας ανταλλαγής δεσμεύσεων απελευθέρωσης αυτές οι πολιτικές δεσμεύσεις θα εξουδετερωθούν[55]. Ο ΠΟΕ, συνεπώς, αντιπροσωπεύει μιαν αντίληψη των διεθνών σχέσεων που βασίζεται όχι στην βεστφαλική ανεξαρτησία των κρατών, αλλά στην αλληλεξάρτηση τους και μάλιστα υπό το ιδεολογικό πρόσημο του νέο-φιλελευθερισμού[56].
Η επιρροή του ΠΟΕ, ειδικά σε περιόδους κρίσεων, διαπλέκεται με αυτήν του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, προς την κατεύθυνση της ευθυγράμμισης άλλων μοντέλων καπιταλισμού, όπως ο λεγόμενος «κομφουκιανός», με το κυρίαρχο αγγλοσαξονικό, νέο-φιλελεύθερο παράδειγμα. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της Ασιατικής κρίσης του τέλους της δεκαετίας του 1990, κατά την οποία οι ασιατικές κυβερνήσεις αποδέχθηκαν τον εξής συμβιβασμό: Δεν θα ιδιωτικοποιούσαν τις κομβικής σημασίας κρατικές εταιρείες, όμως θα καταργούσαν τους φραγμούς στο χρηματοοικονομικό τομέα, επιτρέποντας τις ξένες επενδύσεις σε χρεόγραφα και τη μερική εξαγορά εθνικών επιχειρηματικών ομίλων[57]. Όπως σχολίαζε ο τότε πρόεδρος της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας Α. Greenspan: «Η παρούσα κρίση θα επιταχύνει, κατά πάσα πιθανότητα, τη διάλυση σε πολλές ασιατικές χώρες των υπολειμμάτων ενός συστήματος στο οποίο υπάρχουν μεγάλοι τομείς κρατικά ελεγχόμενων επενδύσεων»[58].
Στη νέα αυτή διαμορφούμενη θεσμική γεωμετρία πολλών μεταβλητών, η επιρροή του ΠΟΕ και του κοινοτικού δικαίου, δημιουργεί ένα θεσμικό τοπίο όπου οι βασικές οικονομικές επιλογές δεν ανάγονται πλέον στην κρατική κυριαρχία[59]. Οι διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του Οργανισμού γίνονται με απόλυτη μυστικότητα, πέρα και έξω από οποιονδήποτε δημόσιο διάλογο και έλεγχο.
Πρόκειται για μια απολύτως τεχνοκρατική διακυβέρνηση, όπου η πολιτική ευθύνη έχει πλήρως απορροφηθεί από το αποπολιτικοποιημένο σύμπλεγμα τεχνοκρατών και διεθνών οιονεί δικαστηρίων, που καθόλου δεν απασχολούν τα προτάγματα της δημοκρατίας και του αυτοκαθορισμού[60].  Μάλιστα, στο περιβάλλον αυτό η δημοκρατία δεν είναι απλώς περιττή, αλλά τελικά ανεπιθύμητη, εφόσον μπορεί να βλάψει την αγορά, λόγω των περιορισμών που αναπόφευκτα επιφέρουν τα κοινωνικά δικαιώματα[61].
Έτσι, όργανα χωρίς άμεση πολιτική νομιμοποίηση και κυρίως χωρίς υποχρέωση πολιτικής λογοδοσίας παράγουν συνταγματικούς κανόνες βασισμένους όχι πλέον στον πολιτικό λόγο, αλλά στο τεχνοκρατικό, δήθεν επιστημονικό, επιχείρημα της οικονομικής αποτελεσματικότητας του νεοφιλελευθερισμοόυ.[62]  Τούτο δεν έχει απλώς ως συνέπεια τη μείωση της υποχρέωσης λογοδοσίας των εθνικών πολιτικών ηγετών έναντι των λαών τους. Ουσιαστικά μεταβάλλει αυτή καθεαυτή την υποχρέωση λογοδοσίας: δεν είναι πλέον έναντι των εκλογέων τους αλλά κυρίως έναντι των διεθνών οργανισμών υπόλογες οι κυβερνήσεις: «Όχι μόνον οι «ασύνετοι πολιτικοί» τιμωρούνται οικονομικά από τους υπερεθνικούς οργανισμούς, αλλά πλέον το διεθνικό σύνταγμα (των οργανισμών αυτών) έχει ενισχύσει τις οικονομικές κυρώσεις με τις κυρώσεις του παγκόσμιου δημόσιου δικαίου»[63].
Είναι αλήθεια ότι, αντίθετα με το κοινοτικό δίκαιο, το δίκαιο του ΠΟΕ δεν είναι άμεσης εφαρμογής[64], αν και η Ευρωπαϊκή Ένωση, με αποφάσεις του Συμβουλίου, έχει αποδεχθεί το σύνολο των σχετικών συμφωνιών, διαδραματίζοντας, μάλιστα, πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές[65]. Για το λόγο αυτό η επιρροή του ευρωπαϊκού δικαίου επί των εθνικών οικονομικών συνταγμάτων είναι ακόμη σημαντικότερη.

       Β- 2 Το ευρωπαϊκό (κοινοτικό) δίκαιο

Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες από την αρχή είχαν ένα «οικονομικό Σύνταγμα», υπό την έννοια ενός συστήματος θεμελιωδών νομικών κανόνων με υπέρτερη τυπική ισχύ  που α) οροθετεί την οικονομική διαδικασία σε σχέση με την πολιτική εξουσία και β) ρυθμίζει τα θεμιτά εθνικά όρια ως προς τη λειτουργία της κοινής αγοράς[66]. Σύμφωνα μάλιστα με το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συγκεκριμένες πτυχές του «οικονομικού Συντάγματος» δεν θα ήταν δυνατόν να αναθεωρηθούν, ακόμη και με τροποποιήσεις των Συνθηκών.
Μετά από την ένταξη μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, το ελληνικό οικονομικό σύνταγμα επικαθορίζεται έντονα από το οικονομικό σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης[67], το οποίο είναι ουσιωδώς διαφορετικό από τα εθνικά, γιατί δεν περιλαμβάνει μεταξύ των θεμελιωδών αρχών του την κοινωνική αρχή. Το εν πολλοίς νομολογιακό αυτό δημιούργημα του Δικαστηριου της Ευρωπαϊκής Ένωσης[68] έχει εύστοχα χαρακτηριστεί ως «μια τεχνική διακυβέρνησης του φιλελευθερι­σμού»[69], που στοχεύει, κυρίως, στην καθιέρωση «θεσμικών εγγυήσεων για ανοιχτές αγορές»[70]. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι, για το λόγο αυτό, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει ένα «ισχυρό οικονομικό σύνταγμα», σε αντιπαράθεση με το «ήπιο οικονομικό σύνταγμα» των επιμέρους χωρών[71]. Στην πραγματικότητα, όμως, το οικονομικό σύνταγμα της ΕΕ εμφανίζεται ως «ισχυρότερο» από αυτό των κρατών απλώς και μόνον λόγω της έλλειψης μετριασμού της φιλελεύθερης αρχής από την -απούσα στην κοινοτική τάξη- αρχή του κοινωνικού κράτους[72]. 
Η ασυμμετρία της κοινωνικής και της οικονομικής διάστασης ήταν προφανής από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων[73]. Μολονότι η Συνθήκη της Ρώμης διακρίνει θεωρητικά τους κοινωνικούς από τους οικονομικούς σκοπούς (άρθρο 2), η κοινωνική πολιτική υπήρξε πάντοτε παρακολούθημα της οικονομικής[74]. Οι όποιες κοινωνικές ρυθμίσεις, δηλαδή, χρησίμευαν απλώς για τη στήριξη της οικονομικής ολοκλήρωσης και ιδίως για την αντιμετώπιση δυσλειτουργιών που ανέκυπταν κατά την πορεία προς την “κοινή αγορά”[75]. Έτσι, παράδοξα, ακόμη και  η κοινωνική πολιτική σε επίπεδο Κοινότητας, όχι μόνον δεν αποτέλεσε ποτέ παράγοντα αμφισβήτησης ή υπέρβασης της αγοραίας διαδικασίας, όπως παραδοσιακά είχε συμβεί σε εθνικό επίπεδο, αλλά αντιθέτως συντελεί ενεργά στην διαμόρφωση και τη στερέωση της. Με άλλα λόγια, δεν είναι του τύπου “market breaking” αλλά  market making’ [76].
Όπως τονίζουν οι Ph. Alston και J.H.H. Weiler, όχι μόνο η ρητορική της Κοινότητας σπανίως βρίσκει ανταπόκριση στην πρακτική της στον κοινωνικό τομέα[77], αλλά ακόμη και η επίσημη κοινοτική jargon χρησιμοποιεί κυρίως τους όρους «κοινωνική προστασία» ή «κοινωνικό αποκλεισμό», και όχι τον όρο «κοινωνικά δικαιώματα», που έχει σαφές  ιστορικά και πυκνότερο κανονιστικά περιεχόμενο. Το κοινωνικό αυτό έλλειμμα δεν είναι «ποσοτικό», δεν οφείλεται, δηλαδή, κυρίως στην έλλειψη κοινοτικών κοινωνικών αρμοδιοτήτων (αν και είναι γεγονός ότι στα θέματα του δικαίου κοινωνικής ασφάλειας μόνον συμπληρωματικές αρμοδιότητες έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση)[78]. Το έλλειμμα είναι δομικό και ανάγεται στην διαφορετική ποιότητα των οικονομικών συνταγμάτων της Ένωσης και των Κρατών-Μελών.
Τούτο οφείλεται στο ότι η ύπαρξη ενός «Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου», συνδιαμορφωμένου όχι μόνον από τη φιλελεύθερη αρχή αλλά και από τη συνταγματική αρχή του «Κοινωνικού Κράτους», είναι πραγματικότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αποκλειστικά στο επίπεδο των Κρατών–Μελών[79]. Πρακτικά, όλα τα ευρωπαϊκά συντάγματα (με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου), ενσωματώνουν αυτή την αρχή είτε ρητώς, μέσω μια συνταγματικής ρήτρας περί «Κοινωνικού Κράτους», είτε έμμεσα, με αναγωγή στο συνολικό σύστημα της συνταγματικής τάξης και, ιδίως, σε ένα κατάλογο θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων.   Αντιθέτως, η αρχή αυτή είναι απούσα από τις Συνθήκες και το οικονομικό Σύνταγμα της Ένωσης, όπως διαμορφώθηκε από τη νομολογία του ΔΕΚ.
 Συνεπώς, στα κράτη μέλη η συνύπαρξη της φιλελεύθερης και της κοινωνικής αρχής και η αλληλεξάρτηση των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών διαμορφώνει, κατά συνταγματική επιταγή, ένα πρότυπο  «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς»,  που είναι ριζικά διαφορετικό από την κυρίαρχη σε επίπεδο ΕΕ "οικονομία ελεύθερης αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό".
Η διαφορετική αυτή ποιότητα του κοινοτικού οικονομικού συντάγματος οφείλεται στο ότι οι φιλελεύθερες αρχές των ιδρυτών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, απηχώντας τις κατευθύνσεις της σχολής του Ordoliberalismus[80], έπλασαν τις Συνθήκες[81] με θεμελιώδεις αξίες την ελευθερία του ανταγωνισμού και της αγοράς. Ο πυρήνας του οικονομικού συντάγματος αποκρυσταλλώθηκε μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (άρθρα 3Α και 102Α ΣυνθΕΕ, 4 και 98 ΣυνθΕΚ)  ως "οικονομία ελεύθερης αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό", και περιλαμβάνει κυρίως τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες μετακίνησης, την αρχή του ανόθευτου ανταγωνισμού και τους κανόνες για την οικονομική και νομισματική  ένωση[82].
 Η συνταγματική αυτή αντινομία των οικονομικών συνταγμάτων κρατών-μελών και Ευρωπαϊκής Ένωσης  δεν συνεπάγεται μόνον την πρωτοκαθεδρία του οικονομικού έναντι του κοινωνικού στοιχείου σε ό,τι αφορά τις κοινοτικές πολιτικές. Έχει έντονες αποδομητικές επιδράσεις στα εθνικά κράτη πρόνοιας. Τα Κράτη–Μέλη έχουν, πλέον, περιορισμένο δικαίωμα να λάβουν παρεμβατικά μέτρα και τούτο μόνον σε τομείς της μη αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ και εφόσον δεν έρχονται σε σύγκρουση με την ελευθερία του ανταγωνισμού[83]. (Ρητές προβλέψεις της Συνθήκης, όπως τα άρθρα 30, 39§3-4, 46 και 86§2,  επιτρέπουν ανάλογες εξαιρέσεις για την προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας ή υγείας, ή για δραστηριότητες σχετικές με δημόσιες υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος[84], υπό τον έλεγχο, πάντως, των αρχών της  αναγκαιότητας και αναλογικότητας.).
Συνεπώς, η επιρροή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επιβάλει μία αλλαγή παραδείγματος στη σχέση αγοράς, κράτους και κοινωνικής πολιτικής, η οποία μεταμορφώνει ριζικά τη φυσιογνωμία και των εθνικών κρατών πρόνοιας, επιβάλλοντας ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπεται από τους κανόνες ανταγωνισμού και όχι τους κανόνες αλληλεγγύης. Οι επιπτώσεις στο «κεϋνσιανό δυναμικό» των κρατών μελών[85] εντείνονται ακόμη περισσότερο από τη δημοσιονομική πίεση των κριτηρίων του Συμφώνου Σταθερότητας, στο πλαίσιο και των γενικότερων τάσεων που διαμορφώνει η παγκοσμιοποίηση για τον επαναπροσδιορισμό των ορίων και των σκοπών της κοινωνικής πολιτικής[86].
Ο έντονος αυτός ερμηνευτικός επικαθορισμός δεν επέρχεται μόνον απευθείας από την εφαρμογή των ρυθμίσεων του κοινοτικού δικαίου, αλλά και από μια νέα ανάγνωση των εθνικών συνταγματικών κανόνων υπό το φως του κοινοτικού δικαίου και ιδίως των αρχών του ανταγωνισμού στην οποία προβαίνει ο εθνικός δικαστής. Για παράδειγμα, ήδη διαπιστώνεται στη νομολογία του Συμβουλίου τη Επικρατείας μια τάση μεγαλύτερου ελέγχου του κρατικού παρεμβατισμού, από ότι στην παλαιότερη νομολογία[87].
Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη, όπως, άλλωστε, και η Συνθήκη για τη Θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης (στο εξής Συνταγματική Συνθήκη), της οποίας επαναλαμβάνει τη μεγάλη πλειονότητα των ρυθμίσεων, δεν επιφέρει καμιά ουσιαστική αλλαγή στο οικονομικό σύνταγμα της Ένωσης. Ειδικότερα, όπως και η Συνταγματική Συνθήκη (άρθρο Ι-3 παρ. 3) έτσι και η Μεταρρυθμιστική  Συνθήκη περιλαμβάνει (στο νέο άρθρο 2 παράγραφος 3 ΣυνθΕΚ). στους στόχους της Ένωσης «την άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς[88]». Η διατύπωση αυτή αποτελεί κατά το δεύτερο ήμισυ της φραστική πρόοδο σε σχέση με την αντίστοιχη της Συνθήκης του Μάαστριχτ («οικονομία ελεύθερης αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό»).
Οι υποθέσεις Viking[89] και Laval[90] (όπως και οι Rüffert[91] και  Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου[92] που τις ακολούθησαν) αποτελούν τις πιο ακραίες πρόσφατες αποφάσεις του ΔΕΚ που επιβεβαιώνουν στον υπερθετικό βαθμό την αποδομητική επίδραση της νομολογίας του επί των εργασιακών δικαιωμάτων[93]. Και στις δύο υποθέσεις, συνδικαλιστικές οργανώσεις ανάλαβαν συλλογική δράση σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να εξασφαλίσουν την προστασία που τους παρείχε η εθνική κοινωνική νομοθεσία. Ωστόσο, τα εθνικά εργασιακά δικαιώματα, τα οποία απολαύουν συνταγματικής προστασίας στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και υιοθετούνται ρητώς στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, θεωρήθηκαν από το Δικαστήριο ότι περιορίζουν ανεπίτρεπτα την αρχή της ελεύθερης εγκατάστασης -άρθρο 43 ΕΚ- (στην υπόθεση Viking) ή την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών -άρθρο 49- (στην υπόθεση Laval).
Πρέπει, τέλος, να υπογραμμιστεί ότι η σοβούσα κρίση ανέδειξε το εγγενές διαρθρωτικό πρόβλημα της ΟΝΕ και της επιρροής της στην πραγματική οικονομία: Η νομισματική ενοποίηση δεν συνοδεύθηκε από μηχανισμούς οικονομικής ενοποίησης, που να επιτρέπουν ανακύκλωση πλεονασμάτων  και άλλα διαρθρωτικά μέσα παρεμβατικής πολιτικής υπέρ των φτωχότερων κρατών. Έτσι, ο εύκολος δανεισμός των χωρών του νότου με όρους και επιτόκια όμοιους με αυτούς των πλουσιότερων χωρών τόνωσε προσωρινά την εγχώρια ζήτηση και κατανάλωση, διευρύνοντας όμως υπέρογκα το ισοζύγιο συναλλαγών, εφόσον με τον τρόπο αυτό αυξάνονταν δυσανάλογα οι εισαγωγές, ιδίως καταναλωτικών προϊόντων. Αυτό συνδυάστηκε με μια πολιτική συγκράτησης των μισθών και σχετικά υψηλών επιτοκίων στη Γερμανία, που κρατούσε χαμηλά τον πληθωρισμό και βελτίωνε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγικών προϊόντων. Με τον τρόπο αυτό τα ελλείμματα του νότου χρηματοδοτούν την ανάπτυξη του βορρά. Υπό την παρούσα κατάσταση, λοιπόν, είναι αναπόφευκτη η μετακίνηση πλούτου από τις λιγότερο προς τις περισσότερο παραγωγικές χώρες, με το Ευρώ να αποτελεί βρόγχο ασφυξίας για κράτη με μειωμένη ανταγωνιστικότητα, όπως αυτά της περιφέρειας.
Η συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού ως μοναδική ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική που επιβλήθηκε με τη Συνθήκη του Μάστριχτ επιχειρείται να συμπληρωθεί με τη γερμανικής έμπνευσης ρήτρα του δημοσιονομικού κανόνα, που κατατέθηκε στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 4ης  Φεβρουαρίου 2011. Κατά την πρόβλεψη αυτή τα εθνικά κράτη θα πρέπει να κατοχυρώσουν σε συνταγματικό επίπεδο την υποχρέωση να τηρούν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς ή, εν πάση περιπτώσει, να συντηρούν το έλλειμμά τους κάτω από το όριο του 3%. Η πρόταση αυτή υποκριτικά αποκρύπτει το γεγονός ότι τα ελλείμματα των περιφερειακών χωρών ανταποκρίνονται ακριβώς στα πλεονάσματα των χωρών του κέντρου, που επωφελήθηκαν πλήρως από το οικονομικό πλαίσιο της ΟΝΕ[94]. Εάν υιοθετηθεί, θα έχει μηδενική επιρροή ως προς την διαμόρφωση του χρέους και των ελλειμμάτων, αλλά ιδιαίτερα αρνητική επίδραση στη φυσιογνωμία των ευρωπαϊκών κοινωνικών κρατών, που θα πρέπει να μειώσουν ακόμη περαιτέρω τις δαπάνες των συστημάτων κοινωνικής προστασίας.
Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι  επιρροή του ευρωπαϊκού δικαίου, αν και καθοριστική, δεν αρκεί για την πλήρη αλλαγή πολιτειολογικού παραδείγματος και την εγκατάλειψη του κοινωνικού κράτους. Υποστηρίζεται, βεβαίως, ότι «οι συνταγματικοί σκοποί της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφομοιώνουν και τελικώς υποκαθιστούν τους υποβαθμισμένους εθνικούς συνταγματικούς σκοπούς, (με  συνέπεια) η συνοχή της εθνικής συνταγματικής τάξης, (να) βρίσκεται σε διαρκή αποδόμηση[95]
Και όμως, η αναπόφευκτη από την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση «ερμηνεία του ελληνικού οικονομικού Συντάγματος υπό το φως του κοινοτικού δικαίου»[96] δεν μπορεί να φτάσει ως το σημείο να καταργήσει τη θεμελιώδη αρχή του κοινωνικού κράτους ή βασικά θεμελιώδη συστατικά του οικονομικού συντάγματος, όπως τα κοινωνικά δικαιώματα. Κάτι τέτοιο θα ήταν ευθέως αντίθετο στη δημοκρατική αρχή, που επιβάλει ο επαναπροσδιορισμός των κρατικών θεμελιωδών αρχών να ανάγεται, τελικά, σε απόφαση του κυρίαρχου Λαού. Συναφώς, η σημαντική απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου για τη Συνθήκη της Λισαβόνας, ρητά θέτει ως όρια της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου το σεβασμό των θεμελιωδών αρχών των εθνικών εννόμων τάξεων και ιδίως της κοινωνικής αρχής[97].
Συνεπώς, εάν υποτεθεί ότι υπάρχουν αναχρονιστικές πλευρές του ελληνικού οικονομικού συντάγματος αυτές θα πρέπει να τροποποιηθούν στο πλαίσιο της αναθεωρητικής λειτουργίας. Και τούτο γιατί είναι μεν αληθές ότι τα όρια κάθε μεταρρύθμισης δεν είναι νομικά – συνταγματικά, αλλά πολιτικά και ιδεολογικά[98], η χάραξη και υλοποίηση της όμως αναγκαστικά περνά μέσα από τη μήτρα των νομικών θεσμών. 

Γ- Η κυριαρχία σε συνθήκες κρίσης


Η κρατική κυριαρχία, η οποία βρίσκεται σε έκλειψη υπό «ομαλές» συνθήκες οικονομικής ζωής, τείνει να γίνει φάντασμα στις περιπτώσεις οξείας οικονομικής κρίσης, ιδίως για τις μικρότερες χώρες. Ήδη από την εποχή του Breton Woods, με επιμονή των ΗΠΑ και παρά την αντίδραση των Ευρωπαϊκών και των Λατινοαμερικανικών κρατών, συμπεριλήφθηκε στα Articles of Agreement, στο Καταστατικό δηλαδή του ΔΝΤ η αρχή της αιρεσιμότητας (conditionality): αυτή επιβάλλει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση χρέους τη συμμόρφωση της δανείστριας χώρας προς ένα οικονομικό πρόγραμμα χρηματοικονομικής σταθερότητας που υπαγορεύει το ΔΝΤ[99].
Με τον τρόπο αυτό οι δανείστριες χώρες εκχωρούν ένα μεγάλο τμήμα της οικονομικής τους κυριαρχίας στον εν λόγω οργανισμό, ο οποίος, ιδίως από την δεκαετία του 1980 και εντεύθεν, αποτελεί τη βασική έκφραση του νέο-φιλελευθερισμού σε διεθνές επίπεδο. Η επικυριαρχία της Σχολής του Σικάγου συνοψίζεται εμβληματικά στη λεγόμενη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον»[100], ως μια συνταγή πολιτικών που αποτελεί «έναν κοινό πυρήνα σοφίας που τον ασπάζονται όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι[101] και συνεπάγεται μια σειρά «θεσμικών αναδιαρθρώσεων: Ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση, απελευθέρωση των αγορών και μείωση των δημοσίων και κοινωνικών δαπανών και των σχετικών παροχών θεωρούνται ως αναγκαίος όρος για την τόνωση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας. Αυτές οι πολιτικές αποτυπώθηκαν σε ένα πλήρες πρόγραμμα «διαρθρωτικής  προσαρμογής» το 1983 και έκτοτε εφαρμόζονται απαρέγκλιτα από το ΔΝΤ, παρά τις συνεχείς αποτυχίες στην εφαρμογή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο Σόρος έχει αποκαλέσει τη νεοφιλελεύθερη αυτή συνταγή «φονταμενταλισμό της αγοράς»[102].
Στο πλαίσιο της σοβούσας κρίσης η χώρα μας, δεν αντιμετωπίζει απλώς την αμφισβήτηση του κοινωνικού κράτους από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις του νέο-φιλελευθερισμού, αλλά την ίδια την οικονομική και πολιτική της επιβίωση ως ανεξάρτητης και κυρίαρχης χώρας. Επιχειρείται να θεσπιστεί ένα πραγματικό «παρασύνταγμα»[103] το οποίο δικαιολογεί απολύτως τον ισχυρισμό του Κουκιάδη ότι επιχειρείται να επιβληθεί «δίκαιο κατεχόμενης χώρας»[104]. Η ιδεολογική ψιμυθίωση της απόπειρας αυτής έγκειται στην προβολή του επιχειρήματος ότι έτσι θα προωθηθούν οι αναγκαίες «θεσμικές αναδιαρθρώσεις» που θα βάλουν τέλος στο πελατειακό κράτος:
«Οι Έλληνες που ενδιαφέρονται πραγματικά για μεταρρυθμίσεις, βλέπουν στην κρίση μία ευκαιρία για να επαναφέρουν τη χώρα στον ίσιο δρόμο. Πλέκουν κρυφά το εγκώμιο των ξένων που σφίγγουν τα λουριά των βουλευτών τους», έγραφε πρόσφατα ο Economist[105]. Κρυφά, βεβαίως, ψιθυρίζεται και στον κύκλο των συνταγματολόγων το επιχείρημα αυτό, μια που αποτελεί, ακραίο δείγμα εθελοδουλίας. Δεν μπορεί να γίνει συζήτηση σε επίπεδο συνταγματικού δικαίου με το επιχείρημα αυτό, γιατί η προβολή του και μόνον συνιστά άρνηση της δημοκρατικής αρχής και του αυτοπροσδιορισμού, που αποτελούν θεμέλιο του σύγχρονου συνταγματισμού. Επί του πραγματικού, περιορίζομαι να αναφέρω το αυτονόητο: η ουσία των πολιτικών του μνημονίου και των θεσμικών αναδιαρθρώσεων δεν αφορά το (αναντίρρητα αναγκαίο) συμμάζεμα του πελατειακού κράτους, αλλά την άρδην ανατροπή των θεμελίων του κοινωνικού κράτους και την απορρύθμιση του εργατικού δικαίου.
Το απόλυτο όπλο φόβου, πάντως, για όσους επιδιώκουν να εμφανίσουν τις πολιτικές του μνημονίου ως μονόδρομο στην κρίση είναι το φάσμα της χρεοκοπίας.  Από νομική άποψη, όμως, τα κράτη δεν χρεοκοπούν όπως οι ιδιωτικές εταιρείες. Δεν ρευστοποιείται η περιουσία τους με την παρέμβαση κάποιου διεθνούς δικαστικού επιμελητή, ούτε παύουν να υπάρχουν στο νομικό κόσμο, επειδή δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τα χρέη τους.[106] Όταν αδυνατούν να ανταποκριθούν ταυτόχρονα στις απαιτήσεις των πιστωτών τους και στην ανάγκη να ικανοποιήσουν τις βασικές κοινωνικές λειτουργίες που επιτελούν, έχουν διάφορες εναλλακτικές εκδοχές για να επαναδιαπραγματευτούν ή και να διαγράψουν μονομερώς το χρέος τους. Συνολικά, από το 1956 έως το 2006 συνάφθηκαν περίπου 400 συμφωνίες διαχείρισης ή αναδιάρθρωσης χρέους από 81 οφειλέτριες χώρες. Το συνολικό ύψος των ανεξόφλητων χρεών που αποτέλεσαν αντικείμενο του διακανονισμού ανέρχεται σε 523 δισεκατομμύρια δολάρια[107].
Από πλευράς διεθνούς δικαίου, δύο είναι οι βασικές άμυνες που μπορούν να προβάλλουν οι οφειλέτιδες χώρες: η επίκληση «κατάστασης ανάγκης» και η απόκρουση του «ανομιμοποίητου» ή «επονείδιστου» χρέους (odious debt). Την πρώτη είχε επικαλεστεί ενώπιον του Μόνιμου Διεθνούς Δικαστηρίου το 1938, μετά την πτώχευση του 1934, ο εκπρόσωπος του Ελληνικού Κράτους με την εξής επιχειρηματολογία: «Όταν τα κράτη βαρύνονται με υποχρεώσεις έναντι των οφειλετών τους, τις οποίες δεν μπορούν να εκπληρώσουν παράλληλα με τις υποχρεώσεις τους έναντι του λαού τους, είναι υποχρεωμένα να ικανοποιήσουν κατά προτεραιότητα τις βασικές κοινωνικές ανάγκες, έστω και με βλάβη των πιστωτών»[108]. Ανάλογη είναι και η θέση του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου των ΗΕ: “το πρώτο καθήκον (του κράτους) είναι απέναντι στον εαυτό του. Η επιβίωση του αποτελεί πρωταρχικό στόχο. Τα έσοδα του ορθά αφιερώνονται στον σκοπό αυτό”[109]. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για εφαρμογή της γνωστής αρχής του ρωμαϊκού δικαίου salus populi suprema lex est, που διατρέχει όλους τους δικαιικούς κλάδους[110].
Η περίπτωση της επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους της Αργεντινής εντάσσεται σε αυτό το νομικο-πολιτικό πλαίσιο. Μετά από μια απέλπιδα προσπάθεια, ανάλογη με αυτήν της χώρας μας, να ικανοποιήσει τους δανειστές της και στη συνέχεια της πλήρους αποτυχίας των σχετικών προγραμμάτων του ΔΝΤ[111], εξέδωσε την πράξη 25.561 της 6ης Ιανουαρίου 2002 για την κήρυξη κατάστασης «έκτακτης ανάγκης στην κοινωνική, οικονομική, διοικητική, οικονομική και συναλλαγματική πολιτική».  Στη συνέχεια, με το Διάταγμα 256/2002 της 6ης Φεβρουαρίου του 2002 ανεστάλη η πληρωμή του εξωτερικού χρέους, με σκοπό την επαναδιαπράγματευση και την αναδιάρθρωση του. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά διαγράφηκαν τα δύο τρίτα του αργεντινού χρέους[112].
Παρά την κριτική που ασκήθηκε εναντίον τους από μεγάλο τμήμα της αμερικανικής, ιδίως, θεωρίας[113], οι εν λόγω πράξεις κρίθηκαν σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο από εθνικά και διεθνή δικαστήρια[114]. Για παράδειγμα, το Διεθνές Κέντρο για την Διευθέτηση Επενδυτικών Διαφορών (International Centre for Settlement of Investment DisputesICSID-) το οποίο αποτελεί διαιτητικό/δικαιοδοτικό όργανο της Παγκόσμιας Τράπεζας, σε πρόσφατες αποφάσεις  του 2010 δέχθηκε ότι η τελευταία μπορούσε να επικαλεστεί κατάσταση ανάγκης για την περίοδο 2001 έως 2003 ως λόγο καταγγελίας σχετικής διμερούς συνθήκης με δανειστές της[115].
Το ιταλικό ακυρωτικό έκρινε, επίσης,  ότι η εν λόγω πράξη αποτελούσε άσκηση κυριαρχικής αρμοδιότητας και ότι τα συμφέροντα της οργανωμένης από το κράτος κοινότητας έχουν απόλυτο προβάδισμα έναντι αντίθετων συμφερόντων, πράγμα που αποκλείει τον νομικό τους έλεγχο από αλλοδαπά δικαστήρια, ως acta iure imperii[116]. Και το γερμανικό ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υφίσταται υποχρέωση του γερμανικού κράτους για προστασία δικαιωμάτων πολιτών του (Schutzpflicht) που πλήττονταν από την εν λόγω πράξη[117].
Το πότε ένα χρέος καθίσταται «επονείδιστο» δεν αποτελεί αντικείμενο ομοφωνίας στο διεθνές δίκαιο. Άλλοι θεωρητικοί θέτουν ως αναγκαία προϋπόθεση το δάνειο να έχει συναφθεί από ένα μη δημοκρατικό καθεστώς, προς αποκλειστικό όφελος των αυταρχών του, άλλοτε υποστηρίζεται ότι το γεγονός και μόνον ότι οι τράπεζες ή οι διεθνείς δανειστές ήταν συνυπεύθυνοι για την διόγκωσή του (με την επιβολή, π.χ., υπέρογκων επιτοκίων), νομιμοποιεί την επαναδιαπραγμάτευση του, ιδίως εάν υφίσταται αδυναμία αποπληρωμής χωρίς σοβαρές κοινωνικές συνέπειες[118].
Η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους του Ισημερινού αποτελεί το βασικό παράδειγμα εφαρμογής της θεωρίας αυτής στην πράξη. Ο Πρόεδρος Κορέα συγκρότησε το 2007 μια Διεθνή Επιτροπή Εξέτασης του Δημόσιου Χρέους, «με σκοπό την διερεύνηση της νομιμότητας, νομιμοποίησης, διαφάνειας, ποιότητας και αποτελεσματικότητας του»[119], η οποία στην από 20/11/2008 Έκθεση της διαπίστωσε μια σειρά παρανομιών και παραβάσεων[120]. Βάσει των πορισμάτων της Έκθεσης, ο Κορέα σταμάτησε την πληρωμή των κρατικών ομολόγων του έτους 2012 τον Δεκέμβριο του 2008 και των κρατικών ομολόγων του 2030 τον Φεβρουάριο του 2009. Ήταν η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία όπου ένα κράτος διέγραψε μονομερώς δημόσιο χρέος χωρίς να επικαλεστεί κατάσταση ανάγκης που να επιβάλει την επαναδιαπραγμάτευση του[121]. Ήδη, κατόπιν συμφωνίας με τους δανειστές του, ο Ισημερινός έχει εξαγοράσει ένα μεγάλο τμήμα του χρέους στο 30% μόλις της αρχικής του τιμής[122].

Συμπερασματικά: Κυριαρχία και δημοκρατία


Στο πλαίσιο του σύγχρονου συνταγματισμού, η πρωταρχική ρύθμιση της αγοράς μέσω των συνταγματικών κανόνων δεν σημαίνει απλώς την υποταγή του οικονομικού στοιχείου στο πολιτικό. Σηματοδοτεί, πρωτίστως, την καθιέρωση της δημοκρατικής αρχής ως υπέρτατου κανόνα της συγκρότησης και των δύο αυτών υποσυστημάτων (πολιτικού και οικονομικού) της κοινωνικής συμβίωσης. Το φιλελεύθερο σύνθημα «no taxation without representation» δεν συνιστά μόνον κανόνα σχετικό με την πολιτική αντιπροσώπευση, αλλά και κατευθυντήρια αρχή για την ρύθμιση των οικονομικών θεμάτων με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις βασικές πολιτικές συναινέσεις της κοινωνίας.
Οι θεμελιώδεις αρχές του οικονομικού συντάγματος ενσωματώνουν έτσι εκείνες τις αξίες και αρχές, που, για να δανειστούμε την ορολογία του Rawls[123], συνιστούν την ελάχιστη “επικαλύπτουσα συναίνεση” («overlapping consensus»)  που, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές αφετηρίες ή την ταξική ένταξη του καθενός εξασφαλίζει την οργάνωση της δημόσιας εξουσίας με τους λιγότερους κλυδωνισμούς για την κοινωνική συνοχή.  Συνεπώς, όπως η γυμνή πολιτική ισχύς οροθετείται και νομιμοποιείται από τις «πολιτικές» ρυθμίσεις του Συντάγματος, έτσι και οι «οικονομικές» του διατάξεις θέτουν ένα αντίστοιχο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις σχέσεις κράτους-αγοράς και πολίτη. Μόνον οι απολογητές της γυμνής και αδιαμεσολάβητης δύναμης, πολιτικής ή οικονομικής, μπορούν να αδιαφορούν για το τι λέει το Σύνταγμα.
Και αυτό όχι μόνον για λόγους υπεράσπισης της δημοκρατικής αρχής, αλλά και για λόγους αποτελεσματικότητας. Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται ευρείες κοινωνικές συναινέσεις.  Μόνο εάν γίνουν με σεβασμό του Συντάγματος (προφανώς, αν χρειάζεται, και με αναθεώρηση του[124]) μπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαία νομιμοποίηση, που είναι όρος της αποτελεσματικής εφαρμογής τους. Η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους δεν αποτελεί απλώς εκδήλωση συνταγματικού πατριωτισμού, αλλά αναγκαιότητα υπεράσπισης των κατακτήσεων του εργατικού και του λαϊκού κινήματος τους δύο τελευταίους αιώνες.  







[1] Μία εκδοχή του άρθρου αυτού αποτελεί τη συμβολη του συγγραφέα στον υπό έκδοση Τιμητικό Τόμο προς τιμή του καθηγητή Γ. Παπαδημητρίου.
[2] Γίνεται λόγος για «ημι-κυρίαρχα κράτη» ‘semi-sovereign states’: P. Katzenstein, Policy and Politics in West Germany: The growth of semisovereign state, Philadelpiha, Temple University Press, 1987.
[3] Για την έννοια του πλασματικού κεφαλαίου βλ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Κεφάλαιο 32 του ΙΙΙ τόμου.
[4] Γκ. Μπράουν, Πέρα από το κραχ, εκδ. Πεδίο, Αθήνα, 2011.
[5] Βλ. σχετικά, αντί άλλων, Ά. Μπλούντεν Πλασματικό Κεφάλαιο , Μαρξιστική Σκέψη no.1 2011, σελ. 174-180, σ. 178.Ibidem.
  Βλ. ενδεικτικά Hirsch J., From the Fordist to the Post-Fordist State, in Jessop B. et al., The politics of flexibility, Ed. Elgar, Aldershot and Vermont,  1991, σ. 67 κε.
[7] Βλ., αντί άλλων, Γ. Κατρούγκαλου, Κράτος, Διοίκηση και Δίκαιο στη μεταμοντέρνα κατάσταση, σε «Κράτος, Νόμος, Διοίκηση, Σύμμεικτα Επ. Σπηλιωτόπουλου», Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000, προδημοσιευμένο σε  ΝοΒ 1996, σελ. 921-943
[8] Streeck, W., (1996) ‘Neo-Voluntarism: A new European Social Regime?’ in F. Snyder (Ed.) Constitutional Dimensions of European Economic Integration, London: Kluwer Law International, 229-268, p. 232.
[9] Ο όρος προτάθηκε από τον I. Pernice, Multilevel constitutionalism in the European Union”, ELRev. 2002.511, πρβλ. και N. Walker, Multilevel Constitutionalism: Looking Beyond the German Debate, LEQS Paper No. 8, Edinbourg, 2009, Γ. Δημητρόπουλο, Παγκόσμιο Διοικητικό Δίκαιο και Παγκόσμια Δικαιοσύνη, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009.
[10] Πρβλ. τον Γ. Κασιμάτη, Αρχή επικουρικότητος, Αθήνα, 1974, σ. 143.
[11]Ετσι ο Γ. Κασιμάτης, Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, Α, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1985,σ. 61
[12] Βλ. Α. Στεργίου, Η συνταγματική κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 23, με παραπομπή στον Χ. Ανθόπουλο, Το πρόβλημα της λειτουργικής δέσμευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων εν όψει του άρθρου 25 παρ. 2, 3 και 4 του Συντάγματος, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 105 κ.ε., που κάνει λόγο για γενική ratio των κοινωνικών δικαιωμάτων. Οπως όμως προαναφέρθηκε παραπάνω, όλα τα δικαιώματα κατοχυρώνονται ως αυτοσκοπός και όχι σε εξάρτηση με κάποια αρχική αιτία ή έναν τελικό σκοπό. Επομένως, όπως και η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας δεν αποτελεί τη ratio των ατομικών δικαιωμάτων, έτσι και το κοινωνικό κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παίζει ένα τέτοιο ρόλο ως προς τα κοινωνικά.
[13] Πρβλ. BVerfGE 1, 97 (105),    6,32  (41).
[14] Βλ. ενδεικτικά BVerfGE 13, 377 (381).
[15] Ο P. Badura προτείνει ένα ευρύτερο ορισμό του οικονομικού Συντάγματος, που περιλαμβάνει το σύνολο των κανόνων δικαίου που καθορίζουν την οργάνωση και την πορεία της οικονομικής διαδικασίας, ανεξάρτητα από την τυπική ισχύ τους. (P. Badura, Θεμελιώδη προβλήματα του οικονομικού συνταγματικού δικαίου, 24 ΝοΒ 1976, σ. 833επ, ιδίως σ. 834-835).
[16]R. Herzog, in Maunz-Duerig Kommentar, Art. 20,Ι 18 Lfg. αρ. 60-62, σ. 323-324. Βλ. ακόμη, R. Herzog, Soziale Marktwirtschaft-Verfassungsgebot oder politische Beliebigkeit? in O. Franz (Ed.) Die Zukunft der Bundesrepublik Deutschland, 1975, ιδίως σ. 109 κ.ε
[17]Πρβλ. και το αναθεωρημένο άρθρο 109 του ΘΝ που απετέλεσε την βάση -Globalsteuerungsintrumentarium- της παρεμβατικής δημοσιονομικής πολιτικής.
[18]Βλ. ιδίως την απόφαση BVerfGE 4, 7 (17) για τις επενδύσεις, πρβλ. την BVerfGE 50, 290 (337).  Παρ'όλα αυτά αναφορές σε κοινωνικές υποχρεώσεις του κράτους στον τομέα της οικονομίας υπάρχουν σε πολλές αποφάσεις του BVerfG, βλ. π.χ. τις  BVerfGE 12, 369, BVerfGE 13, 346 BVerfGE 13, 11, BVerfGE 14, 283, πρβλ. Α. Γέροντα, Διοικητικό οικονομικό δίκαιο, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1985, σ. 121 κ.ε.
[19] Ο Ε. Βενιζέλος (Ορια της αναθεώρησης του Συντάγματος, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1984 σ. 167 κ.ε.) κάνει λόγο για «αρχαϊκό πυρήνα» του Συντάγματος.
[20] Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται ο λειτουργικός περιορισμός της ιδιοκτησίας, που δεν μπορεί να ασκείται σε βάρος του γενικού συμφέροντος.
[21] Βλ. αντί άλλων, Kl. Stern, Das Staatsrecht der Bundesrepublik Deutschland, 1977, τ. I, σ. 677.
[22] Βλ. την κλασική ανάλυση του H.C. Nipperdey, Soziale Marktwirtschaft und Grundgesetz, Köln, Berlin, München, 1965.
[23] Ο Γ. Κουκιάδης (Εργατικό δίκαιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις και κοινωνική πολιτική, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1984, σ. 39-40) γράφει ότι το ελληνικό Σύνταγμα καθιερώνει «σύστημα ημικοινωνικοποιημένης οικονομίας με ευρύτατατες δυνατότητες εξέλιξης». Ανάλογα ο Γ. Λεβέντης, σ. 87, πρβλ. και του ίδιου, Τα κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη, ΤοΣ 1976.136.
[24]Α. Τάχος, Διοικητικόν οικονομικόν δίκαιον, ό.π., σ. 105.
[25] Για τα όρια που τίθενται στη στοχοθεσία της κοινωνικής πολιτικής από το οικονομικό σύστημα της αγοράς και το δικαίωμα ιδιοκτησίας βλ., αντί άλλων, Δ. Τραυλό-Τζανετάτο, Εργατικό δίκαιο και βιομηχανική κοινωνία, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1977, σ. 126-127, Ε. Βenda, Das sozialstaatliche System der Βundesrepublik Deutschland und seine Grenzen, ΖfSh/SGΒ, 1984, σ. 1 κ.ε.
[26] W. Brown, ‘Why Private Business Should Support the ITO’ xxii Dept State Bull, 1950, 132, emphasis added.
[27] Βλ. αντί άλλων, E.-U. Petersmann, International Trade Law and the GATT/WTO Dispute Settlement System 1948–1996: An Introduction, in E.-U. Petersmann(Εδ.) International Trade Law and the GATT/WTO Dispute Settlement System, 1997.5
[28] Robert Howse, ‘Democracy, Science, and Free Trade’ (2000) 98 Michigan Law Review 2329, 2332.
[29] Agreement on Trade-Related Aspects of Intellectual Property Rights του 1994, σε World Trade Organization, The Legal Texts: The Results of the Uruguay Round of Multilateral Trade Negotiations, 1999, σ. 321.
[30] General Agreement on Trade in Services, σε World Trade Organization, ό.π., σ.  284.
[31] Agreement on Trade-Related Investment Measures, σε World Trade Organization, ό.π., σ.  143.
[32] Agreement Establishing the World Trade Organisation, σε World Trade Organization, ό.π., σ. 3.
[33] Agreement Establishing the World Trade Organization, Art XVI:4: ‘Each Member shall ensure the conformity of its laws, regulations and administrative procedures with its obligations as provided in the annexed Agreements’.
[34] David Kennedy, ‘Laws and Developments’ in John Hatchard and Amanda Perry-Kessaris, Law and Development: Facing Complexity in the 21st Century, 2003, 17, 24.
[35] Πρβλ. A. Orford, Trade, Human Rights and the Economy of Sacrifice, ibidem.
[36] P. Holmes, ‘The WTO and the EU : Some Constitutional Comparison’s in G De Burca and J Scott (eds), The EU and the WTO :Legal and Constitutiona; Issues (Hart Publishing, Oxford), 2001, 79
[37] Βλ. σχετικά  J.H.H. Weiler, The Rule of Lawyers and the Ethos of Diplomats: Reflections on the Internal and External Legitimacy of WTO Dispute Settlement Harvard Jean Monnet Working Paper 09/00, Harvard, 2000, A. Reich, From Diplomacy to Law: The Juridicization of International Trade Relations, 17 Nw. J. Int'l L. & Bus. 1997.775. E. Vermulst, B. Driessen, An Overview of the WTO Dispute Settlement System and its Relationship with the Uruguay Round Agreements, 29 J. World Trade 1995.131, A. Kupfer Schneider, Getting Along: The Evolution of Dispute Resolution Regimes in International Trade Organizations, 20 MICH. J. INT'L L. 1999.697, A. Stone Sweet, Judicialization and the Construction of Governance, COMP. POL. STUD.1999, 31.
[38] Βλ., αντί άλλων,  R. Howse, ‘From Politics to Technocracy – and Back Again: The Fate of the Multilateral Trading Regime’ 96 American Journal of International Law 94, 2002.107.
[39] Βλ. σχετικά A. Orford, Trade, Human Rights and the Economy of Sacrifice, Jean Monnet Working Paper 03/04, Harvard, 2003, S. George, ‘Globalizing Rights?’ in Matthew J Gibney (ed), Globalizing Rights, Oxford University Press, Oxford, 2003, 15, 23-4, N. Chomsky, ‘“Recovering Rights: A Crooked Path’ στο ίδιο, 45, 80, πρβλ. J H H Weiler, ‘The Rule of Lawyers and the Ethos of Diplomats’, 35 Journal of World Trade 2001.191.
[40] Βλ, αντί άλλων, J. E Alvarez, ‘The WTO as Linkage Machine’ () 96 American Journal of International law 2002.146
[41] E.-U. Petersmann, ‘Time for a United Nations “Global Compact” for Integrating Human Rights into the Law of Worldwide Organizations: Lessons from European Integration’  13 European Journal of International Law 2002.621, 626 κ.ε..
[42] Ph. Alston, ‘Resisting the Merger and Acquisition of Human Rights by Trade Law: A Reply to Petersmann’ (13 European Journal of International Law 2002.815, 826 κ.ε., 842 κ.ε..
[43] Βλ, αντί άλλων, D. Nicol, The Constitutional Protection of Capitalism, Hart Publishing, Oxford and Portland, Oregon, 2010, D. Cass, The Constitutionalization of the World Trade Organisation (Oxford University Press, Oxford, 2005.
[44] E.-U. Petersmann, ibidem, σ.  88.
[45] WTO Panel Report, US Section 301 Trade Act. paras 7.86-7.
[46]  Appellate Body Report, European Communities—Measures Concerning Meat and
Meat Products, WT/DS26/AB/R, WT/DS48/AB/R (Jan. 16, 1998).
[47] Βλ. σχετικά T. O'Riordan and James Cameron, in Interpreting the Precautionary Principle, Earthscan Publications, 1994, Γ. Μπάλιας, Η αρχή της προφύλαξης στο διεθνές, κοινοτικό και συγκριτικό δίκαιο, Α.  Σάκκουλας, Αθήνα, 2005.
[48] Υποσημείωση 182, πρβλ. A. Orford, Trade, Human Rights and the Economy of Sacrifice, ibidem.
[49] S.Charnovitz, ‘Triangulating the World Trade Organization’ () 96 American Journal of International Law 2002.28, 38.
[50] Άρθρο I:3(a) της  GATS.
[51] Άρθρο I:3(b)
[52] Βλ. σχετικά τη Report of the Appellate Body European Communities – Regime for the Importation, Sale and Distribution of Bananas, , WT/DS27/AB/R, 9 September 1997, para 220.
[53] Άρθρο XVII.
[54] Πρβλ. A. Orford, Trade, Human Rights and the Economy of Sacrifice, ibidem
[55] B. Hoekman and M. Kostecki , The Political Economy of the World Trading System, 2nd edn (Oxford University Press, Oxford, 2001. 
[56] D. McRae, ‘The Contribution of International Trade Law to the Development of International Law’ 260 Academy of International Law Recueil des Cours,1996, 114, 116-17
[57] Για παράδειγμα, ο νοτιοκορεατικός τιτάνας Samsung διασπάστηκε και πουλήθηκαν οι επιμέρους κλάδοι του: Η Volvo απέκτησε τον κλάδο βαριάς βιομηχανίας, η SG Johnson & Son το φαρμακευτικό βραχίονα, η General Electric τον κλάδο του φωτισμού. Λίγα χρόνια μετά η κάποτε πανίσχυρη αυτοκινητοβιομηχανία της Daewoo, την οποία η εταιρεία αποτιμούσε σε 6 δισεκατομμύρια δολάρια, πουλήθηκε στην GΜ για μόλις 400 εκατομμύρια δολάρια. Βλ. σχετικά, N. Klein, Το δόγμα του Σοκ, Η άνοδος του Καπιταλισμού της Καταστροφής Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα, 2010, σελ. 370, United Nations Conference on Trade and Development, World Investment Report 1998, σ. 336.
[58] Greenspans Speech to New York Economic Club,  Reuters News,  3 Δεκεμβρίου 1997, όπως παραπέμπεται από τη N. Klein Το δόγμα του Σοκ, ό.π., σ. 359-360.
[59]Πρβλ.  J.  Jackson, Sovereignty, the WTO and Changing Fundamentals of International Law (Cambridge University Press, Cambridge, 2006, σ. 205-6, H. Schermers  ‘Different Aspects of Sovereignty’ in G Kreijen (ed.), State Sovereignty and International Governance, Oxford University Press, Oxford, 2002, σ. 192.
[60]  Βλ. σχετικά Μ. Koskenniemi M  ‘The Fate of Public International Law : Between Technique and Politics’ 70 Modern Law Review 1, 2007. 28-29.
[61] Βλ. σχετικά D. Harvey, A Brief History of Neoliberalism, Oxford University Press, Oxford, 2007, D. Nicol, The Constitutional Protection of Capitalism, ibidem.
[62] Anderson G (2005), Constitutional Rights after Globalization (Hart Publishing, Oxford),  110
[63] Έτσι ο  D. Nicol, The Constitutional Protection of Capitalism, Hart Publishing, Oxford and Portland,  ό.π., σ. 37, πρβλ. W. Wriston, The Twilight of Sovereignty : How the Information Revolution is Transforming Our World, Charles Scribner’s Sons, New York, 2002, σ. 9.
[64] Τούτο έγινε δεκτό από την Απόφαση του Συμβουλίου Council Decision 94/800/EC, 11th recital και επιβεβαιώθηκε από τη νομολογία του ΔΕΚ. Βλ σχετικά Joined Cases C-300/98 and C-392/98 Parfums Christian Dior SA v TUK Consultancy BV and Assco Geruste GmbH and Rob van Dijk v Wiilhelm Layher GmbH & Co KG and LayherBV [2000] ECR I-11307, [42]-[44].
[65] Βλ. κυρίως Απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1994 σχετικά με την εν ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απορρέουν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθ' όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της [Επίσημη Εφημερίδα L 336 της, 23.12.1994]. Απόφαση 97/838/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 1997 σχετικά με την ολοκλήρωση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, των αποτελεσμάτων των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ για τις βασικές τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της [Επίσημη Εφημερίδα L 347 της 18.12.1997]. Απόφαση 1999/61/ΕΚ του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 1998 σχετικά με τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και όσον αφορά θέματα της αρμοδιότητάς της, των αποτελεσμάτων των διαπραγματεύσεων στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου για τον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών [Επίσημη Εφημερίδα L 20 της 27.1.1999].
[66] Βλ. W. Sauter, The Economic Constitution of the European Union, 4 Columbia Journal of European Law 1998, σ. 27 επ, Ch. Jorges, The market without the state? The “Economic Constitution” of the European Community and the rebirth of regulator policies, European Integration online Papers (EioP), τ. 1, αρ. 19, 1997, Mertens De Wilmars, Réflexions sur lordre juridico-économique de la Communauté européenne, σε  J. Dutheil De La Rochere et J. Vandamme, Interventions publiques et droit communautaire, Paris, Pedone, 1988, σ. 1 , P. Behrens, Die Wirtschaftsverfassung der Europäischen Gemeinschaft, σε  G. Braggermeier (Hrsg.), Verfassungen für ein ziviles Europa, Baden-Baden, Nomos, 1994, σ. 7, K. Μποσκοβιτς, Κοινοτικός δικαστής και οικονομικό σύνταγμα: η συμβολή του ΔΕΚ στη διαμόρφωση του συντακτικού οικονομικού προτύπου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,, ΤοΣ 2, 2001,  J. Baquero Cruz, between Competition and Free Movement, Hart, Oxford, 2002.
[67] Βλ. W. Sauter, The Economic Constitution of the European Union, 4 Columbia Journal of European Law 1998, σ. 27 επ, Th. Heller, ‘Comments on the Economic Constitution of the European Community’, in F. Snyder (Ed.) Constitutional Dimensions of European Economic Integration, London, 1996, Ch. Jorges, The market without the state? The “Economic Constitution” of the European Community and the rebirth of regulator policies, European Integration online Papers (EioP), τ. 1, αρ. 19, 1997, του ίδιου, What is left of the European Economic Constitution? A melancholic eulogy, European Law Review 30 (2005), 461-489  Mertens De Wilmars, Réflexions sur lordre juridico-économique de

Αναζήτηση στο ιστολόγιο